Κάθε δημοπρασία είναι μια χαρτογράφηση μνήμης. Εκτός από την εικόνα της αγοράς, φανερώνει και τον τρόπο με τον οποίο καλλιεργήθηκε η ιδέα της ελληνικότητας μέσα από την τέχνη. Τα έργα που ξεχωρίζουν δεν το κάνουν επειδή αναπαράγουν το γνώριμο, αλλά επειδή ανασύρουν από το βάθος του, προσωπικές αλήθειες. Κάποιες φορές με κώδικες υπαινικτικούς, άλλες με χειρονομίες που απηχούν τον τρόπο του δημιουργού.
Ένα έργο που εμπεριέχει το στοιχείο αυτό χωρίς να κραυγάζει, είναι ένα μικρό σε διάσταση (21,5 × 15,5 εκ.) αλλά εξαιρετικά εκφραστικό πορτραίτο, που βγάζει ο οίκος Βέργος σε δημοπρασία στο Ζάππειο (Nεοελληνική Ζωγραφική και Γλυπτική, 19oυ & 20ού αιώνα, Τετάρτη 3 Δεκεμβρίου). Το πρόσωπο που πλάθει ο Γιάννης Μόραλης δεν ενδιαφέρεται για την ατομική ταυτότητα. Χτίζεται με συγκρατημένες χρωματικές αξίες (μόλις τρεις χρώματα) και δομική αφαίρεση, που οδηγεί σε μια μορφή «γνωστή», όχι γιατί την αναγνωρίζουμε, αλλά γιατί την ανακαλούμε από το απόθεμα των μορφών της ελληνικής καλλιτεχνικής παράδοσης. Η έκφραση εσωστρέφειας, η μετωπικότητα και η σιωπηλή, σχεδόν τελετουργική ακινησία επαναφέρουν τον διάλογο με την αρχαϊκή γλυπτική και την εικονογραφία, χωρίς ωστόσο καμία μιμητική πρόθεση.
Αν λάβουμε μάλιστα υπόψη πόσο μάστορας πορτραιτίστας ήταν ο Μόραλης – και με παραγγελίες ισχυρών οικογενειών στον καιρό του – καταλαβαίνουμε το βάρος της πρόθεσής του. Η προσέγγισή του δεν αφορά την πιστή εξωτερική απόδοση του προσώπου, αλλά την αναζήτηση μιας διαχρονικής τυπολογίας της ελληνικής μορφής, όπου η μνήμη της αρχαϊκής τέχνης παραμένει ενεργή. Οι αυστηρές χαράξεις, η προσεκτική τονικότητα και η καθαρότητα των όγκων παραπέμπουν σε εκείνο το ιδίωμα της ελληνικής πλαστικότητας, όπου η μορφή λειτουργεί ως αρχή και μέτρο.
Πρόκειται, επομένως, για μια συμπύκνωση του τρόπου με τον οποίο ο Μόραλης νοηματοδότησε την ελληνικότητα: όχι ως διακοσμητική παράθεση μοτίβων, αλλά ως συνέχεια μορφικών αρχών, μετασχηματισμένων στη μοντέρνα ζωγραφική γλώσσα του 20ού αιώνα.
Γιάννης Μόραλης, «Κεφάλι γυναίκας», τιμή εκκίνησης 15.000 ευρώ
Στο κεραμικό πανό του Πάνου Βαλσαμάκη, ο θεματικός άξονας της ελληνικότητας προσεγγίζεται από μία διαφορετική αλλά εξίσου συνειδητή οπτική. Το «χωριό» δεν αποτελεί αναπαράσταση ενός συγκεκριμένου τόπου, αλλά τοπίο, όπου η μορφή και το περιβάλλον συγκροτούν ένα κοινό, οργανικό σύνολο. Άφταστος μάστορας της κεραμικής, ο Βαλσαμάκης βλέπει τον γραμμικό ρυθμό και τη στιλιζαρισμένη απόδοση των μορφών στους αγγειογραφικούς τρόπους της αρχαιότητας και στη λαϊκή ζωγραφική. Οι ανθρώπινες φιγούρες, οι οικιστικοί όγκοι και τα στοιχεία του αγροτικού τοπίου οργανώνονται σε μια γραμμική αφήγηση που στερείται δραματικής έντασης, επιτυγχάνοντας μιαν αίσθηση αιώνιας καθημερινότητας.
