Τη νέα βάση πάνω στην οποία αναδιαμορφώνονται οι σχέσεις Ελλάδας-Ηνωμένων Πολιτειών, το δαιδαλώδες γεωπολιτικό τοπίο της Ανατολικής Μεσογείου και πώς η ενέργεια λειτουργεί ως καταλύτης ευρύτερων διευθετήσεων στην περιοχή αναλύει ο πολιτικός επιστήμονας και διεθνολόγος Θόδωρος Τσίκας σε συνέντευξη που παραχώρησε στο Liberal και την Ευαγγελία Μπίφη.
Αξιοποιώντας τη γεωγραφική της θέση, η Ελλάδα αναβαθμίζεται μέσω του Κάθετου Διαδρόμου σε διαμετακομιστικό κόμβο του αμερικανικού LNG προς την Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη, γεγονός που ενισχύει τον γεωπολιτικό της ρόλο και εμβαθύνει τη συνεργασία με τις ΗΠΑ, χωρίς ωστόσο να δικαιολογεί υπερβολικές προσδοκίες περί «Ελντοράντο» της Μεσογείου, επισημαίνει ο κ. Τσίκας. Στέκεται επιφυλακτικός έως και κριτικός ως προς τις συμφωνίες για έρευνες υδρογονανθράκων σε Ιόνιο και Κρήτη, παραθέτοντας τις πολλαπλές νομικές, πολιτικές και περιβαλλοντικές συνέπειες που τις συνοδεύουν.
Ο Θόδωρος Τσίκας φωτίζει τις αλληλοεπικαλυπτόμενες διεκδικήσεις στην Ανατολική Μεσόγειο και εξηγεί γιατί η Τουρκία θα έχει αναπόφευκτα λόγο και ρόλο στην περιοχή και γιατί δεν μπορεί να υπάρξει μια αμερικανική στρατηγική που να την απομονώνει. Στο πλαίσιο αυτό, ο ίδιος προκρίνει την ανάγκη επιτάχυνσης του ελληνοτουρκικού διαλόγου και μετάβασης στον «σκληρό πυρήνα» των διαφορών, πριν οι εξελίξεις ή μια πιθανή παρέμβαση της προεδρίας Τραμπ επιβάλουν λύσεις, καθώς και την αξιοποίηση του διεθνούς ενδιαφέροντος για συνεννόηση στο Κυπριακό.
Ακολουθεί το κείμενο της συνέντευξης
Κύριε Τσίκα, με ποια δυναμική «τρέχουν» οι σχέσεις Ελλάδας-Ηνωμένων Πολιτειών στο κλείσιμο του 2025; Ποιος ο γεωπολιτικός ρόλος της Ελλάδας σήμερα και πώς εντάσσεται ειδικά ο Κάθετος Διάδρομος στον ευρύτερο στρατηγικό σχεδιασμό των ΗΠΑ για την Ανατολική Μεσόγειο και την Ευρώπη;
Για να αποτυπωθεί η πλήρης εικόνα, αξίζει να επισημανθεί κατ' αρχάς ότι ο Κάθετος Διάδρομος, με αφετηρία την Αλεξανδρούπολη και τελικό προορισμό την Ουκρανία, δεν αποτελεί νέα σύλληψη. Ο Τζέφρι Πάιατ, πρέσβης των ΗΠΑ στην Ελλάδα την περίοδο 2016-2022, είχε ήδη από τη διάρκεια της θητείας του διαβλέψει -και πρώτος- τον ειδικό ρόλο που θα μπορούσε να διαδραματίσει η χώρα στην απεξάρτηση της Ευρώπης από τη ρωσική ενέργεια. Η προσέγγιση αυτή συνδεόταν άμεσα με τη βαθιά ενασχόλησή του με τα ενεργειακά ζητήματα, τόσο ως πρώην πρέσβης των ΗΠΑ στην Ουκρανία όσο και από τη θητεία του σε ανώτερες θέσεις του Στέιτ Ντιπάρτμεντ αρμόδιες για τις Κεντροασιατικές Υποθέσεις. Ωστόσο, η εποχή ήταν διαφορετική· η Ρωσία δεν είχε εισβάλει στην Ουκρανία και το ρωσικό φυσικό αέριο ήταν πιο φθηνό.
Ο συγκεκριμένος σχεδιασμός είχε δρομολογηθεί ήδη από τότε και οφείλεται πρωτίστως στη σύλληψη και στις πρωτοβουλίες της αμερικανικής πλευράς, και λιγότερο σε επιλογές της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Η Ελλάδα βρέθηκε, ουσιαστικά, στη σωστή γεωγραφική θέση. Όπως κάθε κράτος επιχειρεί να αξιοποιήσει τη γεωγραφία του, το ίδιο συμβαίνει και στην ελληνική περίπτωση. Σε αυτό προστίθεται ο συνδυασμός της αμερικανικής προεδρίας Τραμπ που προτάσσει το ενεργειακό ζήτημα, αμφισβητεί τη διάσταση της κλιματικής κρίσης και δίνει έμφαση στα ορυκτά καύσιμα -μεταξύ αυτών και το φυσικό αέριο- καθώς και το γεγονός ότι οι ίδιες οι Ηνωμένες Πολιτείες παράγουν πλέον το δικό τους φυσικό αέριο, το λεγόμενο σχιστολιθικό αέριο.
