Το βουνό επιστρέφει. Πάντα εκεί, βουβό, σαν τοτέμ. Η κορυφή του άλλοτε σκεπάζει, άλλοτε βαραίνει. Το βουνό που μεγάλωσε τον ζωγράφο, που κράτησε τις μνήμες και τις πληγές, γίνεται τώρα η σκηνή της ζωγραφικής του. Είναι η επιφάνεια όπου το χρώμα και η μνήμη συναντιούνται. Είναι το σύνορο και το κάλεσμα, η απειλή και η θαλπωρή.
Ο Γιάννης Ευθυμίου το κουβαλά μέσα του, όπως κουβαλά κανείς την πρώτη του λέξη. Και το επαναλαμβάνει, με τον τρόπο που επαναλαμβάνεται η αναπνοή. Το μπλε γίνεται άλλοτε φωτεινό, άλλοτε σκοτεινό· μια χειρονομία που εκτείνεται στο άπειρο. Σαν να ζητά να μας θυμίσει ότι η σιωπή του τοπίου είναι ο αληθινός διάλογος.
Ο Σεζάν με το Σαιν Βικτουάρ θεμελίωσε τη ζωγραφική του 20ού αιώνα επάνω σε ένα βουνό-εργαστήριο, όπου η φύση γινόταν πεδίο πειραματισμού για τον χώρο και το χρώμα. Ο Ευθυμίου ανεβαίνει το δικό του «βουνό», ακολουθώντας αυτήν την αναζήτηση όχι ως μίμηση αλλά ως υπαρξιακή αναγκαιότητα. Το τοπίο δεν είναι πλέον αναπαράσταση: γίνεται προέκταση του εσωτερικού βλέμματος.
Η επιλογή του να δουλεύει με χαρτοπολτό τον τοποθετεί σε μια ξεχωριστή εικαστική περιοχή. Η τεχνική αυτή, σπάνια στην ελληνική ζωγραφική και ειδικά στη γενιά του, ανατρέπει την παραδοσιακή σχέση χρώματος και καμβά. Ο χαρτοπολτός - αποτέλεσμα της υγρής κατεργασίας χαρτιού (παλιού ή νέου) που λιώνει σε νερό - δεν είναι επιφάνεια που δέχεται την επέμβαση του χρώματος, αλλά ο ίδιος το χρώμα και η μορφή. Το έργο γεννιέται από τη μάζα, από την ίδια την υλικότητα που ο καλλιτέχνης χειρίζεται, σχεδόν γλυπτικά.
Η ζωγραφική του Γιάννη Ευθυμίου βασίζεται σε μια εκ προοιμίου ένταση ανάμεσα στο υλικό και το νοηματικό. Χρησιμοποιώντας τον χαρτοπολτό ως κύριο μέσο, υπερβαίνει τον παραδοσιακό καμβά και μετατρέπει το ίδιο το υλικό σε φορέα μνήμης. Η ύλη δεν είναι απλώς υπόστρωμα, αλλά «συνδημιουργός». Μέσα από αυτήν την επιμονή στην αδρή υφή, η ζωγραφική του συγγενεύει με τις μεγάλες αναζητήσεις της μοντέρνας τέχνης – από τον κυριολεκτικό χειρισμό της ύλης στην Art Informel, μέχρι τη νεοελληνική παράδοση της ζωγραφικής ύλης, όπως την όρισε ο Θεοφυλακτόπουλος ή ο Κανιάρης σε διαφορετικά πλαίσια.
Έργο του Γιάννη Ευθυμίου
Στη νεοελληνική ζωγραφική, το τοπίο δεν υπήρξε ποτέ απλώς αναπαράσταση της φύσης· συχνά υπήρξε σύμβολο ταυτότητας, μνήμης και πνευματικής αναφοράς. Ο Φώτης Κόντογλου μεταχειρίστηκε το τοπίο όχι ως ψευδαίσθηση βάθους αλλά ως πεδίο εσωτερικής αλήθειας. Αυτός μας έμαθε να βλέπουμε το βουνό «βυζαντινό» με τις σκαλοπατιαστές κορφές, παρμένες από την εκκλησιαστική εικονογραφία. Στη Δημοτική Πινακοθήκη Ρόδου εκτίθεται το «Βυζαντινό τοπίο» με τα βουνά και τα χωράφια ν’ αποδίδονται μετωπικά, με επίπεδες φόρμες, απηχώντας τη βυζαντινή παράδοση που προτάσσει το πνευματικό έναντι του οπτικού. Το χρώμα λειτουργεί συμβολικά, οι γραμμές είναι απλουστευμένες, η προοπτική αναιρείται. Το τοπίο γίνεται αφήγηση μνήμης και ιερότητας.