Σε αντίθεση με τη συμπαγή εσωτερικότητα της μορφής του Μόραλη, εδώ η ελληνικότητα εκδηλώνεται ως συλλογική εικόνα, μια εικαστική επιτομή μιας Ελλάδας παραδοσιακής αλλά όχι γραφικής, όπου η απλότητα λειτουργεί ως μορφική πειθαρχία και όχι ως αισθηματολογία. Η σύνθεση του Βαλσαμάκη τεκμηριώνει έτσι μια διαφορετική πορεία εθνικής αναφοράς: όχι μέσω της ανθρώπινης μορφής αποκλειστικά, αλλά μέσα από τον κώδικα ενός οικουμενικού ελληνικού τοπίου, λακωνικό και διαχρονικό.
Πάνος Βαλσαμάκης, «Χωριό», τιμή εκκίνησης 4.000 ευρώ
Άλλο έργο που αξίζει να στρέψει την προσοχή του ο φιλότεχνος είναι τα «φύλλα ελιάς» του αξέχαστου Γιάννη Μιχαηλίδη. Εδώ, ο δημιουργός ακολουθεί μια διαφορετική διαδικασία νοηματοδότησης της ελληνικής ταυτότητας: όχι μέσω της αναφορικότητας της μορφής, αλλά μέσω της χειρονομίας.
Ο Μιχαηλίδης δεν ενδιαφέρθηκε για την απόδοση ενός τοπίου ή μιας συγκεκριμένης εικόνας. Αντιθέτως, επεξεργάστηκε το ίχνος, το επαναλαμβανόμενο σήμα, ως αναλογία της συνέχειας και της διάρκειας του ελληνικού τοπίου στις θάλασσες και στα τοπία που απέδωσε. Έτσι, η «ελιά» δεν προβάλλεται ως περιεχόμενο, αλλά ως ρυθμικός κώδικας, ένας τρόπος οργάνωσης της ζωγραφικής επιφάνειας που αντλεί από την παράδοση χωρίς να υποκύπτει σε αυτή. Το έργο εντάσσεται συνεπώς σε εκείνη την ελληνική εκδοχή του μοντερνισμού όπου το τοπικό στοιχείο υπερβαίνει την περιγραφή και καθίσταται αρχή μορφής. Μια θέση που γεφυρώνει τη συλλογική μνήμη με το ατομικό εικαστικό ιδίωμα.
Γιάννης Μιχαηλίδης, Φύλλα ελιάς», τιμή εκκίνησης 5.000 ευρώ
Αφήνω για το τέλος ένα έργο μουσειακού χαρακτήρα που μακάρι να αποκτήσει κάποιος δημόσιος φορέας. Η «Ανάσταση» (1940-41, κεντρική φωτ.) του Κωνσταντίνου Παρθένη ανήκει στο πλαίσιο της ύστερης μνημειακής του παραγωγής, όπου ο καλλιτέχνης αναπτύσσει με συνέπεια το δικό του ιδίωμα μεταφυσικής ελληνικότητας, στηριγμένο σε μια σύνθεση πειθαρχίας και πνευματικότητας. Το έργο αποτελεί μέρος ενός τριπτύχου που περιλαμβάνει την Παναγία με το Βρέφος και τη Σταύρωση, τα οποία σήμερα φυλάσσονται στην Εθνική Πινακοθήκη.
