Αυξημένους κινδύνους σε διάφορα μέτωπα «βλέπει» η DBRS για το 2026, παρά το γεγονός ότι η παγκόσμια οικονομία εμφανίζει μέχρι στιγμής σημάδια εντυπωσιακής ανθεκτικότητας, απέναντι στις ανατροπές που σημειώνονται στο παγκόσμιο εμπόριο. Και μπορεί ο κίνδυνος μίας πολεμικής σύγκρουσης ή μίας μεγάλης γεωπολιτικής αναταραχής να είναι υπαρκτός, ωστόσο η μεγάλη «πληγή» που δύσκολα μπορεί να κλείσει, είναι τα υψηλά δημόσια χρέη.
Ο εφιάλτης της σφοδρής οικονομικής κρίσης που έπληξε την παγκόσμια οικονομία το 2008-09 είναι δύσκολο να επιστρέψει με την ίδια μορφή. Ο χρηματοπιστωτικός κλάδος είναι πιο θωρακισμένος από τη δεκαετία του 2000, οι ρυθμιστικοί κανόνες αυστηρότεροι και οι επενδυτές πιο… υποψιασμένοι.
Όμως για τις οικονομικές κρίσεις δεν ευθύνονται μόνο οι κακές επενδυτικές ή άλλες πρακτικές, αλλά και τα προβληματικά δημόσια οικονομικά. Σκεφτείτε, για παράδειγμα, τις αλυσιδωτές αντιδράσεις που θα σημειωθούν παγκοσμίως στο σενάριο που οι επενδυτές χάσουν, έστω προσωρινά, την εμπιστοσύνη τους στα αμερικανικά ομόλογα ή στην Fed.
Την ίδια ώρα, η ραγδαία άνοδος των τιμών την τελευταία τριετία – με την αισχροκέρδεια να ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό - έχει διαμορφώσει συνθήκες τρομακτικής ακρίβειας. Και όσο οι οικονομίες λειτουργούν σε περιβάλλον ακρίβειας, τόσο τα νοικοκυριά όσο και οι επιχειρήσεις αισθάνονται πολύ λιγότερο την ανάπτυξη. Που συνεπάγεται ότι η όποια επιδείνωση των συνθηκών μπορεί να πυροδοτήσει απρόβλεπτες εξελίξεις και νέα κρίση.
Όπως τονίζει η DBRS Morningstar, οι καταναλωτικοί δείκτες αντανακλούν ακριβώς αυτό το κλίμα. Τη μεγάλη απόκλιση, δηλαδή, μεταξύ του πως βιώνουν την κρίση της ακρίβειας τα νοικοκυριά ανάλογα με την οικονομική τους κατάσταση.
Από τη μία πλευρά τα νοικοκυριά με πλούτο, τα οποία αποτελούν μειοψηφία - ακόμα και στις κρίσεις ωφελούνται, ενώ αντιστοιχούν σε πολύ μεγαλύτερο ποσοστό της κατανάλωσης. Από την άλλη, ο μεγάλος αριθμός νοικοκυριών με περιορισμένη οικονομική δυνατότητα, τα οποία καλούνται να αντιμετωπίσουν την ακρίβεια, τα υψηλά επιτόκια, τα δυσβάσταχτα ενοίκια, τους αυξημένους λογαριασμούς ενέργειας και τις ανησυχίες για την αγορά εργασίας. Αυτή η απόκλιση δεν μπορεί, σύμφωνα με την DBRS, να εκτροχιάσει την ανάπτυξη άμεσα, αλλά καθιστά το outlook πιο ευάλωτο σε μελλοντικές αναταράξεις.
Για την επόμενη, λοιπόν, μεγάλη οικονομική κρίση θα ευθύνονται τα υψηλά δημόσια χρέη και οι ελλειμματικές πολιτικές ή η επιδείνωση των συνθηκών για τα νοικοκυριά.
Διότι τα κράτη δανείζονται σαν να μην υπάρχει αύριο και τα χρέη για την αντιμετώπιση της πανδημίας και της ενεργειακής κρίσης ήρθαν να προστεθούν στα ήδη υψηλά δημόσια χρέη.