Σε αυτήν τη γραμμή, αλλά με άλλους όρους, κινείται και ο Γιάννης Ευθυμίου. Ο χαρτοπολτός, με την αδρή του υφή, αντικαθιστά τον μετωπικό χειρισμό του Κόντογλου με μια υλικότητα εξίσου αποκαλυπτική. Η σύνθεση δομείται επάνω σε διαδοχικές χρωματικές ζώνες, οι οποίες υποκαθιστούν την κλασική προοπτική. Όπως στον Κόντογλου το βουνό υψώνεται σαν ιερό σύμβολο, έτσι και στον Ευθυμίου το βουνό επανέρχεται ως μοτίβο-τοτέμ: μνήμη και καταφυγή μαζί. Η ελληνική γη μεταμορφώνεται σε σκηνή όπου παίζεται ο διάλογος ανάμεσα στον μύθο και το βίωμα.
Βιωματική ήταν και η αναφορά του Χρόνη Μπότσογλου στο τοπίο προσφέροντας ένα ακόμη ερμηνευτικό κλειδί. Στο «Πυργί» της Μυτιλήνης όπου ζωγράφιζε πολλά καλοκαίρια, ο Μπότσογλου μετέγραψε το ελληνικό τοπίο σε μια γλώσσα σύγχρονη, με έντονη χρωματική φόρτιση και παραστατικές απλουστεύσεις. Η αντίθεση θερμών και ψυχρών τόνων οργανώνει τον χώρο σε επίπεδα, δημιουργώντας μια αίσθηση κίνησης ανάμεσα στις επιφάνειες. Το τοπίο παύει να είναι αντικειμενική αποτύπωση· γίνεται προσωπική εμπειρία, αναπόσπαστο μέρος της βιογραφίας του καλλιτέχνη.
Αντίστοιχα, ο Ευθυμίου μεταχειρίζεται στο βουνό, το σπίτι, το φορτηγάκι, τη μοτοσυκλέτα ή το άλογο ως προσωπικά σύμβολα, ως σταθερά σημεία σε μια εικαστική αφήγηση που αρθρώνεται μεταξύ μνήμης και παρόντος. Δεν πρόκειται για εικονογραφικές αναφορές αλλά για στίγματα της μνήμης, που επανέρχονται και αποκτούν χαρακτήρα αρχετυπικό. Με τον ίδιο τρόπο που το «Πυργί» γίνεται τοπίο-κατάθεση για τον Μπότσογλου, έτσι και το «βουνό» γίνεται για τον Ευθυμίου το εικαστικό του πεδίο, όπου η ύλη και το βίωμα συναντιούνται.
Έργο του Γιάννη Ευθυμίου
Μέσα σε αυτόν τον κόσμο, «ζωντανοί» εμφανίζονται οι καβαλάρηδες. Άλλοτε πάνω σε άλογο, άλλοτε καβάλα σε μοτοσυκλέτα, οι μορφές αυτές μπαίνουν στη ζωγραφική σαν αδέσποτοι ήρωες. Η μηχανή γίνεται άλογο, το άλογο μηχανή. Είναι εικόνες μυθικές και καθημερινές μαζί: οι καβαλάρηδες της παιδικής φαντασίας, οι μοτοσυκλετιστές που αφήνουν τον κόσμο πίσω τους κι ανοίγουν δρόμο στο άγνωστο, οι φιγούρες που επιστρέφουν στην ανάμνηση σαν φαντάσματα. Ανάμεσά τους κι ο καβαλάρης που ορμά με το δόρυ του εναντίον του δράκου, επαναφέροντας μιαν εικονογραφία αιώνων: τον άγιο Γεώργιο, τον μάρτυρα-στρατιώτη, τον νικητή του κακού.
Ο Ευθυμίου συνδυάζει με ιδιάζοντα τρόπο στοιχεία της λαϊκής τέχνης με μια παιδικότητα που αναβλύζει φυσικά μέσα στο έργο του. Πριν το πέρασμα από την Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών, η πρώτη θητεία του στη Σχολή Μαρμαρογλυπτικής της Τήνου τον έφερε σε άμεση επαφή με τη χειρωνακτική διάσταση της ύλης και με μιαν αισθητική που φέρει ακόμη ζωντανή τη μνήμη της βυζαντινής και λαϊκής παράδοσης. Παράλληλα, η αβίαστη παιγνιώδης διάθεση που διακρίνει τη ζωγραφική του, η ελευθερία της χειρονομίας και η απλότητα των σχημάτων – το σπίτι ή το φορτηγό - προσδίδουν στο έργο του μια γνησιότητα που ξεπερνά τις τυπικές ακαδημαϊκές αναζητήσεις.
Έργο του Γιάννη Ευθυμίου
Παρά το νεαρό της ηλικίας του –είναι μόλις τριάντα πέντε ετών– διαθέτει ήδη μιαν αναγνωρισιμότητα, ακριβώς επειδή η δουλειά του εγγράφεται σε μια συνέχεια: από την ελληνική λαϊκή τέχνη έως τη σύγχρονη ζωγραφική. Ο συνδυασμός της υλικότητας, της παιδικότητας και της παράδοσης συνιστά το ιδιαίτερο γνώρισμα της γραφής του, που του επιτρέπει να σταθεί με δικό του λόγο στη σύγχρονη εικαστική σκηνή.