Η Ελλάδα βρίσκεται σε μια γεωγραφική θέση, που επιτρέπει κατά βάση την παράκαμψη των Στενών των Δαρδανελλίων και του Βοσπόρου, και κυρίως της Μαύρης Θάλασσας. Γιατί έχει σημασία αυτό; Δεν αφορά τόσο την Τουρκία όπως λέγεται. Έχει κυρίως σημασία διότι δεν ξέρει κανείς τι θα συμβεί στη Μαύρη Θάλασσα. Πέραν του γεγονός ότι αυτή τη στιγμή αποτελεί εν μέρει εμπόλεμη ζώνη, η Ρωσία έτσι κι αλλιώς θα είναι μια σημαντική δύναμη στη Μαύρη Θάλασσα, και οι Ηνωμένες Πολιτείες θέλουν να έχουν εναλλακτική δίοδο. Επομένως, τώρα η Ελλάδα καθίσταται κατά κάποιο τρόπο ο διαμετακομιστικός σταθμός για τη διέλευση του αμερικανικού υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG).
Αυτό βέβαια ενισχύει την Ελλάδα γεωπολιτικά και, ως έναν βαθμό, και οικονομικά διότι θα λαμβάνει και τέλη διέλευσης. Θα έχει ένα όφελος από την ενέργεια που θα διέρχεται και παράλληλα θα αναπτυχθούν και σημαντικές υποδομές. Γιατί το μεγάλο θέμα του LNG είναι ότι πρέπει να φθάνει με πλοία, πρέπει να αποθηκεύεται, και η αποθήκευση αυτή απαιτεί περισσότερες εγκαταστάσεις τόσο στη Ρεβυθούσα, όσο και στην Αλεξανδρούπολη, αλλά και αλλού. Επομένως, έτσι αυξάνεται ο κύκλος εργασιών και φυσικά εμβαθύνεται η συνεργασία με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Βέβαια, να κρατηθούμε και σε ένα όριο, καθότι ακούγονται και υπερβολές: η Ελλάδα διευκολύνει τη μεταφορά, δεν είναι δικό της το φυσικό αέριο. Δεν γινόμαστε υπερδύναμη, ούτε πρόκειται να γίνουμε το «Ελντοράντο» της Μεσογείου,.
Η φιλοσοφία του Κάθετου Διαδρόμου είναι ξεκάθαρη: Δεν πρέπει η Ανατολική Ευρώπη και γενικά η ευρωπαϊκή ήπειρος να εξαρτάται ενεργειακά από μία επιθετική χώρα και ένα επεκτατικό καθεστώς, όπως αυτό του Πούτιν. Και δεν θα υπάρξει πισωγύρισμα με το πιθανό τέλος του πολέμου στην Ουκρανία. Μπορεί να αρθούν κάποια στιγμή σταδιακά οι κυρώσεις σε βάρος της Ρωσίας, αλλά δεν πρόκειται να επανέλθει η Ευρώπη σε μία κατάσταση που θα εξαρτάται ενεργειακά από μία επιθετική δύναμη. Αυτό είναι βέβαιο, ανεξαρτήτως της όποιας μορφής διευθέτησης στην Ουκρανία.
Όσον αφορά τις συμφωνίες με τους αμερικανικούς πετρελαϊκούς κολοσσούς για έρευνες υδρογονανθράκων σε Ιόνιο και Κρήτη, ποιες είναι οι προοπτικές τους;
Εκτιμώ ότι η εικόνα δεν είναι τόσο ξεκάθαρα θετική όσο στην περίπτωση του Κάθετου Διαδρόμου της Αλεξανδρούπολης, ο οποίος εξυπηρετεί μια σαφώς προσδιορισμένη στρατηγική στόχευση.
Κατ' αρχάς, για το Ιόνιο, οι επίσημες ανακοινώσεις αναφέρουν ότι θα εξεταστεί το ενδεχόμενο-η πιθανότητα διεξαγωγής ερευνών εντός των επόμενων ενός έως δύο ετών. Και μιλούμε αποκλειστικά για ερευνητικές γεωτρήσεις. Δηλαδή, έχουν καθαρά διερευνητικό χαρακτήρα, με στόχο να διαπιστωθεί εάν υπάρχουν κοιτάσματα, ποια είναι η έκτασή τους και αν είναι οικονομικά αξιοποιήσιμα. Σύμφωνα με τις σχετικές μελέτες, η πιθανότητα εντοπισμού κοιτασμάτων στο Ιόνιο που να μπορούν να αξιοποιηθούν εμπορικά κυμαίνεται στο 15% έως 18%, ποσοστό χαμηλό.