Το παγκόσμιο δημόσιο χρέος έγραψε ιστορικό ρεκόρ το 2024, αγγίζοντας τα 100 τρισ. δολάρια και το 93% του παγκόσμιου ΑΕΠ. Η αύξηση οφείλεται κυρίως στις υψηλότερες κρατικές δαπάνες για επιδοτήσεις και κοινωνικά επιδόματα, αλλά και στο αυξημένο κόστος εξυπηρέτησης λόγω των υψηλών επιτοκίων. Σύμφωνα με το ΔΝΤ, θα ξεπεράσει το 100% του ΑΕΠ έως το 2030.
Η μεγάλη ανησυχία πηγάζει από το γεγονός ότι στο επίκεντρο βρίσκονται οι ΗΠΑ, όπου το δημόσιο χρέος αυξήθηκε στο 121% του ΑΕΠ, από 119%, ενώ συνολικά για τις ανεπτυγμένες οικονομίες – εξαιρουμένων των ΗΠΑ – υποχώρησε κατά 2,5 ποσοστιαίες μονάδες στο 110% του ΑΕΠ. Αυτός είναι, άλλωστε, ένας από τους βασικούς λόγους που ο Ντόναλντ Τραμπ ασκεί πιέσεις στη Fed να μειώσει δραστικά τα επιτόκια.
Διότι μειώνοντας τα επιτόκια υποχωρεί το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους και ταυτόχρονα απομακρύνεται ο κίνδυνος ύφεσης, ο οποίος θα μπορούσε να αυξήσει τις πιθανότητες δημοσιονομικής αστάθειας.
Η Κίνα είδε το χρέος να αυξάνεται από το 82% στο 88%, αλλά το δημόσιο χρέος των αναδυόμενων οικονομιών παραμένει κάτω από το 56%.
Είναι αλήθεια ότι οι οικονομικές προβλέψεις για το 2026 είναι πολύ καλύτερες από το κλίμα που επικρατούσε προς τα μέσα του 2025, λίγο μετά την ανακοίνωση της «καταιγίδας των δασμών». Παρ’ όλα αυτά, η DBRS Morningstar εκτιμά ότι συνεχίζουν να υφίστανται όχι μόνο αυξημένοι κίνδυνοι, αλλά και σε πολλά μέτωπα.
Αρχής γενομένης από το παγκόσμιο εμπόριο, το οποίο αναμένεται να αποτελέσει πηγή πολλαπλών εκπλήξεων το 2026, καθώς ο εμπορικός προστατευτισμός που ξεκίνησε από τις ΗΠΑ και πλέον εξαπλώνεται παντού, θα σταθεροποιηθεί σε ένα υψηλότερο επίπεδο δασμολογικής πολιτικής διεθνώς.
Στο μεταξύ, οι πολεμικές συρράξεις και οι περιφερειακές εντάσεις είναι πολύ πιθανό να κλιμακωθούν. Από την Ουκρανία και την πάντα εύθραυστη ειρήνη στη Μέση Ανατολή, μέχρι την Κίνα και την Ταϊβάν, τα μέτωπα είναι πολλά.
Όμως ο μεγαλύτερος κίνδυνος σχετίζεται με τις δημοσιονομικές ανισορροπίες σε αρκετές ανεπτυγμένες οικονομίες. Μία κατάσταση που περιορίζει ασφυκτικά τα περιθώρια κινήσεων των κυβερνήσεων στην περίπτωση που χρειαστεί να αντιμετωπίσουν δραστικά μελλοντικές κρίσεις.
Μία θετική εξέλιξη αφορά στον πληθωρισμό, ο οποίος υποχώρησε στις περισσότερες ανεπτυγμένες και αναδυόμενες οικονομίες, πλησιάζοντας ή πιάνοντας τον στόχο των κεντρικών τραπεζών, με αποτέλεσμα να μειώνονται τα επιτόκια και να υποστηρίζεται η οικονομική δραστηριότητα.
