Η κηδεία, ζωγραφισμένη από τον Κώστα Παπανικολάου (γ. 1959), είναι μια εικόνα παρμένη από χωριό, τέτοια που λες πως την είδες με τα ίδια σου τα μάτια, ένα απόγευμα που ο ήλιος γύριζε προς τη δύση. Ο επαρχιακός δρόμος στενός, κατηφορίζει προς τη θάλασσα, και πάνω του περνούν οι άνθρωποι με τα μαύρα τους ρούχα, ήσυχα, μετρημένα, σαν πομπή παλιά, από εκείνες που βλέπεις στις ενοριακές γιορτές. Στο πλάι, η ελιά, στριφτή και πολυκαιρισμένη, στέκει σαν φρουρός και σκέπη μαζί· κάτω από τα κλαδιά της περνά η συνοδεία, και παραπέρα, σαν να μην την νοιάζει η θλίψη, η θάλασσα με τους παραθεριστές που συνεχίζουν το μπάνιο.
Στα μπαλκόνια, άνθρωποι στέκουν και κοιτούν αδιάφορα, σαν να παρακολουθούν μια συνηθισμένη πομπή, χωρίς να αφήνουν το βλέμμα τους να βαραίνει. Πίσω τους, επάνω δεξιά, η φωτιά στις παρυφές του βουνού απειλεί τη «φούγκα» του τοπίου του Παπανικολάου – σαν ξαφνική παραφωνία μέσα σε μια σύνθεση που αλλιώς θα κυλούσε ήρεμα, μα τώρα κουβαλά την αγωνία του επερχόμενου. Κι ωστόσο, το φως του απογεύματος τυλίγει τα πάντα μ’ εκείνη τη γλύκα που έχει το καλοκαίρι στην Ελλάδα, όταν ακόμη κι ο θάνατος βρίσκει θέση δίπλα στη ζωή, σαν δυο γείτονες που χρόνια τώρα μοιράζονται το ίδιο κατώφλι.
Στη ζωγραφική, ο όρος genre –η λεγόμενη ηθογραφία– δηλώνει την απεικόνιση σκηνών της καθημερινής ζωής. Δεν πρόκειται για ιστορικό πίνακα, ούτε για θρησκευτική εικόνα, ούτε για αλληγορία· είναι η τέχνη που καταγράφει τον άνθρωπο στις συνήθεις στιγμές του: στην αγορά, στο χωράφι, στο γλέντι, ακόμη και στην απλή κίνηση του δρόμου. Οι μεγάλοι Ευρωπαίοι δάσκαλοι του genre, όπως ο Πίτερ Μπρύγκελ ο πρεσβύτερος, αποτύπωσαν με ανεξάντλητη λεπτομέρεια τη ζωή των χωρικών της Φλάνδρας τον 16ο αιώνα – σκηνές με χιονισμένα χωριά, πανηγύρια, θερισμούς, όπου η συλλογική δραστηριότητα γίνεται καθρέφτης ενός ολόκληρου κόσμου.
Η ηθογραφία, στις καλύτερες στιγμές της, δεν είναι «γραφικότητα»· είναι ένας κώδικας για να διαβάσει κανείς την κοινωνία και τις αξίες της. Στην Ευρώπη, το genre υπήρξε εργαλείο για την παρατήρηση της ανθρώπινης συνθήκης μέσα από τα ήθη της κάθε εποχής, είτε στο Βέλγιο του Μπρύγκελ είτε στις ολλανδικές σκηνές εσωτερικού του Βερμέερ ή του ντε Χόοχ.
Στον Κώστα Παπανικολάου, το θέμα είναι επίσης «ηθογραφικό», αλλά η διαφορά είναι καθοριστική: η «Κηδεία» του δεν είναι σκηνή τυπολογίας ή αναπαράσταση εθίμου για χάρη της πιστότητας· είναι μια σύνθεση όπου η μνήμη και η προσωπική εμπειρία διαπερνούν το θέμα. Εδώ, η κηδεία δεν παρουσιάζεται ως «τύπος» του ελληνικού χωριού, αλλά ως κομμάτι μιας ενιαίας εικόνας του τόπου, όπου το πένθος και η καθημερινότητα, το επίσημο και το τυχαίο, συνυπάρχουν αβίαστα. Είναι ηθογραφία, αλλά διυλισμένη από το φίλτρο μιας εικαστικής αφήγησης που ενδιαφέρεται εξίσου για τον ρυθμό των μορφών και για την αλήθεια του βλέμματος.
Κάτω δεξιά, σχεδόν στα όρια του έργου, ένα κορίτσι «κρυμμένο» δεν συμμετέχει στην πομπή, δεν κοιτάζει καν ευθεία· το βλέμμα της είναι στραμμένο λίγο προς τα κάτω, σαν να προσμένει κάτι ή κάποιον, κοιτάζοντας το χώμα ή μια πεταλούδα που πέρασε, αδιάφορη για το πέρασμα του νεκρού. Είναι η μικρή χαραμάδα που αφήνει ο ζωγράφος για να μπει η αθωότητα μέσα στη σκηνή· η απόδειξη ότι, ακόμη και στην τελετή του τέλους, υπάρχει μια ζωή που δεν έχει ακόμη μάθει τι σημαίνει τέλος.
Η «Κηδεία» του Κώστα Παπανικολάου δεν είναι, τελικά, ούτε για τον θάνατο ούτε για τη ζωή· είναι για τον τρόπο που τα δύο αυτά μένουν δεμένα μέσα στην ίδια εικόνα. Ο θάνατος εδώ δεν έχει το σκοτάδι του τέλους, αλλά το φως μιας στιγμής που η κοινότητα στέκεται μαζί· και η ζωή δεν έχει τον θρίαμβο της αρχής, αλλά την ήρεμη αποδοχή ότι όλα είναι περαστικά. Το κορίτσι στο πεζούλι και οι μαυροντυμένοι, η ελιά και ο καπνός της φωτιάς: όλα κομμάτια του ίδιου πλαισίου, ψηφίδες μιας εικόνας που δεν δείχνει έναν κόσμο χωρισμένο στα δύο, αλλά έναν κόσμο όπου η σκιά του τέλους και το φως του άχρονου γίνονται μία και μόνη ανάσα.
Η κηδεία του Κώστα Παπανικολάου ανήκει στη συλλογή Φέλιου και ζωγραφίστηκε το 2008 με αυγοτέμπερα σε κόντρα πλακέ θαλάσσης στη διάσταση των 150 x 180 εκ. εκ. Περισσότερα για τον ζωγράφο μάθετε εδώ.