Ο Νίκος Βισκαδουράκης έχει μιαν ασυνήθιστη διαδρομή, σχεδόν παράδοξη για ζωγράφο. Σε ηλικία μόλις δεκαεπτά ετών, συστήνεται στους πατριώτες του στο Ηράκλειο, όχι με μια ζωγραφική «εύκολη», αναγνωρίσιμη, αλλά με έργα χειρονομιακά, που απαιτούσαν εξοικείωση με την αφαίρεση. Εκείνη η πρώτη του ατομική έκθεση, στη Βασιλική του Αγίου Μάρκου το 1973, θα πρέπει να ξάφνιασε: έδειχνε έναν νεαρό που δεν ακολουθούσε τη στρωμένη οδό της τοπιογραφίας ή του ρεαλισμού, αλλά προτιμούσε να αναμετρηθεί με τον σκληρό διάλογο της χειρονομίας και του χρώματος.
Νίκος Βισκαδουράκης, ακρυλικά, κάρβουνο και παστέλ σε πανί (240x190)
Για να κατανοήσει κανείς αυτήν την επιλογή, οφείλει να ανατρέξει στους πρωτοπόρους που καθιέρωσαν στην Ελλάδα το λεξιλόγιο του αφηρημένου εξπρεσιονισμού. Ο Αλέκος Κοντόπουλος, ήδη από τη δεκαετία του ’40, στράφηκε στην ανεικονική γραφή, προσφέροντας τα πρώτα καθαρά δείγματα μιας τέχνης χωρίς μιμητικά δεσμά. Το παράδειγμά του δεν συνάντησε αμέσως ενθουσιώδη κριτική από όλα τα εγχώρια μέσα της εποχής, έδειξε όμως έναν άλλο δρόμο.
Ο Γιάννης Σπυρόπουλος με το άφταστο προσωπικό του ιδίωμα έδειξε πως η χειρονομία μπορεί να αποκτήσει αξία οικουμενική, βγάζοντας με αξιώσεις την πρότασή του στην Μπιενάλε της Βενετίας (1960). Και βέβαια, δεν πρέπει να λησμονούμε τον Θεόδωρο Στάμο, τον Ελληνοαμερικανό που βρέθηκε στη γενέτειρα του κινήματος κι αναδείχθηκε στην πρώτη γραμμή των ζωγράφων μιας παγκόσμιας πρωτοπορίας. Είναι κάποια από τα ονόματα που συγκρότησαν μια παράδοση που, αν και ολιγάριθμη, κατέστησε την αφαίρεση μέρος του ελληνικού εικαστικού χάρτη.
Έργα του Νίκου Βισκαδουράκη
Για να αποκτήσει ο εξπρεσιονισμός «ελληνικό χρώμα», δεν αρκούσε η απλή μίμηση των ξένων προτύπων· χρειάζονταν οι προϋποθέσεις μιας πολιτισμικής ώσμωσης. Η μεταπολεμική Ελλάδα κουβαλούσε το τραύμα του εμφυλίου· έπρεπε, λοιπόν, η χειρονομία να μεταφράσει αυτήν τη βίαιη εμπειρία σε ζωγραφικό γεγονός. Ταυτόχρονα, η παράδοση της βυζαντινής εικονογραφίας και η εκφραστική δύναμη της λαϊκής τέχνης πρόσφεραν έδαφος για να ριζώσει η αφαίρεση χωρίς να αποκοπεί από τον τόπο. Έτσι, το ελληνικό εξπρεσιονιστικό ρεύμα δεν ήταν απλώς μια καθυστερημένη αντήχηση του αμερικανικού ή ευρωπαϊκού κινήματος· υπήρξε, μάλλον, η αναζήτηση μιας νέας γλώσσας που θα μπορούσε να φέρει μέσα της, με τον δικό της τόνο, την ένταση και το βάθος μιας ιστορικής εμπειρίας. Το επισημαίνουμε διότι πολλοί ιστορικοί τέχνης γράφουνε για τον αφηρημένο εξπρεσιονισμό ως ένα κίνημα «φυτευτό» στη χώρα μας με κριτήρια αμιγώς ιδεολογικά.
Νίκος Βισκαδουράκης, Πέντε ακρυλικά και παστέλ σε χαρτί (2024, 100x100)
Ο Βισκαδουράκης κινείται μέσα σε αυτές τις προϋποθέσεις. Φιλοδοξεί να μπολιάσει στοιχεία της ελληνικής μνήμης –τον μύθο– για να φορτίσει τη χειρονομία του. Η αφαίρεσή του δεν είναι απόδραση, αλλά αντιπαράθεση με την πραγματικότητα· μια απόπειρα να δώσει μορφή στη διπλή όψη του ανθρώπου, στον κρυφό διάλογο του εσωτερικού και του εξωτερικού. Έτσι, η ζωγραφική του θέλει να σταθεί ως μια ελληνική εκδοχή του εξπρεσιονισμού, αλλά ταυτόχρονα ανοιχτή στο οικουμενικό πάθος της χειρονομίας.
Νίκος Βισκαδουράκης, ακρυλικά και παστέλ σε χαρτί (70x100)
Στη σημερινή του «επιστροφή» στη Βασιλική του Αγίου Μάρκου, ο Βισκαδουράκης εμφανίζεται ώριμος και μεστός. Η έκθεση με τίτλο «Ο κύριος Χάιντ μπροστά στον καθρέφτη του» σε επιμέλεια του Μάνου Στεφανίδη, περιλαμβάνει 61 έργα που πραγματεύονται τη διττή φύση του ανθρώπου, τον εσωτερικό καθρέφτη που φανερώνει και παραμορφώνει. Η ζωγραφική του είναι εξπρεσιονιστική στην καταγωγή, αλλά νεο-εξπρεσιονιστική στην εκφορά: δραματικές αντιθέσεις, χειρονομίες που μοιάζουν να «ξύνουν» την επιφάνεια.
Στο μνημειακό περιβάλλον της Βασιλικής, οι πίνακες δεν λειτουργούν ως διακόσμηση αλλά ως κραυγές. Πρόκειται, λοιπόν, για μια επιστροφή με τη βαρύτητα του τόπου και της μνήμης, όπου η τέχνη του Βισκαδουράκη συναντά ξανά το κοινό που τον γνώρισε παιδί και τον ξαναβλέπει ώριμο, με την ίδια αφοσίωση στη «δύσκολη» ζωγραφική του.
Έως 15 Οκτωβρίου 2025.
Κεντρική φωτ.: Νίκος Βισκαδουράκης, Έξι ακρυλικά και παστέλ σε χαρτί (100x100) 2020-25.