Αντίστοιχη είναι, σε γενικές γραμμές, η εικόνα και στην περίπτωση της Κρήτης, με τη διαφορά ότι εκεί προστίθενται και επιπλέον παράμετροι. Σε κάθε περίπτωση, τόσο στο Ιόνιο όσο και στην Κρήτη, ακόμη και αν ξεπεραστούν όλα όσα προανέφερα και επιβεβαιωθούν οι πιθανότητες, η διαδικασία μέχρι την ενδεχόμενη εκμετάλλευση απαιτεί μεγάλο βάθος χρόνου.
Και εδώ ανακύπτει ένα κρίσιμο ζήτημα που απαιτεί μεγάλη συζήτηση: παρά την ενεργειακή κρίση που προκάλεσε η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και παρά τη μεταβολή της ενεργειακής πολιτικής των ΗΠΑ επί προεδρίας Τραμπ, η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει παραμείνει σταθερή στον στόχο της πλήρους απεξάρτησης από τα ορυκτά καύσιμα έως το 2050, στο πλαίσιο της πράσινης μετάβασης και της αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής. Το ερώτημα, λοιπόν, είναι σε ποια αγορά θα διοχετευθεί αυτό το προϊόν, εφόσον τελικά εξορυχθεί. Πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι οι ερευνητικές και εξορυκτικές διαδικασίες προϋποθέτουν τεράστιες επενδύσεις, οι οποίες απαιτούν μακρύ χρονικό ορίζοντα για να αποσβεστεί το αρχικό κεφάλαιο και να αρχίσουν να αποδίδονται κέρδη. Αυτό αποτελεί βασικό παράγοντα και είναι βέβαιο ότι θα επηρεάσει και την κρίση των ίδιων των εταιρειών, της ExxonMobil για το Ιόνιο και της Chevron για την Κρήτη.
Φυσικά, υπάρχει παράλληλα και η διάσταση της εθνικής αναπτυξιακής και περιβαλλοντικής στρατηγικής. Η Ελλάδα είναι μία μεσογειακή χώρα και η Μεσόγειος θεωρείται διεθνώς από τους ειδικούς το «hot spot» της παγκόσμιας κλιματικής κρίσης. Οι επιστήμονες επισημαίνουν ότι στην Ανατολική Μεσόγειο, λόγω των ιδιαίτερων γεωγραφικών συνθηκών, τα φαινόμενα της κλιματικής αλλαγής εκδηλώνονται με ιδιαίτερη ένταση. Είναι χαρακτηριστικό ότι πρόσφατα καταγράφηκε αύξηση της μέσης θερμοκρασίας της Μεσογείου κατά δύο ολόκληρους βαθμούς Κελσίου. Υπό αυτά τα δεδομένα, η Ελλάδα θα όφειλε να βρίσκεται στην πρωτοπορία της αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής και της προώθησης καθαρών, πράσινων μορφών ενέργειας.
Δηλαδή, την ώρα που μεγάλο μέρος του κόσμου -και κυρίως η Ευρώπη- εγκαταλείπει ή εν πάση περιπτώσει απομακρύνεται σταθερά από τα ορυκτά καύσιμα, φαίνεται να προβάλλεται για την Ελλάδα ένα μοντέλο ανάπτυξης που εξακολουθεί να βασίζεται σε αυτά. Πρόκειται για ένα κρίσιμο ζήτημα, το οποίο δεν τέθηκε επαρκώς στην αρχική φάση του ενθουσιασμού, αλλά είναι εξαιρετικά σοβαρό και απαιτεί ουσιαστικό δημόσιο διάλογο.
Μία ακόμη παρατήρηση όσον αφορά την Κρήτη: Είναι σαφές, βάσει του Διεθνούς Δικαίου και του Δικαίου της Θάλασσας, ότι εκμετάλλευση σε μη οριοθετημένη υφαλοκρηπίδα δεν επιτρέπεται. Στα νότια της Κρήτης δεν υφίσταται οριοθετημένη υφαλοκρηπίδα ούτε Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη στο θαλάσσιο τμήμα μεταξύ Κρήτης και Λιβύης, όπου εκεί θεωρείται ότι υπάρχουν -ή ενδέχεται να υπάρχουν- σημαντικά κοιτάσματα. Συνεπώς, η Ελλάδα θα κληθεί αναπόφευκτα να επιλύσει αυτό το ζήτημα.
Ο μόνος θεσμικά και νομικά αποδεκτός τρόπος είναι η συνεννόηση με τη διεθνώς αναγνωρισμένη κυβέρνηση της Λιβύης, δηλαδή την κυβέρνηση της Τρίπολης. Η διοίκηση Χαφτάρ στην Ανατολική Λιβύη δεν αναγνωρίζεται διεθνώς και, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να αποτελέσει επίσημο συνομιλητή. Πρόκειται, επομένως, για ένα από τα βασικά ζητήματα που θα βρούμε μπροστά μας σε σχέση με τις ενεργειακές συμφωνίες που έχουν συναφθεί και για την οριοθέτηση θαλασσίων ζωνών.
