Ρόμπερτ Ρέντφορντ: To Χόλιγουντ, η εσωτερική λάμψη και η ζωγραφική
Photo by Joel Ryan/Invision/AP
Photo by Joel Ryan/Invision/AP

Ρόμπερτ Ρέντφορντ: To Χόλιγουντ, η εσωτερική λάμψη και η ζωγραφική

«Δεν είμαι άνθρωπος του Χόλιγουντ», είχε υποστηρίξει το 1970 ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ.«Δεν μπορείς να διαχειρίζεσαι μια μορφή τέχνης σαν επιχείρηση πια. Οι ταινίες δεν είναι σαν τις ηλεκτρικές σκούπες ή τα ψυγεία. Αυτή η προσέγγιση με αηδιάζει», είχε διευκρινίσει τότε, έχοντας διαπιστώσει ότι η πάλη ενάντια στο κινηματογραφικό σύστημα του Χόλιγουντ ήταν ακόμα πιο δύσκολη από το να γυρίσει μια δύσκολη ταινία.

Έχοντας αποβιώσει την Τρίτη σε ηλικία 89 ετών, το άλλοτε χρυσό παιδί του αμερικανικού κινηματογράφου για περισσότερα από 50 χρόνια, ήταν πολύ διαφορετικός από τους υπόλοιπους αστέρες του σινεμά. Ήταν μεν ένας γοητευτικός σταρ του κινηματογράφου, αλλά πάντα κάτι περισσότερο από ένα όμορφο πρόσωπο· ένας σταρ που συνέχισε να σκηνοθετεί, να παράγει και έπειτα να υποστηρίζει τους ανεξάρτητους κινηματογραφιστές.

Από τους σημαντικότερους κινηματογραφικούς αστέρες της δεκαετίας του 1970, πέρασε με ευκολία από το νέο κύμα του Χόλιγουντ στην mainstream κινηματογραφική βιομηχανία, πριν γίνει επίσης βραβευμένος με Όσκαρ σκηνοθέτης και παραγωγός στις επόμενες δεκαετίες. Διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στην καθιέρωση του αμερικανικού ανεξάρτητου κινηματογράφου, συνιδρύοντας το φεστιβάλ κινηματογράφου Sundance, το οποίο λειτούργησε ως πλατφόρμα για ταινίες όπως «Reservoir Dogs», «The Blair Witch Project», «Donnie Darko», «Fruitvale Station» και «Coda».

«Εσωτερική λάμψη»

Κατά μία άποψη, η ομορφιά του ανταποκρινόταν στο μυθικό στερεότυπο της Καλιφόρνιας, ή σε αυτό που ο Ντάστιν Χόφμαν αποκαλούσε «περπατώντας σαν σανίδα του σερφ». Ένας κριτικός είχε πει ότι ο Ρέντφορντ είχε «μια φυσική χάρη και μια εσωτερική λάμψη που μερικές φορές τον κάνει να φαίνεται σαν να φωτίζεται από μέσα». Ο ίδιος, ωστόσο, θεωρούσε ότι η ομορφιά του ήταν περισσότερο εμπόδιο για την καριέρα του.

Αμήχανος για την εμφάνισή του, είχε περιγραφεί από τον Σίντνεϊ Πόλακ ως «μια ενδιαφέρουσα μεταφορά για την Αμερική, ένα χρυσό παιδί με μια σκοτεινή πλευρά». Σε πολλούς από τους χαρακτήρες που υποδύθηκε, προσέθετε ένα ειρωνικό χιούμορ το οποίο υπονοούσε έναν πιο περίπλοκο χαρακτήρα. «Επεκτάθηκε» όσο μπορούσε κινηματογραφικά, δηλώνοντας κάποτε: «Με ενδιαφέρει να υποδύομαι κάποιον που παίζει με 10 διαφορετικούς τρόπους».

Οι ήρωες που υποδυόταν είθιστο να ήταν ρομαντικά ατελείς, γι' αυτό και ήταν ιδανικός για τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην ταινία «Ο Υπέροχος Γκάτσμπι» (1974). Ορισμένες από τις ταινίες στις οποίες εμφανίστηκε φέρουν τους τίτλους «Τα καλύτερά μας χρόνια» (1973), «Πέρα από την Αφρική» (1985), «Γητευτής των αλόγων» (1998), «Το Κεντρί» (1973) για το οποίο και είχε προταθεί για Όσκαρ Α’ Ανδρικού Ρόλου, «Ο πρωταθλητής του ιλίγγου» (1969) για την οποία και κέρδισε το βραβείο BAFTA καλύτερου ηθοποιού.

«Ο Μπαρντό του αμερικανικού σινεμά»

Φημολογείτο ότι η αμερικανική κινηματογραφική βιομηχανία προσπαθούσε να μιμηθεί το στυλ και την ανεμελιά των σκηνοθετών της Γαλλικής Νέας Κύμας – και ο Ρέντφορντ έγινε, για λίγο, ο Μπαρντό του αμερικανικού νέου κύματος, αλλά με αυτογνωσία και μια κωμική αυτοσαρκαστική διάθεση που τον έκαναν ακαταμάχητο. Ήταν ένας κωμικός ηθοποιός με ταλέντο, μπορούσε επίσης να σταθεί επάξια και σε δραματικούς ρόλους.

Ωστόσο, με την πάροδο των χρόνων, ο τρόπος υποκριτικής του έγινε κάπως ελεγχόμενος και συντηρητικός, αν και παρέμεινε ένας από τους κορυφαίους σταρ του κινηματογράφου. Έπαιξε απέναντι στην Μέριλ Στριπ στην ταινία «Πέρα από την Αφρική» (1985) και αναπόφευκτα έμεινε στη σκιά της. Στη δεκαετία του '90, ήταν ακόμα ο ρομαντικός πρωταγωνιστής στην ταινία «Up Close & Personal» απέναντι στην Μισέλ Φάιφερ.

Ήταν επίσης η εποχή που ο Ρέντφορντ άρχισε να ασχολείται με τη σκηνοθεσία – το όνομά του ανεγράφετο δίπλα σε τίτλους ταινιών όπως «Ordinary People» (1980), οι περιβαλλοντικού θέματος «The Milagro Beanfield War» (1988) και «A River Runs Through It» (1992) οι οποίες ωστόσο δεν έτυχαν του ενθουσιασμού κοινού και κριτικών. Σε αντίθεση με τη σάτιρα των μέσων ενημέρωσης «Quiz Show» (1994), την ιστορία των σκανδάλων με τα στημένα τηλεοπτικά παιχνίδια της δεκαετίας του 1950.

Αγάπη του η ζωγραφική

Πλην της υποκριτικής και της σκηνοθεσίας, ήταν πρώτης τάξεως παίκτης αμερικανικού ποδοσφαίρου και μπέιζμπολ και –εάν είχε αφοσιωθεί εξ ολοκλήρου– θα μπορούσε να είχε γίνει γνωστός και ως τενίστας. Αγωνίστηκε για περιβαλλοντικά ζητήματα και για τα δικαιώματα των ιθαγενών Αμερικανών. Μα η πορεία του στον κινηματογράφο έχει τις ρίζες της στη ζωγραφική, την κρυφή του αγάπη.

Η ιστορία πηγαίνει πίσω στα τέλη της δεκαετίας του ’50, οπότε και περιπλανήθηκε στην Ευρώπη για πάνω από έναν χρόνο, συναναστρεφόμενος καλλιτέχνες, φοιτητές και διανοούμενους. Ξέμεινε από χρήματα στη Φλωρεντία, αλλά γνώρισε έναν καθηγητή που του οργάνωσε έκθεση με τα έργα του. Τα κέρδη που είχε από εκείνη την έκθεση του κάλυψαν τα έξοδα της επιστροφής στην πατρίδα του. Όταν επέστρεψε, η ανησυχία του τον κυρίευσε ξανά. Κατέληξε να γίνει ηθοποιός, πρώτα στο Μπρόντγουεϊ, μετά στην τηλεόραση και τελικά στον κινηματογράφο. Μέσω αυτού έγινε γνωστός σε εμάς. Με τη δύναμη της εικόνας του αποδόθηκε από τα διεθνή ΜΜΕ το «τελευταίο αντίο».

Κεντρική φωτ.: Ο ηθοποιός Ρόμπερτ Ρέντφορντ ποζάρει για τους φωτογράφους στην πρεμιέρα της ταινίας «Our Souls At Night» κατά τη διάρκεια της 74ης διοργάνωσης του Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας, στην Ιταλία, την Παρασκευή 1 Σεπτεμβρίου 2017. Πηγή φωτ.: Joel Ryan/Invision/AP