Γιατί είμαστε (και θα παραμείνουμε) οι φτωχότεροι της Ευρώπης

Όσοι περιγράφουν τις οικονομικές επιτυχίες της Ελλάδας τα τελευταία χρόνια - και είναι πράγματι πολλές - συναντούν αμέσως την αντίδραση ότι «η Ελλάδα έχει από τους χαμηλότερους μισθούς και τη χαμηλότερη αγοραστική δύναμη της Ευρώπης». Και τα δύο είναι αλήθεια. Η χώρα έχει βελτιωθεί εντυπωσιακά, όπως αναγνωρίζει ο διεθνής Τύπος, αλλά αυτό δεν αρκεί για σύγκλιση με μισθούς Ελβετίας, Γερμανίας ή Ολλανδίας στο ορατό μέλλον.

Ακόμη και αν ανακαλυφθούν τεράστια κοιτάσματα υδρογονανθράκων ή πολύτιμων πόρων, η εμπειρία άλλων χωρών δείχνει ότι ο εύκολος πλούτος συχνά οδηγεί σε αυταρχική κλεπτοκρατία τύπου Ρωσίας ή Νιγηρίας και όχι σε μοντέλα Νορβηγίας ή Ολλανδίας. Ο πραγματικός πλούτος μιας χώρας εξαρτάται από την ικανότητα της κοινωνίας να δημιουργεί εμπιστοσύνη, να πειθαρχεί συλλογικά και να αξιοποιεί τους ικανούς αντί των «κολλητών».

Για μακροχρόνια ευημερία χρειάζονται σωστά κίνητρα. Η προσπάθεια, η παραγωγή και το κέρδος πρέπει να ανταμείβονται και όχι να φορολογούνται υπερβολικά ή να αντιμετωπίζονται ως ύποπτες δραστηριότητες. Σε πολλές βαλκανικές κοινωνίες - και στην Ελλάδα - επιβιώνει ακόμη η αντίληψη ότι «οι επιχειρήσεις είναι εκμεταλλευτές», μια νοοτροπία που ιστορικά συνοδεύεται από φτώχεια και στασιμότητα.

Η ύπαρξη φόρων είναι αναγκαία· η υψηλή φορολογία για τη συντήρηση αναποτελεσματικών, μη παραγωγικών θέσεων εργασίας δεν είναι. Αποτελεί αντικίνητρο για όσους δημιουργούν πλούτο και ενισχύει τα κίνητρα όσων παρασιτούν. Το μικρό, λειτουργικό κράτος είναι κρίσιμο.

Οι ισχυροί οικογενειακοί δεσμοί - χαρακτηριστικοί του Νότου και της Ανατολής - συχνά υπερισχύουν των θεσμών. Έτσι προκύπτουν «δικοί μας» αντί για πολίτες με ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις. Στις υπανάπτυκτες δημοκρατίες προηγούνται τα συμφέροντα των πελατών και των «δικών μας παιδιών». Στις κομμουνιστικές δικτατορίες, οι οικογενειακοί δεσμοί αντικαθίστανται από κομματικούς, ενώ η απουσία ιδιοκτησίας καταστρέφει τα κίνητρα για προσπάθεια.

Επιπλέον, η Ελλάδα διαθέτει υπερβολικά μεγάλο αριθμό μικρών οικογενειακών επιχειρήσεων, οι οποίες δεν μπορούν να επιτύχουν οικονομίες κλίμακας ούτε να προσφέρουν υψηλούς μισθούς. Η οικογενειακή τους δομή συχνά εμποδίζει την αξιοκρατία, περιορίζοντας τις δυνατότητες ανάπτυξης.

Αυτές είναι οι βασικές αιτίες της ελληνικής μισθολογικής υστέρησης. Και δεν αλλάζουν από τη μια μέρα στην άλλη. Ακόμη και με σωστές μεταρρυθμίσεις, θα χρειαστούν δεκαετίες για να φανούν τα αποτελέσματα.

Ωστόσο, από το 1821 έως σήμερα, ο στρατηγικός προσανατολισμός της χώρας προς τη Δύση έχει αποφέρει σταθερές βελτιώσεις. Η Ελλάδα είναι σήμερα η πιο θεσμικά ανεπτυγμένη οικονομία των Βαλκανίων. Η Τουρκία, παρά το μέγεθος και τις οικονομικές επιδόσεις  της, παραμένει μια θεσμικά υπανάπτυκτη κοινωνία.

Ακόμη και μετά την ελληνική χρεοκοπία του 2010 η αγοραστική δύναμη του τουρκικού ή ρουμάνικου νοικοκυριού παραμένουν υποπολλαπλάσιες του ελληνικού. Για Βουλγαρία, Β. Μακεδονία, Αλβανία, Σερβία κ.λπ. δεν χρειάζεται να κάνουμε συγκρίσεις.