Θα υπάρξει συνέχεια των διεργασιών αυτών και πέραν των περιοχών στις οποίες αναφερθήκαμε;
Θα πρέπει να γίνει διάκριση ανάμεσα στη σημερινή φάση και σε μια δεύτερη φάση που αναμένεται να ακολουθήσει. Η πρώτη αφορά τον Κάθετο Διάδρομο και τη μεταφορά ενέργειας προς την Ουκρανία και την Κεντρική Ευρώπη. Η δεύτερη φάση, όμως, θα σχετίζεται με τη μεταφορά ενέργειας από τη Μέση Ανατολή, τον Περσικό Κόλπο, την Αραβική Θάλασσα και τη Βόρεια Αφρική προς την Ευρώπη. Διότι καθώς η Ευρώπη έχει «παγώσει» ή «παγώνει» την τροφοδοσία από τη Ρωσία, έχει ανάγκη από πολλαπλές και εναλλακτικές πηγές ενέργειας.
Η ενεργειακή αυτή διαδρομή μπορεί να αφορά πετρέλαιο, όσο αυτό εξακολουθεί να χρησιμοποιείται, φυσικό αέριο, ηλεκτρική ενέργεια, αλλά και υδρογόνο, το οποίο αποτελεί το μέλλον της ενέργειας - ιδίως το πράσινο υδρογόνο που παράγεται από ανανεώσιμες πηγές. Όλες αυτές οι ροές ενέργειας θα διέρχονται αναγκαστικά από την Ανατολική Μεσόγειο. Είναι, επομένως, σαφές ότι οι υφιστάμενες διενέξεις στην ευρύτερη περιοχή, οι διακρατικές διαφορές και οι αλληλοεπικαλυπτόμενες διεκδικήσεις σε ΑΟΖ των περισσότερων χωρών της Ανατολικής Μεσογείου, δεν μπορούν να θέτουν σε κίνδυνο ούτε την ενεργειακή τροφοδοσία της Ευρώπης ούτε την ασφάλεια των μεγάλων επενδύσεων που απαιτούνται. Υπό αυτό το πρίσμα, είναι αναπόφευκτο να υπάρξουν ορισμένες διευθετήσεις.
Πέραν των καθαρά ενεργειακών ζητημάτων, ορισμένες από τις ευρύτερες γεωπολιτικές διεργασίες συνδέονται άμεσα με αυτή την ανάγκη σταθεροποίησης. Η προσπάθεια διευθέτησης της σύγκρουσης στη Γάζα, η διεθνής στήριξη στην ομαλοποίηση της κατάστασης στη Συρία, καθώς και η οριοθέτηση ΑΟΖ μεταξύ Ισραήλ και Λιβάνου με αμερικανική μεσολάβηση, αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα τέτοιων κινήσεων. Αντίστοιχα, η προσπάθεια επαναπροσέγγισης του Ισραήλ με μετριοπαθείς αραβικές χώρες, μέσω της επέκτασης των Συμφωνιών του Αβραάμ, εντάσσεται στο ίδιο πλαίσιο. Διότι στον ορίζοντα βρίσκεται και ο IMEC, ο διάδρομος που αφορά την οικονομία, το εμπόριο, την ενέργεια ακόμα και ψηφιακά δεδομένα και αναμένεται να συνδέσει την Ινδία, τη Μέση Ανατολή και την Ευρώπη, περνώντας και αυτός από την Ανατολική Μεσόγειο.
Καθώς θέτετε το ζήτημα διευθετήσεων, τι μπορεί ρεαλιστικά να αναμένει η Αθήνα από τις Ηνωμένες Πολιτείες απέναντι στον αναθεωρητισμό της Τουρκίας; Και ποιον ρόλο αποδίδει η Ουάσινγκτον στην Άγκυρα στο «τερέν» της Ανατολικής Μεσογείου;
Σε όσα συζητούμε εντάσσονται αναπόφευκτα οι ελληνοτουρκικές διαφορές και το Κυπριακό. Δεν είναι δυνατόν να σχεδιάζονται και να υλοποιούνται τόσο σημαντικές ενεργειακές ροές, ενώ Ελλάδα και Τουρκία βρίσκονται σε αντιπαράθεση για τις θαλάσσιες ζώνες και το Κυπριακό να παραμένει ανεπίλυτο. Η Κύπρος βρίσκεται στο γεωγραφικό κέντρο της περιοχής από την οποία θα διέρχεται η ενέργεια και αυτό δημιουργεί πρόσθετες και σοβαρές επιπλοκές. Πέραν του Κυπριακού ως ανοικτού πολιτικού ζητήματος που μπορεί να δημιουργεί περιπλοκές εμμέσως και στα ελληνοτουρκικά, υπάρχει και ένα θέμα που συζητείται λιγότερο αλλά είναι κρίσιμο: μεταξύ της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Τουρκίας δεν έχει οριοθετηθεί ΑΟΖ, καθότι οι δύο πλευρές δεν διατηρούν διπλωματικές σχέσεις εξαιτίας του Κυπριακού. Υπό αυτά τα δεδομένα, υπάρχουν οι εξής πιθανότητες: είτε θα υπάρξει πολιτική βούληση από τα εμπλεκόμενα μέρη για την εξεύρεση αμοιβαία αποδεκτών λύσεων, τόσο στα ελληνοτουρκικά όσο και στο Κυπριακό, είτε κάποια στιγμή θα υπάρξει εξωτερική παρέμβαση τρίτων, που θα ωθεί σε κάποιες ρυθμίσεις.