Κωνσταντίνος Παρθένης, «Παναγία με το θείο βρέφος - Σταύρωση», Εθνική Πινακοθήκη
Ο Παρθένης προόριζε το τρίπτυχο αυτό για τον πρώτο όροφο του ανακαινισμένου τότε Δημαρχιακού Μεγάρου των Αθηνών στην πλατεία Κοτζιά. Μετά τους Γιώργο Γουναρόπουλο και Φώτη Κόντογλου, κλήθηκε να ολοκληρώσει το πρόγραμμα μνημειακής διακόσμησης του κτιρίου, ενισχύοντας την πρόθεση της πόλης να συνδέσει τον θεσμό της δημοτικής αρχής με την υψηλή τέχνη του ελληνικού μοντερνισμού. Διασώζεται, άλλωστε, και η σχετική μακέτα του Παρθένη, που αποτυπώνει τη διάταξη των έργων στον χώρο, επιβεβαιώνοντας την αρχιτεκτονική και λειτουργική σύλληψη της ενότητας.
Υπήρξε σύμβαση και προκαταβολή· ο Παρθένης δήλωσε το 1941 ότι είχε τελειώσει, αλλά μεσολάβησαν η Κατοχή και, μεταπολεμικά, διαφωνίες για την εξόφληση και την παράδοση. Ακολούθησαν αποτυχημένες διαπραγματεύσεις, προσπάθειες εξωδικαστικού συμβιβασμού, ακόμη και συντηρητικές κατασχέσεις που ο καλλιτέχνης αντιστάθηκε να εκτελεστούν. Η υπόθεση σύρθηκε για χρόνια και τα έργα δεν εγκαταστάθηκαν ποτέ στο Δημαρχείο. Τα δύο μεγάλα μέρη του κύκλου (Παναγία με το Θείο Βρέφος – Σταύρωση) κατέληξαν στην Εθνική Πινακοθήκη (κληροδοσία αντί φόρου κληρονομίας από τον γιο του ζωγράφου, Νικόλαο Παρθένη), όχι στον Δήμο.
Στην Ανάσταση, η μορφή του Χριστού προβάλλεται με την καθαρότητα και την εσωτερική ακτινοβολία που χαρακτηρίζουν την ύστερη περίοδο του καλλιτέχνη. Οι μορφές, δομημένες με λιτότητα και ισορροπία, παραπέμπουν στους αρχέτυπους άξονες της ελληνικής τέχνης, από τη νηφαλιότητα της κλασικής γραμμής μέχρι την ιερατική στάση της βυζαντινής εικόνας. Το έργο, ως εκ τούτου, δεν αποτελεί μόνον σημαντικό δείγμα της ώριμης δημιουργίας του Παρθένη, αλλά και κρίσιμο κομμάτι μιας ανεκπλήρωτης δημόσιας εικαστικής σύνθεσης που συνδέεται άμεσα με τον θεσμό της πόλης των Αθηνών και την ιστορική της αυτοσυνειδησία.
Κωνσταντίνος Παρθένης, «Ανάσταση», τιμή εκκίνησης 260.000 ευρώ (τμήμα της σύνθεσης στην κεντρική φωτ.)
Στο πλαίσιο αυτό, θα ήταν θεμιτό – και συμβολικά εύστοχο – το συγκεκριμένο έργο να συμπληρώσει το μνημειακό τρίπτυχο, είτε μέσω της απόκτησής του από τον Δήμο Αθηναίων και ένταξής του στη νέα Δημοτική Πινακοθήκη, είτε μέσω της διάθεσής του στην Εθνική Πινακοθήκη, όπου ήδη φυλάσσονται τα άλλα δύο μέρη. Μια τέτοια πράξη θα αποκαθιστούσε την παρουσία του πρωτοπόρου δασκάλου του ελληνικού μοντερνισμού στο Δημαρχιακό Μέγαρο, επιβεβαιώνοντας την ιστορική συνέχεια της εικαστικής πολιτιστικής ταυτότητας της Αθήνας.
Τα έργα μαζί με τα υπόλοιπα 135 της δημοπρασίας θα εκτεθούν στο Ζάππειο Μέγαρο για τρεις ημέρες, από 30 Νοεμβρίου έως 2 Δεκεμβρίου, με δωρεάν είσοδο. Μπορείτε να δείτε ψηφιακά τον κατάλογο εδώ.