Η άνοδος του επιπέδου μισθών και της αγοραστικής δύναμης άπτονται της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας αλλά και του ιδιαίτερου πολιτικού και πολιτισμικού ιδιώματος κάθε κοινωνίας. Υπό το πρίσμα αυτό ακόμη και 20 χρόνια να συνεχίσουμε να βγάζουμε πλεονάσματα μην περιμένετε μισθούς Γερμανίας ή Ολλανδίας.

📬🖊️ Επιστολές αναγνωστών

1) Το να επαναλαμβάνουμε συνεχώς κάτι δεν το κάνει αλήθεια.

Καλημέρα Κώστα,

Έχω βαρεθεί να ακούω την ίδια καραμέλα από ανθρώπους που αναπαράγουν την προκάτ αλήθεια που τους έχουν μάθει. Ακούμε συνέχεια ότι η Ρωσία έχει δίκιο να αγανακτεί για την επέκταση του ΝΑΤΟ «μέχρι την πόρτα της». Σοβαρά; Και για ποιον ακριβώς λόγο ήθελαν οι χώρες αυτές σαν απελπισμένες να μπουν στο ΝΑΤΟ; Από καπρίτσιο;

Ας πάρουμε την Περίπτωση της Πολωνίας, η οποία έχει ταλαιπωρηθεί πολύ λόγω της γεωγραφικής της θέσης, αφού βρίσκεται ανάμεσα στη Ρωσία (μέσω της Λευκορωσίας) και τη Γερμανία. Με την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης μία από τις πρώτες προτεραιότητες των Πολωνών ήταν να μπουν στο ΝΑΤΟ με οποιονδήποτε τρόπο.

Και όταν λέμε οποιονδήποτε τρόπο εννοούμε τόσο ικεσίες όσο και εκβιασμούς. Η Πολωνία μαζί με την Ουγγαρία και την Τσεχοσλαβακία σχημάτισαν το λεγόμενο «Visegrád Group» που σκοπό είχε την ένταξη των χωρών αυτών στην ΕΕ και το ΝΑΤΟ.

Έχοντας σημαντική παρουσία Πολωνών μεταναστών στις ΗΠΑ, η Πολωνία έφτασε σε σημείο να εκβιάσει τον Κλίντον δηλώνοντας ότι θα στείλουν τις ψήφους του λόμπι τους στον Ρεπουμπλικανό υποψήφιο σε περίπτωση που εκείνος δεν τους έβαζε στο ΝΑΤΟ, το οποίο ΝΑΤΟ μέχρι τότε ήταν διστακτικό στο να επεκταθεί.

Είναι σημαντικό να παρατηρήσουμε εδώ ότι δεν έχει σημασία πόσο βάσιμη ή/και αποτελεσματική ήταν η απειλή αυτή (παρόλο που σε ορισμένες πολιτείες κλειδιά υπήρχε Πολωνική μεινότητα τουλάχιστον 5%), αλλά ότι η επιθυμία ένταξης των Πολωνών στο ΝΑΤΟ ήταν τόσο ισχυρή που τους έκανε να καταφύγουν στον εκβιασμό.

Μήπως όμως ήταν αβάσιμος ο φόβος όλων αυτών των χωρών προς τη Ρωσία;

  •  To 1992, μόνο λίγους μήνες μετά από την κατάρρευση της ΕΣΣΔ, η Ρωσία επενέβη στρατιωτικά στην Μολδαβία, κατακτώντας εδάφη της που κατέχει μέχρι σήμερα.
  • Το ίδιο έτος η Ρωσία εισέβαλε στο Τατζικιστάν, εκμεταλλευόμενη τον εμφύλιο πόλεμο εκεί, ώστε να εγκαταστήσει κυβέρνηση μαριονέττα.
  • Τα έτη 1992-1993 η Ρωσία εισέβαλε 2 φορές στην Γεωργία εκτοπίζονταν πλήθη Γεωργιανών από ολόκληρες περιοχές.
  • Το 1994 η Ρωσία εισέβαλε στο ανεξάρτητο κράτος της Τσετσενίας (νομίζοντας, όπως στην περίπτωση της Ουκρανίας, ότι θα ήταν περίπατος) και το 1996 είχε ισοπεδώσει ολοκληρωτικά την χώρα σκοτώνοντας 100.000 πολίτες. Το 1996 υπεγράφη κατάπαυση πυρός αλλά το 1999, με το που ανέλαβε πρωθυπουργός ο Πούτιν, η Ρωσία εισέβαλε ξανά για να τελειώσει την δουλειά που είχε αρχίσει 5 χρόνια νωρίτερα.