Το μεγάλο αυτό ζήτημα αφορά άμεσα τον συνολικό σχεδιασμό της εξωτερικής πολιτικής. Τα μέτωπα δεν μπορούν να παραμένουν ανοιχτά επ’ αόριστον - η φύση μισεί τα κενά· το κενό, κάποια στιγμή, καλύπτεται είτε από τις εξελίξεις είτε από παρεμβάσεις. Παράλληλα, είναι σαφές ότι η αμερικανική πολιτική θα αποδώσει ρόλο και στην Τουρκία. Η Τουρκία διαθέτει τη μεγαλύτερη ηπειρωτική υφαλοκρηπίδα στην Ανατολική Μεσόγειο επιπρόσθετα με τον ενισχυμένο γεωπολιτικό ρόλο της, γεγονός που καθιστά αδύνατο τον αποκλεισμό της από τις εξελίξεις.
Ναι μεν στον Κάθετο Διάδρομο η Τουρκία δεν έχει άμεση ανάμειξη -εκεί δεν «παίζει» και δεν της αρέσει-, ωστόσο στην Ανατολική Μεσόγειο έχει και θα έχει λόγο και ρόλο. Και λόγω γεωγραφικής θέσης και του μεγέθους, αλλά και επειδή οι ίδιες οι Ηνωμένες Πολιτείες και ο Ντόναλντ Τραμπ θα επιδιώξουν να της αποδώσουν συγκεκριμένο ρόλο. Είναι αυταπάτη να θεωρούμε ότι θα τα κάνουμε όλα εμείς, η Τουρκία θα μείνει απ’ έξω, πολλώ δε μάλλον ότι θα την απομονώσουμε κιόλας. Απαιτείται, επομένως, ένας νέος, σχεδιασμός στην εξωτερική πολιτική, που να λαμβάνει υπόψη όλους αυτούς τους παράγοντες.
Πώς ακριβώς θεωρείτε ότι θα πρέπει να κινηθεί η ελληνική εξωτερική πολιτική;
Θα έλεγα ότι θα πρέπει να επιταχύνουμε τις διεργασίες του ελληνοτουρκικού διαλόγου, ο οποίος το τελευταίο διάστημα έχει επιβραδυνθεί. Έχουμε ωστόσο τη θετική είδηση ότι στο πρώτο τρίμηνο του 2026 θα συνεδριάσει το Ανώτατο Συμβούλιο Συνεργασίας Ελλάδας-Τουρκίας, στο πλαίσιο του οποίου θα πραγματοποιηθεί και κατ’ ιδίαν συνάντηση των κ.κ. Ερντογάν και Μητσοτάκη στην Άγκυρα. Πρόκειται για μια θετική και ουσιαστική εξέλιξη.
Εξίσου σημαντική είναι και η πρόταση που έχει επανέλθει για σύγκληση Διάσκεψης των χωρών της Ανατολικής Μεσογείου, η οποία υπενθυμίζω πως δεν είναι καινούρια αλλά είχε διατυπωθεί από τον πρώην πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Σαρλ Μισέλ. Η πρόταση προέβλεπε τη διοργάνωση Διάσκεψης των χωρών της Ανατολικής Μεσογείου, με τη μεσολάβηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τη συμμετοχή διεθνών και περιφερειακών οργανισμών, με αντικείμενο την ασφάλεια, την ενέργεια και τις Αποκλειστικές Οικονομικές Ζώνες. Τότε η Ελλάδα είχε υιοθετήσει επιφυλακτική στάση, η οποία, κατά την άποψή μου, ήταν λανθασμένη. Σήμερα, ιδίως μετά την αμερικανική διαμεσολάβηση ιδίως για το ζήτημα Ελλάδας-Λιβύης και Αιγύπτου-Λιβύης, καθίσταται σαφές ότι μια τέτοια Διάσκεψη είναι αναγκαία, προφανώς με τη συμμετοχή και της Τουρκίας ως σημαντικού περιφερειακού παράγοντα.
Παράλληλα, παρατηρείται τους τελευταίους μήνες αυξημένο ενδιαφέρον εκ μέρους του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ, Αντόνιο Γκουτέρες, για την επίλυση του Κυπριακού, κάτι που θα πρέπει να τονιστεί καθώς δεν λαμβάνει μεγάλη δημοσιότητα στην ελλαδική πραγματικότητα. Ειδικά η εκλογή στην ηγεσία των Τουρκοκυπρίων του Τουφάν Ερχιουρμάν -ο οποίος είναι μετριοπαθής και μιλά για ομοσπονδιακού τύπου λύση και όχι για λύση δύο κρατών που ήταν η γραμμή της προηγούμενης αδιάλλακτης τουρκοκυπριακής ηγεσίας- φαίνεται ότι θα μπορούσε να δημιουργήσει προϋποθέσεις για να προχωρήσουμε έστω σε μία σειρά συνεννοήσεων σε αυτή την κατεύθυνση. Ωστόσο, όπως πάντα, το καθοριστικό στοιχείο παραμένει η πολιτική βούληση· χωρίς αυτήν, καμία διαδικασία δεν μπορεί να προχωρήσει.
Δεδομένου ότι βρισκόμαστε σε μία εποχή όπου το κλασικό εγχειρίδιο της διπλωματίας έχει μάλλον πάψει να υφίσταται και το καινούριο δεν έχει γραφεί ακόμη, θα πρέπει να μας ανησυχεί το ενδεχόμενο μίας ενδεχόμενης εξωτερικής παρέμβασης, όπως αναφέρετε;
Κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει με βεβαιότητα πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα, ιδίως σε μια περίοδο έντονης αβεβαιότητας όπως αυτή της προεδρίας Τραμπ. Ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο εκτιμώ ότι η Ελλάδα θα πρέπει να επιταχύνει τον ελληνοτουρκικό διάλογο και, μάλιστα, να εισέλθει στον σκληρό πυρήνα των ελληνοτουρκικών διαφορών. Δεν αρκεί ο διάλογος να περιορίζεται στα «εύκολα» και δευτερεύοντα ζητήματα. Βεβαίως, τα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης, που αφορούν τον τρόπο διεξαγωγής των ασκήσεων στο Αιγαίο, καθώς και η συνεργασία στους τομείς της οικονομίας, του τουρισμού, του περιβάλλοντος και της πολιτικής προστασίας, είναι σημαντικά και θετικά βήματα. Όμως κάποια στιγμή η συζήτηση πρέπει να στραφεί και στα ζητήματα του σκληρού πυρήνα.
Σήμερα υπάρχει, πράγματι, μια γενικότερη βούληση και από τις δύο πλευρές να μην υπάρξει ένταση. Κανείς, όμως, δεν γνωρίζει τι μπορεί να συμβεί αύριο. Ζούμε σε έναν απρόβλεπτο κόσμο. Δεν γνωρίζουμε αν στην Τουρκία θα προκύψει μία διαφορετική κυβέρνηση και ένας διαφορετικός πρόεδρος ή αν αλλάξουν οι συνθήκες και «χρειάζεται» να χρησιμοποιηθούν τα θέματα εξωτερικής πολιτικής για εσωτερική πολιτική κατανάλωση. Για τον λόγο αυτό, αλλά και ακριβώς γιατί γνωρίζουμε ότι ο Ντόναλντ Τραμπ δεν λειτουργεί με βάση το Διεθνές Δίκαιο ούτε δείχνει ιδιαίτερο σεβασμό στους διεθνείς κανόνες, θεωρώ ότι είναι προς το συμφέρον όλων -και όχι μόνο της Ελλάδας- να επιταχυνθεί η εξεύρεση λύσεων είτε μέσω διαπραγματεύσεων είτε μέσω προσφυγής στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης.
Παράλληλα, θα πρέπει να προχωρήσει και η επίλυση του Κυπριακού, όσο υπάρχει ενεργό διεθνές ενδιαφέρον - διότι χωρίς διεθνή παρέμβαση το Κυπριακό δεν μπορεί να κινηθεί. Ποιος, άλλωστε, θα ασκήσει πίεση στην Τουρκία εάν δεν υπάρχει διεθνής εμπλοκή; Σε κάθε τέτοια διαδικασία είναι σαφές ότι θα χρειαστούν και ανταλλάγματα. Όσο, όμως, διατηρείται το ενδιαφέρον του διεθνούς περίγυρου, υπάρχουν περιθώρια να γίνουν βήματα. Κατά τη γνώμη μου, αυτές οι συνθήκες θα πρέπει να αξιοποιηθούν στο έπακρο, διότι κανείς δεν γνωρίζει τι επιφυλάσσει το μέλλον.
Διαφορετικά, υπάρχει πάντοτε το ενδεχόμενο παρέμβασης εξωτερικών παραγόντων, ενδεχομένως με τρόπους λιγότερο προβλέψιμους ή πιο πιεστικούς, στο στυλ του Τραμπ. Υπενθυμίζω ότι η οριοθέτηση ΑΟΖ μεταξύ Λιβάνου-Ισραήλ πραγματοποιήθηκε με αμερικανική μεσολάβηση - βεβαίως επί προεδρίας Μπάιντεν. Πρέπει να σημειωθεί ότι ο Λίβανος και το Ισραήλ δεν διατηρούν διπλωματικές σχέσεις και βρίσκονται ουσιαστικά σε εμπόλεμο καθεστώς. Παρ’ όλα αυτά, η συγκεκριμένη διαδικασία απέδωσε ένα θετικό αποτέλεσμα, ακριβώς επειδή υπήρξε μεσολάβηση και πολιτική βούληση. Αυτό δείχνει ότι, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, ακόμη και ιδιαίτερα δύσκολα ζητήματα μπορούν να οδηγηθούν σε λύσεις. Ωστόσο, κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει εκ των προτέρων πώς θα εξελιχθούν αντίστοιχες διαδικασίες στο μέλλον.
Σε ποιο βαθμό μπορεί να βασιστεί η Ελλάδα στη συμμαχία της με τις Ηνωμένες Πολιτείες όσον αφορά την αμυντική και διπλωματική της θωράκιση; Και πόσο μας επηρεάζουν τα «ταραγμένα νερά» στις σχέσεις Ηνωμένων Πολιτειών-Ευρώπης;
Η Ελλάδα βρίσκεται ουσιαστικά «ενδιάμεσα»: δηλαδή αποτελεί κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης -και πρέπει να παραμείνει στον πυρήνα της-, ενώ ταυτόχρονα επιδιώκει να έχει, ει δυνατόν, και προνομιακές σχέσεις με τις ΗΠΑ. Η ισορροπία αυτή θα είναι πολύ δύσκολη, σύνθετη και απαιτητική, ειδικά επί εποχής Τραμπ όταν η απόκλιση της Ουάσινγκτον από την ΕΕ έχει αυξηθεί και μπορεί να αυξηθεί και ακόμη περισσότερο επί τη βάση και του νέου δόγματος Εθνικής Ασφαλείας των ΗΠΑ.
Απαιτούνται ιδιαίτερα λεπτοί χειρισμοί για να μπορέσει να διατηρηθεί αυτή η ισορροπία. Δεν γνωρίζουμε τις εξελίξεις του αύριο και ούτε μπορεί να εκτεθεί η Ελλάδα στους Ευρωπαίους εταίρους, ούτε και να αποκλίνει από τη γραμμή των βασικών ευρωπαϊκών δυνάμεων, όπως η Γαλλία και η Γερμανία, ενώ φυσικά θα πρέπει να διατηρεί και καλές, ομαλές και παραγωγικές σχέσεις με τις Ηνωμένες Πολιτείες σε μία περίοδο κατά την οποία τα συμφέροντα ΕΕ και ΗΠΑ δεν συμπίπτουν πάντα - το λέω… ήπια.
Πώς βλέπετε τη δυναμική του Σχήματος «3+1» στην περιοχή;
Το Σχήμα «3+1» (Ελλάδα-Κύπρος-Ισραήλ συν ΗΠΑ) έχει παραμείνει σε μεγάλο βαθμό σε διακηρυκτικό επίπεδο. Για μεγάλο χρονικό διάστημα ήταν ουσιαστικά παγωμένο και μόλις πρόσφατα «επανεμφανίστηκε» σε επίπεδο υπουργών Ενέργειας, με την έκδοση μιας κοινής διακήρυξης. Προσωπικά δεν θεωρώ ότι πρόκειται για ένα σχήμα που μπορεί να αποδώσει ουσιαστικά, και αυτό για δύο βασικούς λόγους: Πρώτον, το «3+1» αποκλείει a priori την Τουρκία. Όπως έχουμε ήδη επισημάνει, αυτή ούτε ήταν, ούτε και είναι, η πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών. Μπορεί να «πάγωσε» κάπως η σχέση ΗΠΑ-Τουρκίας επί Μπάιντεν, αλλά η Ουάσινγκτον δεν αντιμετώπισε ποτέ θετικά σχήματα που αφήνουν την Τουρκία εκτός. Πολλώ δε μάλλον σήμερα, με μια προεδρία Τραμπ που διατηρεί σαφώς πιο προνομιακές σχέσεις με τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν - κάτι που το βλέπουμε και στην πράξη.
Δεύτερον, το Σχήμα «3+1» έρχεται πλέον σε αντίφαση με την πρόταση για τη σύγκληση Διάσκεψης των χωρών της Ανατολικής Μεσογείου. Η υποστήριξη της διεξαγωγής μιας τέτοιας διάσκεψης, στην οποία θα συμμετέχει και η Τουρκία -και ορθώς, καθώς αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του ζητήματος της Ανατολικής Μεσογείου- δεν συμβαδίζει με τη στρατηγική επένδυση σε σχήματα που την αποκλείουν. Εγείρεται μία πολιτική αντίφαση που απαιτεί διασαφήνιση ως προς το τι ακριβώς επιδιώκουμε.
