Το «Πέρασμα» του Μποκόρου στην Κρήτη

Το «Πέρασμα» του Μποκόρου στην Κρήτη

Πενήντα οκτώ έργα ταξίδεψαν από την Αθήνα στην Ενετική Βασιλική του Αγίου Μάρκου, στο Ηράκλειο – τα περισσότερα από την προσωπική συλλογή του Χρήστου Μποκόρου. Δεκατέσσερα από αυτά φιλοτεχνήθηκαν την τελευταία τριετία και παρουσιάζονται στο κοινό για πρώτη φορά. Εμβληματικό ανάμεσά τους το «Άνοιγμα στο φως» (270x260 εκ.), έργο που δεσπόζει στο κέντρο του ιερού και δημιουργήθηκε ειδικά για την έκθεση, ώστε να είναι ορατό ήδη από την είσοδο του μνημείου.

Λήψη της έκθεσης «Πέρασμα στο φως» του Χρήστου Μποκόρου, στην Ενετική Βασιλική του Αγίου Μάρκου. Στο βάθος το έργο «Άνοιγμα στο φως»

Η ελιά και η φλόγα της στην «Παραβολή της ελιάς» (1993), η μεταστοιχείωση της ύλης σε πνεύμα στην «Προσφορά» (1997), η πορεία από το σκοτάδι στο φως στο «Αδιάβαστο δάσος» (2004) και επιλεγμένα έργα από τη σειρά «Στοιχειώδη» (2013) συγκροτούν μια εικαστική διαδρομή άνω των τριάντα ετών – μια πορεία που έχει αγαπηθεί από το κοινό. Στον εξαιρετικά επιμελημένο ιστότοπο του ζωγράφου (bokoros.com) καταμετρώνται τριάντα επτά ατομικές εκθέσεις, οι περισσότερες σε μουσεία, εντός και εκτός Ελλάδος. Εύλογα, λοιπόν, μπορεί να ισχυριστεί κανείς πως η έκθεση στην Κρήτη συνιστά μικρή αναδρομή στο έργο του Μποκόρου, φθάνοντας έως και τις πιο πρόσφατες αναζητήσεις του.

Τι διαφοροποιεί το «Πέρασμα» από τις προγενέστερες εκθέσεις; Ο ίδιος ο χώρος: με τη μνήμη του χρόνου, τη λιτή διαύγεια της αρχιτεκτονικής του, την υποβλητική παρουσία του αιώνα, δε λειτουργεί ως απλό σκηνικό, αλλά γίνεται ενεργό μέρος της αφήγησης. Η ζωγραφική του Μποκόρου δεν «τοποθετείται» στο μνημείο – διαλέγεται μαζί του. Το φως των έργων συνομιλεί με το φως του ναού· η υλικότητα των επιφανειών αντηχεί στις στρώσεις του χρόνου που κομίζει η Βασιλική.

Ο ναός ως πινακοθήκη ενσωματώνει την έννοια της κοινότητας, θεμελιώδες ζητούμενο για τον ζωγράφο. Η ελιά που γίνεται φλόγα, το κρασί που μεταμορφώνεται σε φως, το προσόψιο που καθαρίζει όχι μόνο την επιφάνεια αλλά και την όραση του θεατή, είναι εκφάνσεις μιας εικαστικής γλώσσας που εκ-φράζει το μέτρο του ανθρώπου, τη φθορά και τη μνήμη. Ο Μποκόρος συμβολοποιεί τα αντικείμενα που ζωγραφίζει, τα υπερυψώνει από τη γυμνή τους παρουσία και τα επενδύει με πνευματικό νόημα. Πρόκειται για μια μυητική πορεία –όπως ο ίδιος λέει– αλλά ταυτόχρονα και μια πρόσκληση: μια επανεστίαση του βλέμματος στα πράγματα που μας περιβάλλουν, στα κοινά, άρα και στο κοινό μας πεπρωμένο.

Χρήστος Μποκόρος, «Άνθη ανέσπερα» (2018), λάδι σε ξύλο, 54x38 εκ.

Θυμάμαι τον αείμνηστο Άγγελο Δεληβορριά να λέει ότι η πρόσληψη των μηνυμάτων του εικαστικού λόγου του Μποκόρου δεν προϋποθέτει κάποια θεωρητική προπαιδεία, ακριβώς επειδή είναι ένας λόγος εύληπτος, άμεσος, ανθρώπινος. Θα συμπλήρωνα ότι λειτουργεί παρόμοια με αυτό που γράφει ο Μέγας Βασίλειος: το ευαγγέλιο των αγραμμάτων είναι η εικόνα.

Το «Πέρασμα» του Μποκόρου στη Βασιλική γίνεται ο πρώτος, ιδανικός σταθμός σε μια πορεία σπάνια για Έλληνα καλλιτέχνη – ένας τόπος όπου η τέχνη και το ιερό αλληλοπεριχωρούνται. Στα έργα του, το φως δεν είναι ποτέ αυτονόητο. Γεννιέται μέσα από τη σκιά, διαπερνά την επιφάνεια, διεισδύει στις ύλες για να τις αποκαλύψει και, τελικά, να τις υπερβεί. Από τα πρώτα του βήματα, είτε στον καμβά είτε στο ξύλο, ο Μποκόρος αναζητεί εκείνη τη στιγμή όπου η ζωγραφική παύει να είναι αναπαράσταση και γίνεται εμπειρία.

Στα έργα των τελευταίων ετών, ο Μποκόρος στρέφεται ακόμη πιο εμφατικά στα ίδια τα υλικά: παλιά πανιά, ξύλα, μέταλλα – ύλες που κουβαλούν τον χρόνο, τη χρήση, την αφανή ιστορία. Η υλικότητα γίνεται καθ’ εαυτή θέμα. Είναι σαν να μνημειώνει τα αντικείμενα μέσα από τη φθορά τους· όπως στις παλιές εικόνες, όπου η αφή των πιστών έχει αφήσει μια πατίνα χρόνου, μια σιωπηλή συνθήκη με το ιερό. Πολλές φορές ζωγραφίζει απευθείας με τα χέρια, επιμένοντας στη φυσική εγγύτητα, στην απτή σχέση με το έργο.

Η ζωγραφική του δεν απεικονίζει απλώς το ορατό, αλλά ψηλαφεί το άφατο. Διαχειρίζεται το σκοτάδι για να ανασύρει το φωτεινό. Ενδεικτική αυτής της πρόθεσης είναι η σειρά «Ένας αρχαίος τρόπος να φωτίζεις μαύρα τετράγωνα», που βρίσκει τη θεωρητική της αναφορά στον Μάλεβιτς. Από τη μαθητεία στη ζωγραφική ως την καταβύθιση στο αόρατο, ο Χρήστος Μποκόρος αναζητεί ένα ανέσπερο φως. Γιατί τι άλλο είναι η τέχνη, αν όχι μια διαρκής αναμέτρηση με τη σκιά, μια αποκάλυψη της λάμψης;

Χρήστος Μποκόρος, «Σκιά ελιάς – καντήλι» (1996-2025), σκόνες και λάδι σε χρυσωμένο ξύλο, 99x60 εκ.

Αυτή τη χαρακιά του φωτός την προβάλλει στο κέντρο του ιερού, ως αποκάλυψη. Και γύρω της, τα εικονίσματα –ο ήλιος, το φεγγάρι– μοιάζουν να αιωρούνται σε έναν χωροχρόνο ρευστό, όπου η εικόνα δεν παριστάνει, αλλά σημαίνει. Τα έργα του, ζωγραφισμένα με φως αλλά και με τη σιωπή που αυτό ενέχει, θυμίζουν εκείνες τις ανεπαίσθητες χαραμάδες από όπου το φως εισχωρεί και μεταμορφώνει στη διάρκεια της μέρας το εσωτερικό μιας εκκλησίας.

Λήψη της έκθεσης «Πέρασμα στο φως» του Χρήστου Μποκόρου, στην Ενετική Βασιλική του Αγίου Μάρκου

Αλλά τι σημαίνει να εκθέτεις ζωγραφική στην εποχή της Τεχνητής Νοημοσύνης; Σε έναν κόσμο εικόνων αδιάκοπα παραγόμενων, απρόσωπων, σχεδόν άυλων, η ζωγραφική του Μποκόρου επιστρέφει στην ύλη ως αντίσταση: ως χειρονομία, ως πράξη ανυποχώρητης προσωπικής μαρτυρίας. Το λάδι, το ξύλο, ο καμβάς – είναι εδώ, παρόντα, δουλεμένα, φορτισμένα από κόπο και χρόνο. Σε έναν χώρο που άλλοτε υπηρέτησε το αχειροποίητο, η ζωγραφική του Μποκόρου στέκεται ως τεκμήριο βούλησης: δεν γεννήθηκε από αλγόριθμο, δεν προέκυψε από συνάρτηση, είναι αποτέλεσμα πάλης – μιας πάλης του φωτός με τη σκιά, που δεν επιλύεται ποτέ πλήρως.

Πιστεύω ότι πρόκειται και για μια μορφή επαναδιεκδίκησης του ιερού στον σύγχρονο κόσμο – έναν κόσμο όπου οι εικόνες πολλαπλασιάζονται, αλλά φτωχαίνουν σε νόημα. Το γεγονός της έκθεσης σε έναν χώρο με ιστορική λατρευτική λειτουργία εγείρει το ερώτημα που διατρέχει τη συνολική εργασία του καλλιτέχνη: πού κατοικεί το νόημα; Στην Ευρώπη, βλέπουμε εκκλησίες να μετατρέπονται σε αποθήκες ή καφέ. Ο Μποκόρος, ωστόσο, δε νοσταλγεί· προτείνει μια στάση διαφορετική: όχι επιστροφή στη μνήμη ως μουσειακό κατάλοιπο, αλλά ως ζωντανή εμπειρία. Η τέχνη του τολμά να επαναφορτίσει τις εικόνες με το ηθικό τους βάρος.

Σε αυτό το πλαίσιο, το «Πέρασμα» δεν είναι απλώς μια έκθεση – είναι πράξη. Και είναι πράξη με πολιτικό περιεχόμενο: όχι γιατί αρθρώνει ιδεολογικό λόγο, αλλά γιατί τοποθετείται μέσα στον κόσμο, διεκδικώντας την ανθρώπινη παρουσία ως φορέα νοήματος. Ούτε πρόκειται για κατήχηση. Το αντίθετο: στο μετέωρο κάθισμα –την εγκατάσταση που φωτίζει αριστοτεχνικά η Ελευθερία Ντεκώ– ο επισκέπτης καλείται να σταθεί χωρίς βεβαιότητες, με βλέμμα ανοιχτό. Και ίσως αυτό να επιζητά και ο ίδιος ο Μποκόρος: να κοιτάξει με την αθωότητα του παιδιού.

Λήψη της έκθεσης «Πέρασμα στο φως» του Χρήστου Μποκόρου, στην Ενετική Βασιλική του Αγίου Μάρκου. Διακρίνεται το μετέωρο κάθισμα

Το «Πέρασμα», έτσι όπως το ζήσαμε, είναι μια συμπύκνωση χρόνου και τέχνης: φέρει προσωπική σφραγίδα, αλλά και ρίζες που απλώνονται βαθιά, ως τις μέρες μας. Και ως αντίδωρο στο κοινό, ο καλλιτέχνης πρόσφερε μια καρτολίνα: μια ταπεινή λάμπα, σχεδιασμένη με μολύβι το 2003 στη Βίνιανη. Ένα έργο-σχόλιο για το φως, που εδώ δεν είναι απλώς μέσο αναπαράστασης, αλλά ουσία της εικόνας.

Το φως, στην τέχνη του Μποκόρου, δεν είναι τεχνική ούτε ύφος. Είναι υπαρξιακή αναγκαιότητα. Είναι η ύλη του άυλου – αυτό που καθιστά την εικόνα οδό και όχι απλώς θέαμα. Στην Ενετική Βασιλική του Αγίου Μάρκου, η έκθεση είναι ένα ταξίδι στο φως και τη σκιά. Και ίσως τελικά, αυτό να είναι η τέχνη: η χαραμάδα μέσα από την οποία ο κόσμος φωτίζεται ξανά.

Διαβάστε σχετικά για τη ζωγραφική του Χρ. Μποκόρου: Το μέγα παράδοξο της Τέχνης

Με περισσότερους από 20.000 επισκέπτες, η έκθεση «Πέρασμα στο Φως» του Χρήστου Μποκόρου παρατείνεται έως 30 Ιουνίου.