Άλλωστε οι χώρες αυτές το είχαν ξαναδεί το έργο, για το οποίο ήθελαν να προετοιμαστούν εντασσόμενες στο ΝΑΤΟ, όταν με την επικράτηση των Μπολσεβίκων η Ρωσία είχε ξεκινήσει να τις «αφομοιώνει» μία μία. Το μοτίβο δηλαδή πως όταν η Ρωσία ξανασταθεί στα πόδια της ξεκινάει τον επεκτατισμό. Σε κάποιες από τις χώρες αυτές, όπως στις μικρές χώρες της Βαλτικής, οι Ρώσοι είχαν ήδη φροντίσει να εγκαταστήσουν πληθυσμούς εκατοντάδων χιλιάδων εθνικά Ρώσων, για ευνόητους λόγους... Εμείς οι ίδιοι εάν ήμασταν στη θέση των λαών αυτών, δεν θα ανησυχούσαμε με όλες αυτές τις κινήσεις της Ρωσίας; Δεν θα ευχόμασταν να μπει η χώρα μας στο ΝΑΤΟ και δεν θα πανηγυρίζαμε όταν αυτό θα γινόταν; Όπως ακριβώς γιορτάζει κάθε χρόνο την ένταξή της στο ΝΑΤΟ η Πολωνία...

Ας μην ήταν λοιπόν επεκτατική η Ρωσία να μην έφτανε το ΝΑΤΟ στο κατώφλι της. Βέβαια, η αλήθεια είναι, ότι όλα τα παραπάνω γεγονότα δεν είναι ευρέως γνωστά στην Ελλάδα. Λογικό, αφού πρώτον τα μέσα είναι αριστεροκρατούμενα (με τη γνωστή έμφυτη αδυναμία στη Ρωσία) και δεύτερον ο νεοέλληνας αρκείται σε μία προκατ «fast-food» αλήθεια που την ακούει από παντού χωρίς να προβληματιστεί και να το ψάξει.

Ο κάθε λαός έχει δικαίωμα να αποφασίζει για τον εαυτό του. Έτσι είναι και η ένταξη στο ΝΑΤΟ. Έτσι πιστεύουμε όλοι εκτός από τους αριστερόστροφους νεοέλληνες, όπου στο συγκεκριμένο θέμα υποστηρίζουν πως ο λαός ΔΕΝ έχει δικαίωμα να αποφασίζει για τον εαυτό του...

Φιλικά,

Αλέξανδρος Αγγελής

2) Τα ιστορικά δεδομένα δικαιολογούν απόλυτα τους φόβους των γειτόνων προς τη Ρωσία

Καλημέρα σας κε Στούπα,

Θα συμφωνήσω γενικά και με τα δύο σημερινά μηνύματα.

Θα ήθελα όμως να αναλυθεί το σημείο:

«έρχονται κάθε χρόνο όλο και περισσότερο, με την επέκταση του ΝΑΤΟ, έξω από την πόρτα μου με όπλα. Και όχι με ειρηνικούς σκοπούς αν κρίνω και από τις επεμβάσεις σε άλλες χώρες όπως στο ΙΡΑΚ, Λιβύη κ.λπ.»

του κου Αργυριάδη.

Τι μας κάνει να πιστεύουμε ότι το «εγκεφαλικά νεκρό» ΝΑΤΟ αποτελούσε πραγματικό κίνδυνο για τη Ρωσία;

Ποιος θα τολμούσε μία επίθεση από την πλευρά της Δύσης; Και ποιοι από το ΝΑΤΟ θα την στήριζαν στην πράξη; Με ποιον τελικά στόχο;

Σοβαρά, μπορούν να συγκριθούν οι περιπτώσεις Ιράκ, Λιβύης με τη Ρωσία;

Εκτιμώ ότι τα ιστορικά δεδομένα δικαιολογούν απόλυτα τους φόβους των γειτόνων προς τη Ρωσία (Πολωνία, Φινλανδία, Γεωργία, Ουκρανία, Βαλτικές χώρες, κ.λπ.).

Για το αντίθετο αμφιβάλλω πολύ! Θεωρώ ότι από την πλευρά της Δύσης έγιναν πολλές κινήσεις για την ανοικτή συνεργασία και πριν και μετά το 1990.

Ο κ. Πούτιν όμως έχει άλλα στο μυαλό του... (θέλοντας να διατηρήσει το ΚΑΘΕΣΤΩΣ του)

Εκτός αν πιστέψουμε ότι πραγματικά φοβάται, έχοντας γνώση της πραγματικής κατάστασης των ενόπλων δυνάμεων της χώρας του!

Θεωρώ ότι για την αποτυχία τους να μετασχηματιστούν σε κανονική δημοκρατία και ανοικτή οικονομία, την μέγιστη ευθύνη την έχουν εκείνοι και κανείς άλλος.

Μήπως είναι σκόπιμο να βλέπουμε την κατάσταση στις πραγματικές της διαστάσεις;

Αλλιώς κινδυνεύουμε να μείνουμε με την ελπίδα επανάληψης της ιστορίας (διάσωση από τους Πολωνούς στη 2η πολιορκία της Βιέννης).

Με εκτίμηση,

Χρήστος Δημόπουλος

 

 [email protected]