Έτσι, ενώ η ζωγραφική του Ευθυμίου συνδιαλέγεται με διεθνείς αναζητήσεις, από τον Σεζάν έως τον Χόκνεϊ, εντάσσεται ταυτόχρονα σε μια ελληνική συνέχεια, όπου το τοπίο δεν είναι μόνο χώρος αλλά και κώδικας, φορέας ταυτότητας και μνήμης. Μέσα από τη σωματικότητα του χαρτοπολτού και τη χρωματική του πυκνότητα, ο Ευθυμίου αναζητεί ένα νέο λεξιλόγιο για την αφήγηση του βιώματος. Το έργο του ζωγράφου επιδιώκει να συνδέσει τον προσωπικό μύθο με την καθολική εμπειρία της ζωγραφικής. Η τεχνική του δεν είναι απλώς ένας νεωτερισμός· είναι στάση απέναντι στη μνήμη και στη γραφή.
Έργο του Γιάννη Ευθυμίου
Ανάμεσα στα έργα του εργαστηρίου, ξεχωρίζω το πρόσωπο του ζωγράφου. Σ’ αυτήν την ιδιότυπη αυτοπροσωπογραφία, ο Ευθυμίου δεν αναζητά την ομοιότητα· δεν τον ενδιαφέρει το πορτρέτο, αλλά η παρουσία. Το πρόσωπο μοιάζει να αναδύεται μέσα από το ίδιο το βουνό, σαν να είναι η μορφή και το τοπίο μία ουσία. Το κόκκινο ίχνος που τέμνει τη σύνθεση μοιάζει με ρωγμή μνήμης, με πληγή που ενώνει και χωρίζει, που φανερώνει το αδιόρατο βάρος της ύπαρξης.
Ο Merleau-Ponty μας θύμισε ότι το τοπίο δεν είναι αυτό που βλέπουμε «έξω», αλλά εκείνο που σκέπτεται μέσα μας, η ίδια η σάρκα του κόσμου που μας αγγίζει και την αγγίζουμε. Έτσι και εδώ: το βουνό δεν είναι αντικείμενο της όρασης, αλλά το σώμα του ζωγράφου που συναντά την ύλη, η μνήμη που μετατρέπεται σε μορφή. Το βλέμμα δεν αποτυπώνει· ενσαρκώνεται.
Ο Ευθυμίου στέκει απέναντι στον εαυτό του όχι σαν μάρτυρας αλλά σαν μέρος του τοπίου που τον γέννησε. Το βουνό και το πρόσωπο συνυπάρχουν στην ίδια επιφάνεια, όπως το έξω και το μέσα μοιράζονται την ίδια ανάσα. Είναι μια εικόνα που δεν μιλά για ομοιότητα, αλλά για επιμονή· για την άρρηκτη συνοίκηση του ανθρώπου με τον τόπο του. Κι έτσι το έργο, πέρα από κάθε αναπαράσταση, γίνεται μια στιγμή αλήθειας: το βουνό ως εαυτός, ο εαυτός ως βουνό.
Έργο του Γιάννη Ευθυμίου
«Η κορυφή είναι πίσω απ’ το βουνό» είναι ο τίτλος της έκθεσης στη «Σκουφά», που δεν δηλώνει έναν τόπο, αλλά μια στάση απέναντι στα πράγματα. Υπενθυμίζει ότι η αλήθεια δεν βρίσκεται στο προφανές, ούτε στην πρώτη θέαση. Η κορυφή, το ζητούμενο, κρύβεται πίσω από το βουνό, πέρα από το ορατό. Είναι αυτό που δεν φαίνεται αλλά υποβάλλεται, το άπιαστο που κινεί την αναζήτηση.
Για τον Ευθυμίου, η ζωγραφική είναι ακριβώς αυτή η διαρκής προσπάθεια να κοιτάξει «πίσω» από το βουνό: να αναμετρηθεί με την ύλη, με τη μνήμη, με τον εαυτό. Η κορυφή δεν κατακτάται, δεν «φθάνεται». Είναι ο ορίζοντας που γεννά το έργο και δίνει νόημα στην επιμονή της χειρονομίας. Εκεί, στην απόκρυφη πλευρά του τοπίου, κατοικεί η αλήθεια που η ζωγραφική επιχειρεί να φτάσει.
Η έκθεση «Η κορυφή είναι πίσω απ’ το βουνό» του Γιάννη Ευθυμίου εγκαινιάζεται στις 16 Οκτωβρίου (19:30 - 21:30) στην γκαλερί «Σκουφά» και θα διαρκέσει έως τις 8 Νοεμβρίου 2025.
Κεντρική φωτ.: Ο Γιάννης Ευθυμίου μπροστά από έργο του. Πηγή φωτ.: Facebook/ Giannis Efthimiou