Ευρώπη 2025-2026
Γ. Μανιάτης

Ευρώπη 2025-2026

Μια ακόμη χρονιά καμπής για την Ευρώπη ολοκληρώνεται. Ο συνεχιζόμενος πόλεμος στην Ουκρανία, η επιστροφή του Ντόναλντ Τραμπ στην προεδρία των ΗΠΑ, αλλά και η όξυνση των σχέσεων της ΕΕ με την Κίνα, διαμόρφωσαν ένα εκρηκτικό μείγμα γεωπολιτικών εξελίξεων και αυξημένης αβεβαιότητας.

Οι αλλεπάλληλες αυτές αναταράξεις οδήγησαν νομοτελειακά την Ένωση σε πολιτική αφύπνιση, αναγκάζοντάς την σε πολλές περιπτώσεις να επανεξετάσει και να επαναπροσδιορίσει τόσο τον ρόλο, όσο και τις φιλοδοξίες της.

Το 2025 βρήκε την Ευρωπαϊκή Ένωση αντιμέτωπη με κρίσιμα διλήμματα για το μέλλον της: Στρατηγική Αυτονομία, ή διαρκής εξάρτηση από παραδοσιακούς «συμμάχους», ελεύθερο εμπόριο ή προστασία της εγχώριας ευρωπαϊκής βιομηχανίας, συνεργασία με χώρες όπως η Κίνα, ή ολική αποσύνδεση;

Με το έτος που διανύουμε να φεύγει με ακόμα περισσότερα ερωτήματα και ελάχιστες απαντήσεις, το 2026 προδιαγράφεται ως έτος στρατηγικών αποφάσεων για την Ένωση. Αποφάσεις σε συγκεκριμένους τομείς που θα καθορίσουν αποφασιστικά τη θέση της στην ευρύτερη γεωπολιτική σκακιέρα. Με μόνη αισιόδοξη νότα, ότι οι μεγάλες δομικές μεταρρυθμίσεις της έγιναν με αφορμή, ή ως αποτέλεσμα σημαντικών κρίσεων.

I. ΕΝΕΡΓΕΙΑ

Στην ενέργεια κατά το 2025 οι αναδυόμενες οικονομίες απέκτησαν ολοένα και μεγαλύτερη επιρροή στη διαμόρφωση της δυναμικής της παγκόσμιας αγοράς. Η κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας συνέχισε να αυξάνει ταχύτερα από τη συνολική ζήτηση ενέργειας, οι Ανανεώσιμες Πηγές (με πρωταθλητή τα φωτοβολταϊκά) διατήρησαν την ραγδαία ανάπτυξή τους, ακόμα και στις χώρες - μεγάλους ρυπαντές (Κίνα, Ινδία), ενώ ταυτόχρονα ενισχύθηκαν οι κίνδυνοι για την ενεργειακή Ασφάλεια.

Προστέθηκαν νέες ευπάθειες, ιδίως στις αλυσίδες εφοδιασμού για Κρίσιμα Ορυκτά, οι οποίες είναι ιδιαίτερα συγκεντρωμένες (Κίνα), ενώ οι ενεργειακές υποδομές είναι πιο εκτεθειμένες σε κυβερνοεπιθέσεις, ακραία καιρικά φαινόμενα και άλλες απειλές. Ειδικότερα η ΕΕ, διατήρησε τους υψηλούς ρυθμούς ενεργειακής (πράσινης) μετάβασης, ταυτόχρονα όμως, εκκίνησε μια διαδικασία προώθησης (μαζί με την Αειφορία), των στόχων Ενεργειακής Ασφάλειας και Οικονομικότητας.

Αυτό ανιχνεύεται σε πρωτοβουλίες όπως η σταδιακή κατάργηση της εξάρτησης από ταρωσικά καύσιμα, η Συμφωνία για τη Καθαρή Βιομηχανία, αλλά και τα πρόσφατα πακέτα για τα Δίκτυα και τις Ορυκτές Πρώτες Ύλες.

Το 2026 θα είναι έτος επιτάχυνσης της παραπάνω πορείας. Είναι πλέον σαφές ότι η επίτευξη των κλιματικών στόχων, απαιτεί ταυτόχρονα τη διασφάλιση της Οικονομικότητας και της Ενεργειακής Ασφάλειας. Κύρια εργαλεία θα πρέπει να αποτελούν η επιτάχυνση της Εξοικονόμησης Ενέργειας, η ανάπτυξη νέων Δικτύων και συστημάτων Αποθήκευσης, η διαχείριση της ζήτησης (demand response) με όρους οικονομικότητας, η καλύτερη εποπτεία και λειτουργία της αγοράς και πρωτίστως η δημιουργία ενός πλαισίου που θα επιτρέψει τόσο οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις (πρώτων υλών, μεταποίησης, ανακύκλωσης κτλ), όσο και οι Ευρωπαίοι πολίτες (ως εργαζόμενοι και ως αυτο-παραγωγοί ενέργειας), να συμμετέχουν ενεργά στην ενεργειακή μετάβαση, δημιουργώντας προστιθέμενη αξία στο ΑΕΠ της ΕΕ και των κρατών - μελών της.

II. ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ AMYNA

Το 2025 οι γεωπολιτικές εξελίξεις στην ευρύτερη περιοχή μας, αναγκάζουν την Ευρώπη να αλλάξει τον τρόπο δράσης της στα διεθνή fora. Σε μία εποχή που η πολυμερής συνεργασία υποχωρεί, οι διεθνείς οργανισμοί έχουν απωλέσει σχεδόν κάθε επίπεδο ισχύος και οι διεθνείς σχέσεις γίνονται όλο και πιο συναλλακτικές, το δόγμα της «ήπιας ισχύος» δεν είναι πια επαρκής προϋπόθεση γεωπολιτικής επιβίωσης.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση που δημιουργήθηκε από τις στάχτες του Δευτέρου Παγκοσμίου Πόλεμου ήταν, είναι και θα συνεχίσει να είναι ένα ειρηνικό σχέδιο συνεργασίας. Όμως είναι πλέον ξεκάθαρο ότι η εξάρτηση από τις ΗΠΑ για την Άμυνά μας δεν μπορεί να συνεχιστεί, καθώς όπως έγινε ξεκάθαρο και στη νέα αμερικανική Εθνική Στρατηγική για την Ασφάλεια, που δημοσιεύθηκε τις προηγούμενες εβδομάδες, δεν έχουμε σε πολλές περιπτώσεις τα ίδια συμφέροντα.

Κατά τη διάρκεια του 2025 είδαμε την Ευρωπαϊκή Eπιτροπή να ανακοινώνει το πρόγραμμα ReArmEU για την ενίσχυση των αμυντικών δαπανών των κρατών μελών, ύψους 800 δισεκατομμυρίων ευρώ μέχρι το 2030, με τα 650 να προέρχονται από την ενεργοποίηση της ρήτρας διαφυγής και τα 150 ως χαμηλότοκα δάνεια από το πρόγραμμα SAFE.

Στα χρήματα αυτά προστίθενται και οι εθνικές αμυντικές δαπάνες που μόνο το 2025 αναμένεται να πλησιάσουν τα 400 δισεκατομμύρια. Οι συνθήκες αυτές δημιουργούν μία σειρά από σημαντικές προκλήσεις, που αν τις εκμεταλλευθούμε σωστά, μπορούν να έχουν πολύ θετικά αποτελέσματα τόσο σε ευρωπαϊκό, όσο και εθνικό επίπεδο.

Μέχρι σήμερα, το 80% των εξοπλισμών μας προέρχεται από τρίτες χώρες, με το 70% από τις ΗΠΑ. Ιδιαίτερα τώρα που οι αμυντικές δαπάνες αυξάνονται σημαντικά, οφείλουμε να αντιστρέψουμε το ποσοστό αυτό, και να αυξήσουμε τη συμμετοχή των ευρωπαϊκών εταιρειών, ώστε να μειώσουμε τις εξαρτήσεις μας από τρίτες χώρες, αλλά και να χρησιμοποιήσουμε τα χρήματα αυτά για τη δημιουργία πολλών και καλών θέσεων εργασίας σε όλη την Ευρώπη.

Για να το πετύχουμε αυτό, απαιτείται η υιοθέτηση μίας ισχυρής Αρχής Ευρωπαϊκής Προτίμησης (European Preference) στους κανονισμούς. Αυτό το καταφέραμε στον κανονισμό EDIP, το Ευρωπαϊκό Πρόγραμμα για την Αμυντική Βιομηχανία, όπου ήμουν ο εισηγητής των Σοσιαλιστών στην Επιτροπή Βιομηχανίας, Έρευνας και Ενέργειας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

Σε αυτό το πλαίσιο, αξίζει να σημειώσουμε ότι και ως χώρα δημιουργούνται πολλές ευκαιρίες για την ενίσχυση και ανάπτυξη της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας, Μικρομεσαίων, αλλά και μεγαλύτερων επιχειρήσεων, ιδιαίτερα μέσω της συνεργασίας με άλλες ευρωπαϊκές χώρες.

Αρκεί να έχουμε ολοκληρωμένο σχέδιο και συγκροτημένη στρατηγική και να μην αφήσουμε και αυτή την ευκαιρία να περάσει ανεκμετάλλευτη.

