Η ΕΛΣΤΑΤ δημοσίευσε πριν από λίγες ημέρες τα στοιχεία για τη λειτουργία των γκαλερί το 2024, και η εικόνα που προκύπτει είναι ενδιαφέρουσα, όχι γιατί αποτυπώνει μια εντυπωσιακή ανάκαμψη, αλλά γιατί δείχνει πώς η αγορά της τέχνης προσπαθεί ακόμη να βρει τα πατήματά της μετά τη μεγάλη παύση της πανδημίας.
Το 2019, λίγο πριν το πρώτο lockdown, οι ατομικές εκθέσεις ήταν 391 και οι ομαδικές 268. Έναν χρόνο αργότερα, με την έναρξη της πανδημίας, οι αριθμοί κατέρρευσαν: 135 ατομικές και 151 ομαδικές. Έκτοτε, η άνοδος είναι σταδιακή, με το 2023 να σηματοδοτεί το τυπικό τέλος των περιορισμών και το 2024 να καταγράφει 334 ατομικές και 196 ομαδικές εκθέσεις. Η αγορά, με άλλα λόγια, έχει ανακτήσει σημαντικό μέρος του χαμένου εδάφους, χωρίς όμως να έχει φτάσει ακόμη στα επίπεδα του 2019.
Η σύγκριση με τα χρόνια της κρίσης είναι αποκαλυπτική. Οι ατομικές εκθέσεις ανέβηκαν μόλις κατά 0,9 % σε σχέση με το 2023, δείχνοντας ότι οι καλλιτέχνες και οι γκαλερίστες εξακολουθούν να κινούνται με φειδώ, σε ένα περιβάλλον όπου το κόστος, η αβεβαιότητα και το περιορισμένο αγοραστικό ενδιαφέρον δεν επιτρέπουν εύκολες επενδύσεις. Αντιθέτως, οι ομαδικές εκθέσεις αυξήθηκαν κατά 16,7 %, ενώ ο αριθμός των έργων που παρουσιάστηκαν σε αυτές, εκτοξεύτηκε κατά 46 %. Το μήνυμα είναι σαφές: η αγορά επιλέγει τη συλλογικότητα αντί της ατομικότητας, το χαμηλότερο ρίσκο αντί της προσωπικής ανάληψης, όπως η ανάδειξη νέων και άγνωστων στο ευρύ κοινό καλλιτεχνών.
Πηγή φωτ.: Shutterstock
Πίσω από αυτούς τους αριθμούς κρύβεται μια ευρύτερη κοινωνική μετατόπιση. Η πανδημία διέκοψε βίαια την αλυσίδα επικοινωνίας μεταξύ καλλιτέχνη, κοινού και αγοράς. Το ψηφιακό περιβάλλον έδωσε νέες δυνατότητες προβολής, αλλά αλλοίωσε τη φυσική σχέση με το έργο τέχνης. Το 2024 δεν είναι απλώς μια χρονιά «επιστροφής», αλλά μια περίοδος αναζήτησης νέας ταυτότητας. Οι γκαλερί ξαναβρίσκουν τον ρυθμό τους, όμως λειτουργούν πλέον μέσα σε ένα διαφορετικό οικοσύστημα: με κοινό πιο απρόβλεπτο, με συλλέκτες που σκέφτονται διεθνώς, και με καλλιτέχνες που δοκιμάζουν να ισορροπήσουν ανάμεσα στη φυσική και την ψηφιακή παρουσία, χωρίς φυσικά να εμπλέκουν τους αιθουσάρχες στην ψηφιακή τους εκπροσώπηση.
Η ελληνική αγορά τέχνης, στα μικρά όριά της, μοιάζει να ακολουθεί τη γενικότερη τροχιά της χώρας: προσπαθεί να σταθεί σε μια εποχή που οι ευκολίες της δεκαετίας του 2000 έχουν οριστικά τελειώσει, και οι νέες γενιές καλλιτεχνών καλούνται να κινηθούν σε συνθήκες αβεβαιότητας αλλά και ελευθερίας (προβολή μέσα από πλατφόρμες και Instagram). Η ανάκαμψη είναι υπαρκτή, αλλ’ όχι εντυπωσιακή. Τα προ-κόβιντ επίπεδα δεν έχουν επανέλθει, και ίσως να μη χρειάζεται να επανέλθουν με την ίδια μορφή.
Πηγή φωτ.: Shutterstock
Το ουσιαστικό ερώτημα είναι αν η ελληνική αγορά τέχνης θα μπορέσει να μετασχηματιστεί, να αξιοποιήσει τη διεθνή κινητικότητα, τα νέα μουσεία και τα ιδρύματα, τις συνεργασίες με το εξωτερικό, και να προσελκύσει νέο κοινό πέρα από τον στενό κύκλο των μυημένων. Αν αυτό συμβεί, τότε η κρίση των τελευταίων ετών ίσως αποδειχθεί γόνιμη, ειδικά για τις νέες αίθουσες τέχνης. Αν όχι, θα έχουμε απλώς επιστρέψει σε ένα παλιό μοντέλο που δεν απαντά στις προκλήσεις του σήμερα. Η τέχνη στην Ελλάδα παραμένει ζωντανή. Το στοίχημα είναι αν θα καταφέρει να γίνει ξανά αναγκαία.