Είναι θετικό να υπάρχουν επί μέρους δίαυλοι επικοινωνίας και συνεργασίας, όπως π.χ. με το Ισραήλ. Όμως, στη σημερινή συγκυρία, δεν μπορούν να αποτελέσουν τον βασικό στρατηγικό άξονα της εξωτερικής πολιτικής. Μπορούν να λειτουργήσουν ως τακτικές κινήσεις, ως ελιγμοί, αλλά όχι ως στρατηγική. Όταν, μάλιστα, η ίδια η ελληνική κυβέρνηση, δια στόματος του πρωθυπουργού, έχει ταχθεί υπέρ μιας Διάσκεψης των χωρών της Ανατολικής Μεσογείου με τη συμμετοχή της Τουρκίας, είναι σαφές ότι δεν μπορούν να καλλιεργούνται υψηλές προσδοκίες από το «3+1».
Από την άλλη πώς θα βρεθούν Τουρκία και Κυπριακή Δημοκρατία στο ίδιο τραπέζι;
Αυτό αποτελεί ένα ξεχωριστό και ιδιαίτερα σύνθετο θέμα και το οποίο αυτή τη στιγμή αποτελεί αντικείμενο επεξεργασίας. Προσωπικά πάντοτε πιστεύω πως το κλειδί είναι η πολιτική βούληση. Η μορφή μιας διάσκεψης δεν είναι προκαθορισμένη ούτε δεσμευτική. Υπάρχουν πολλές πιθανές εκδοχές. Για παράδειγμα, οι Τουρκοκύπριοι θα μπορούσαν να συμμετάσχουν με καθεστώς παρατηρητή, ίσως άτυπα. Υπάρχουν ενδιάμεσες λύσεις που μπορούν να βρεθούν. Σας θυμίζω επίσης ότι όταν καλείται η Τουρκία σε συνεδριάσεις της Ε.Ε. κάθεται στο τραπέζι μαζί με την Κυπριακή Δημοκρατία, χωρίς αυτό να σημαίνει διπλωματική αναγνώριση. Οι διπλωμάτες, άλλωστε, διαθέτουν μεγάλη εμπειρία και ευρηματικότητα σε τέτοιου είδους ζητήματα. Θα μπορούσαν επίσης να προστεθούν και άλλες χώρες της Ανατολικής Μεσογείου, όπως το Ισραήλ, ο Λίβανος, η Συρία, ακόμη και η Παλαιστινιακή Αρχή, λόγω της Γάζας η οποία διαθέτει ακτογραμμή στη Μεσόγειο.
Το σχήμα της Διάσκεψης θα προκύψει εφόσον υπάρξει συμφωνία ως προς τον στόχο και το περιεχόμενό της. Εάν υπάρξει συμφωνία, τα σχήματα θα βρεθούν. Δεν προηγείται το σχήμα της συμφωνίας· προηγείται η πολιτική βούληση. Αυτή η διαδικασία προετοιμασίας δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί, ωστόσο αναδεικνύει ακριβώς την ανάγκη να καθίσουν όλοι οι εμπλεκόμενοι στο ίδιο τραπέζι διότι οι αλληλοεπικαλυπτόμενες διεκδικήσεις στα διεθνή ύδατα της Ανατολικής Μεσογείου αφορούν σχεδόν όλες τις χώρες της περιοχής.
Η Ελλάδα έχει ανοιχτά ζητήματα ακόμα και με την Αίγυπτο, όπως φάνηκε πρόσφατα με τις αντιδράσεις του Καΐρου σε ζητήματα θαλάσσιου χωροταξικού σχεδιασμού. Αντίστοιχα, στο παρελθόν, όταν έγινε η οριοθέτηση ΑΟΖ μεταξύ Κύπρου και Ισραήλ, ο Λίβανος είχε εκφράσει έντονες αντιρρήσεις, θεωρώντας ότι παραβιάζονταν δικά του δικαιώματα στην ανοιχτή θάλασσα. Αντιδράσεις είχε εκφράσει ακόμη και η Παλαιστινιακή Αρχή, λόγω των υδάτων στα ανοιχτά της Γάζας. Χρειάστηκε πρώτα να επιλυθεί το ζήτημα Ισραήλ-Λιβάνου, για να καταστεί δυνατή στη συνέχεια η συμφωνία Κύπρου-Λιβάνου.
Επιχειρώ να καταδείξω την πολυπλοκότητα της κατάστασης στην Ανατολική Μεσόγειο. Να αποσαφηνίσουμε επίσης, ότι όταν συζητούμε για υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ, αναφερόμαστε σε διεθνή ύδατα και όχι για χωρικά ύδατα τα οποία είναι ζητήματα εθνικής κυριαρχίας. Η βασική αρχή του Δικαίου της Θάλασσας είναι ότι οι ΑΟΖ οριοθετούνται αποκλειστικά μέσω Συμφωνιών που είναι αμοιβαία αποδεκτές και επωφελείς. Η μονομερής οριοθέτηση δεν αναγνωρίζεται από το Δίκαιο της Θάλασσας. Συνεπώς, η οδός είναι μία: συμφωνία. Και συμφωνία σημαίνει διαπραγμάτευση. Και διαπραγμάτευση σημαίνει ευελιξία και έναν βαθμό συμβιβασμού.
