Ανθεστήρια: Η Άνοιξη της Τέχνης στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο

Ανθεστήρια: Η Άνοιξη της Τέχνης στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο

Η λέξη Ανθεστήρια –τριήμερη αθηναϊκή γιορτή προς τιμήν του Διονύσου– επιζεί στους αιώνες με τη σωματική της μνήμη ακέραιη· εορτή της άνοιξης, του άνθους και του οίνου, της επιστροφής των ψυχών, της σποράς και του μύρου. Ό,τι ανοίγεται, ό,τι αναγεννάται, ό,τι επιστρέφει – φέρει μέσα του κάτι από το ανθεστήριο. Και το έργο της Γεύσως Παπαδάκη σε αυτή την καινούργια της κατάθεση, μοιάζει με τελετή.

Στην έκθεση με τον τίτλο-σπέρμα «Ανθεστήρια» (εγκαίνια Τρίτη 13 Μαΐου), η Παπαδάκη δεν «αντιγράφει» το αρχαίο, ούτε το διακοσμεί. Το ανακαλεί. Όπως ο ερευνητής που επιμένει όχι στα ίχνη, αλλά στις σιωπές τους. Έτσι, από τα θραύσματα των τοιχογραφιών της Σαντορίνης, από λεπτομέρειες που επιζούν σε κύλικες και υδρίες, αναφύονται στο χαρτί λουλούδια, θάμνοι και καρποί που δεν παλαιώνουν. Τα έργα της δεν είναι απλώς εμπνευσμένα από το παρελθόν· είναι συνομιλία με την ψυχική οσμή του.

Γεύσω Παπαδάκη, «Ο ψίθυρος των φύλλων» (21Χ15 εκ. ακουαρέλα σε χειροποίητο χαρτί)

Τα άνθη που στάζει με στοργή δεν βρίσκονται πίσω μας. Δεν είναι μουσειακά κατάλοιπα, απολιθώματα μιας ωραιοποιημένης αρχαιότητας. Είναι σπορά. Όχι αλληγορική, αλλά βιολογική και πολιτισμική, σαν τις γενιές των ανθρώπων. Ξανάρχονται όχι ως επανάληψη, αλλά ως αναγνώριση. Αναγνωρίζουμε στον μίσχο ή στα πέταλά τους τα δικά μας χνάρια, στο άνθισμά τους τη χρονικότητα του ζώντος.

Μα ίσως ο πιο αθόρυβος συνομιλητής της έκθεσης είναι ο ίδιος ο κήπος. Το patio, δίπλα στην αίθουσα, δεν είναι απλώς χώρος. Είναι πηγή. Εκεί, όπου τα φυτά φυτρώνουν χωρίς να τους ζητηθεί εξήγηση, εκείνη τα αφουγκράστηκε όπως θα άκουγε κανείς μια παλιά λέξη να επιστρέφει: διστακτική, σχεδόν ντροπαλή, αλλά αλησμόνητη. Από εκεί πήρε το σχήμα ενός φύλλου, το βάρος μιας ρίζας, τη σκιά που μετακινείται μέσα στη μέρα – και τα μετέγραψε όχι ως μορφές, αλλά ως συγκίνηση. Ό,τι άνθισε εκεί έξω, μεταφυτεύτηκε στο χαρτί της, όχι για να κρατήσει το χρώμα, μα για να θυμίσει την εποχή. Όπως λέμε: εδώ, κάποτε, υπήρξε φως.

Γεύσω Παπαδάκη, «Αγάπη σε πράσινο» (21Χ16 εκ., ακουαρέλα σε χειροποίητο χαρτί)

Στην ψηφιακή μας συνθήκη, που οι εικόνες κυλούν αντί να στέκονται, η Παπαδάκη κάνει κάτι σπάνιο: μένει. Σταματά. Επιστρέφει στη βραδύτητα της παρατήρησης, στο ίχνος του χρώματος, στη φροντίδα της χειρονομίας. Τα φυτά της –σώματα και μεταφορές μαζί– αντιστέκονται στην ταχύτητα του καιρού με το πείσμα και την ευαισθησία αφοσιωμένου ερευνητή. Δεν αναπαριστά τη φύση – την αφουγκράζεται. Είναι κι αυτά μικρά σπαράγματα, εύθραυστα σαν τα σωσμένα κεραμικά.

Γεύσω Παπαδάκη, «Η Αφροδίτη της Προύσας» (ακουαρέλα σε χειροποίητο χαρτί, 40Χ28 εκ.)

Η Γεύσω Παπαδάκη διατηρεί μια σταθερή και συνεπή παρουσία στον χώρο της σύγχρονης ελληνικής ζωγραφικής, με μια διαδρομή που δεν επιζητεί ταχύτητα, αλλά βάθος. Από τις πρώτες της απόπειρες, έδειξε ενδιαφέρον για το υλικό ίχνος της φύσης, όχι ως διακοσμητικό μοτίβο, αλλά ως μήτρα αφήγησης. Ζωγράφισε σε μετάξι κορμούς, καρπούς, σκιές – όχι για να «αναπαραστήσει» τον φυσικό κόσμο, αλλά για να δείξει πώς εκείνος μας βλέπει. Έχει εκθέσει σε μουσεία και αίθουσες στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, και το έργο της έχει διατηρήσει μια σταθερή προσήλωση στη χειρωναξία της σιωπής: στη λεπτομέρεια, στη στρωματογραφία του βλέμματος, και στη σχέση του χρώματος με τον χρόνο.

Γεύσω Παπαδάκη, «Ανεπαισθήτως» (21Χ15 εκ. ακουαρέλα σε χειροποίητο χαρτί)

Η έκθεση «Ανθεστήρια», στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, δεν είναι μια αποκομμένη στιγμή. Είναι ο καρπός μιας μακράς παρατήρησης – και μιας εσωτερικής συνομιλίας με τον τόπο, με την πατρίδα της εικόνας, με την αρχετυπική ομορφιά. Για την ίδια, είναι προσωπική ανασκαφή. Για τον επισκέπτη, είναι ένα σιωπηλό κάλεσμα να δει ξανά το παρελθόν ως σπόρο. Όπως τότε στα Ανθεστήρια, που οι ψυχές ανέβαιναν ξανά στον κόσμο με το άνοιγμα των λουλουδιών, έτσι και εδώ, η ζωγραφική γίνεται τελετή επιστροφής – και ζωής.

Γεύσω Παπαδάκη, «Αγάπη» (λεπτομέρεια στην κεντρική φωτ.)

Γεύσω Παπαδάκη - «Ανθεστήρια» στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Επιμέλεια έκθεσης Αιμιλία Κουγιά, Τετάρτη–Δευτέρα: 08:00 – 19:00, Τρίτη: 13:00 – 19:00. Έως 7 Ιουνίου 2025