Παράλληλα, θα πρέπει να προστατεύσουμε τις κοινωνικές δαπάνες. Είναι ανώφελο (ουσιαστικά αυτοκτονικό), να αυξήσουμε τις αμυντικές δαπάνες, αν αυτό οδηγήσει στην μεγέθυνση των κοινωνικών ανισοτήτων, μειώνοντας ταυτόχρονα την Ανθεκτικότητα των κοινωνιών μας. Για τον λόγο αυτό, προτείνουμε τη δημιουργία ενός νέου Ταμείου Ευρωπαϊκής Κυριαρχίας, με κοινό δανεισμό για επενδύσεις σε Άμυνα, Ψηφιακή και Πράσινη Μετάβαση, καθώς και την ενίσχυση της Ευρωπαϊκής Ανταγωνιστικότητας. Σε εθνικό επίπεδο, είναι εξίσου σημαντικό να βάλουμε με αποφασιστικότητα κι επιμονή, στο Ευρωπαϊκό τραπέζι το ζήτημα των αυξανόμενων εντάσεων και εθνικών ανταγωνισμών στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου.

Η Ευρώπη δεν είναι αντιμέτωπη μόνο με τον Ρωσικό αναθεωρητισμό, αλλά και με τον Τουρκικό και αυτό δεν πρέπει να επιτρέπουμε στους εταίρους μας να το υποτιμούν, ούτε να το αφήνουμε να «ξεχαστεί». Αντίθετα, απαιτείται να το θέτουμε σε κάθε ευκαιρία, ώστε και οι δύο αυτές αυταρχικές δυνάμεις να αντιμετωπίζονται αναλόγως.

III. Ο ΝΕΟΣ ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΕΕ (2028-2034)

Τον Ιούλιο του 2025 η Πρόεδρος της Επιτροπής Ούρσουλα Φον ντερ Λάιεν, παρουσίασε την πρότασή της για το πολυαναμενόμενο Πολυετές Δημοσιονομικό Πλαίσιο (ΠΔΠ) της περιόδου 2028 - 2034, ανοίγοντας έναν κύκλο έντονων αντιπαραθέσεων και πολωμένων συζητήσεων μεταξύ Ευρωκοινοβουλίου, Συμβουλίου και Επιτροπής.

Ο προϋπολογισμός της ΕΕ δεν είναι απλώς ένα οικονομικό εργαλείο, αλλά και ένας καθοριστικός παράγοντας γεωπολιτικής ισχύος. Οι επιλογές χρηματοδότησης σε ευρωπαϊκό επίπεδο, δεν αντανακλούν μόνο τις στρατηγικές προτεραιότητες της Ένωσης, αλλά ταυτόχρονα καθορίζουν και το αν η Ευρώπη θα καταφέρει να επαναπροσδιοριστεί σε έναν αυτόνομο και αξιόπιστο γεωπολιτικό πόλο, μέσα στα επόμενα 7 χρόνια.

Απαραίτητη προϋπόθεση γι’ αυτό, ο νέος προϋπολογισμός της Ένωσης να προτεραιοποιεί μέσω των δράσεων του μια ευρύτερη και πιο συμπεριληπτική Στρατηγική για την Ανθεκτικότητα. Μια Στρατηγική που δεν θα επικεντρώνεται κυρίως, ή αποκλειστικά σε θέματα Άμυνας κι Ενέργειας, το οποία είναι αδιαμφισβήτητα σημαντικά, αλλά θα προσεγγίζει και τη συνολικότερη ικανότητα των κοινωνιών και των οικονομιών τους να αντέχουν σε εποχές πολυκρίσεων και να μετασχηματίζονται. Ανθεκτικότητα που πλην της αμυντικής κι ενεργειακής διάστασης, έχει επιπλέον την κοινωνική, την κλιματική και την ψηφιακή.

Σε αντίθεση λοιπόν με την προσέγγιση της Προέδρου της Επιτροπής, Ούρσουλας Φον ντερ Λάιεν, που δημιουργεί εθνικά «Υπερταμεία» αρμοδιότητας μόνο των εθνικών κυβερνήσεων, με αποκλεισμό Δήμων και Περιφερειών, και συνενώνει (έως τώρα αυτόνομες) πολιτικές της ΕΕ, μια τέτοια Στρατηγική Ανθεκτικότητας απαιτεί ακέραιες και αυτόνομες την Πολιτική Συνοχής και την Κοινή Αγροτική Πολιτική (Κ.Α.Π.).

Δύο πολιτικές αναντικατάστατες, που όχι μόνο προφυλάσσουν και ενισχύουν την εσωτερική συνοχή της Ένωσης, αλλά κυρίως συμβάλλουν στη διατήρηση της Ευρώπης της Αλληλεγγύης και την αδιάλειπτη εφαρμογή του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Συμβολαίου.Είναι λοιπόν εξαιρετικά σημαντικό, ο νέος προϋπολογισμός της ΕΕ να δημιουργεί όλες τις απαραίτητες προϋποθέσεις για την ενίσχυση του ρόλου της σε έναν ασταθή και συνεχώς μεταβαλλόμενο κόσμο, μετατρέποντάς την από έναν μέχρι και σήμερα γεωπολιτικό θεατή, σε πρωταγωνιστή των μελλοντικών εξελίξεων.


*Καθ. Γιάννης Μανιάτης, Ευρωβουλευτής, Αντιπρόεδρος Ευρωπαίων Σοσιαλιστών και Δημοκρατών (S&D), Πρ. Υπουργός Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής