Σαφή θέση για τις επενδύσεις στα ελληνικά λιμάνια και το διαφαινόμενο «μπρα ντε φερ» Ηνωμένων Πολιτειών και Κίνας, πήρε ο Κυριάκος Μητσοτάκης, μιλώντας με τον διευθυντή σύνταξης του Bloomberg News, John Micklethwait, στο New Economy Forum στη Σιγκαπούρη, διαμηνύοντας ότι «με τις ΗΠΑ έχουμε υπογράψει αμοιβαία επωφελείς συμφωνίες χωρίς να αμφισβητούμε επενδύσεις του παρελθόντος». Ο πρωθυπουργός ρωτήθηκε για το αν ανησυχεί ότι η κυβέρνηση Τραμπ μπορεί να ζητήσει την απομάκρυνση των Κινέζων από τον Πειραιά, για να απαντήσει εμφατικά ότι «για εμάς, οι συμφωνίες που συνήφθησαν από προηγούμενες κυβερνήσεις πρέπει να τηρούνται. Το κάναμε απολύτως σαφές».
Επαναλαμβάνοντας ότι η Ελλάδα γίνεται ενεργειακός κόμβος για τα Βαλκάνια, την Κεντρική Ευρώπη και την Ουκρανία, όπως έγινε αντιληπτό και τις προηγούμενες 15 ημέρες, ο κ. Μητσοτάκης τόνισε ότι η χώρα γίνεται τώρα πύλη εισόδου για το αμερικανικό LNG στην ευρωπαϊκή αγορά, όταν πριν λίγο καιρό δεν υπήρχε καν στον ενεργειακό χάρτη.
«Αξιοποιούμε τη γεωγραφική μας θέση για να ενισχύσουμε τη γεωπολιτική μας θέση. Πιστεύω, λοιπόν, ότι μπορούμε οπωσδήποτε να βρούμε τρόπο να συνεργαζόμαστε με τους Αμερικανούς. Και θέλουμε να το κάνουμε. Έχουμε ήδη υπογράψει συμφωνίες που αποδεικνύουν ότι μπορούμε να καταλήξουμε σε αμοιβαία επωφελείς ρυθμίσεις χωρίς να αμφισβητούμε τις επενδύσεις που έγιναν στο παρελθόν και των οποίων η δομή πρέπει να γίνει σεβαστή» είπε χαρακτηριστικά.
«Υπάρχουν και άλλα λιμάνια στην Ελλάδα που μπορούν να αναπτυχθούν. Υπάρχει τρόπος, όπως ανέφερα, να σεβαστούμε ό,τι έχει ήδη συμβεί, προσκαλώντας παράλληλα κεφάλαια από τις ΗΠΑ και αμερικανικών συμφερόντων να επενδύσουν στην Ελλάδα. Πιστεύω ότι μέχρι στιγμής τα καταφέρνουμε με επιτυχία» ήταν το μήνυμα του κ. Μητσοτάκη προς την Ουάσιγκτον. Δίνοντας έμφαση στις ελληνοαμερικανικές σχέσεις, ο πρωθυπουργός επεσήμανε ότι η Ελλάδα έχει μια πολύ ισχυρή σχέση με τις Ηνωμένες Πολιτείες, λέγοντας ότι «πρόκειται για στρατηγική εταιρική σχέση. Έχουμε αποδείξει ότι μπορούμε να συνεργαστούμε πολύ αποτελεσματικά με την κυβέρνηση Τραμπ, όπως φάνηκε από τις ενεργειακές συμφωνίες».
Αναφορικά με τις σχέσεις Ουάσιγκτον-Άγκυρας, ο κ. Μητσοτάκης επανέλαβε ότι δεν αντιλαμβάνεται τη σχέση της Ελλάδας με τις ΗΠΑ μέσα από το πρίσμα μίας «τριγωνικής» σχέσης με την Τουρκία, υπογραμμίζοντας ότι «αυτή η στρατηγική συνεργασία μεταξύ Ελλάδας και Ηνωμένων Πολιτειών χαίρει ευρείας διακομματικής στήριξης στις ΗΠΑ». Σαφή τα μηνύματα και προς την Άγκυρα, με τον πρωθυπουργό να σημειώνει ότι στόχος του είναι να διασφαλίσει «ότι μπορούμε να βρούμε έναν τρόπο να συζητήσουμε αυτό που θεωρούμε ως τη μοναδική σημαντική μας διαφορά: την οριοθέτηση θαλασσίων ζωνών στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο, χωρίς να ''ανεβάζουμε το θερμόμετρο'' της έντασης μεταξύ των δύο χωρών», επισημαίνοντας, ωστόσο, τις επενδύσεις, που γίνονται στις ελληνικές ένοπλες δυνάμεις, «ώστε η Ελλάδα να διατηρεί πάντα αξιόπιστη αποτρεπτική ισχύ απέναντι σε οποιαδήποτε χώρα θα μπορούσε να απειλήσει τα εθνικά μας συμφέροντα με οποιονδήποτε τρόπο».
Εστιάζοντας στην οικονομία, ο κ. Μητσοτάκης έκανε λόγο για αξιοσημείωτη ανάκαμψη τα τελευταία χρόνια και δίνοντας την πολιτική διάσταση, επεσήμανε ότι η ιστορία της Ελλάδας είναι χρήσιμη για την Ευρώπη διότι απέδειξε ότι «από πολιτική άποψη, το κέντρο μπορεί πράγματι να αντέξει, ότι μια ικανή, αξιόπιστη κυβέρνηση μπορεί να επανεκλεγεί και να υλοποιήσει μεταρρυθμίσεις».
Επιμένοντας στον όρο της πολιτικής σταθερότητας, ο πρωθυπουργός τόνισε ότι «αυτό που έχουμε πετύχει είναι, σε έναν βαθμό, αποτέλεσμα του γεγονότος ότι έχουμε μια σταθερή κυβέρνηση. Καταφέραμε να κερδίσουμε δύο εκλογικές αναμετρήσεις. Έχουμε απόλυτη κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Δεν εμπλεκόμαστε σε περίπλοκες συζητήσεις μεταξύ κυβερνητικών εταίρων. Αυτό σημαίνει ότι μπορούμε να κινηθούμε πολύ γρήγορα όσον αφορά την υλοποίηση του προγράμματός μας».
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης επανέλαβε και στο διεθνές ακροατήριο ότι «οι εκλογές στην Ελλάδα δεν θα γίνουν πριν από το 2027» και σχολιάζοντας τα δημοσκοπικά ευρήματα, σημείωσε ότι η κυβέρνηση συνεχίζει να έχει προβάδισμα άνω των 15 μονάδων από το δεύτερο κόμμα. «Είχαμε ακριβώς την ίδια συζήτηση πριν από τις εκλογές του 2023. Και τότε υπήρχαν αμφιβολίες για το κατά πόσον μπορούσαμε να κερδίσουμε με αυτοδυναμία, αλλά εμείς καταφέραμε να πετύχουμε ακριβώς αυτόν τον στόχο», κατέληξε.
Εμφανίστηκε αισιόδοξος για την πορεία της ελληνικής οικονομίας τους επόμενους 18 μήνες, αναγνωρίζοντας ότι το νούμερο ένα πρόβλημα που αντιμετωπίζουν όλες οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις αυτή τη στιγμή είναι η κρίση του κόστους διαβίωσης, επισημαίνοντας ότι η ελληνική κυβέρνηση έχει τη δυνατότητα να προχωρήσει σε μειώσεις φόρων. «Σε λίγες εβδομάδες θα ψηφιστεί ο νέος Προϋπολογισμός, ο οποίος περιλαμβάνει σημαντικές φορολογικές ελαφρύνσεις για τις οικογένειες με παιδιά και για τους νέους. Προσδοκώ ότι αυτές οι φορολογικές ελαφρύνσεις θα έχουν θετική επίδραση στην πραγματική οικονομία και θα μας βοηθήσουν να αντιμετωπίσουμε την κρίση του κόστους διαβίωσης», υπογράμμισε.
Σε αντιδιαστολή, ο Κυριάκος Μητσοτάκης ρωτήθηκε για την κατάσταση στη Βρετανία και τη Γαλλία, επισημαίνοντας ότι σε αντίθεση με τις χώρες αυτές, τα προηγούμενα χρόνια, στην Ελλάδα «υπήρξε μια ''μεγάλη έκρηξη'', ότι η χώρα ουσιαστικά χρεοκόπησε. Ακολούθησε μία πολιτική ''μεγάλη έκρηξη'', καθώς ήμασταν η πρώτη χώρα όπου οι λαϊκιστές εξελέγησαν στην εξουσία, το 2015, αλλά αυτό δεν είχε πολύ καλή κατάληξη. Κατά μία έννοια, ίσως να είμαστε μπροστά από τις εξελίξεις και στο πολιτικό πεδίο» είπε χαρακτηριστικά και σημείωσε ότι «σε αντίθεση με άλλες κυβερνήσεις που αναγκάζονται σήμερα να λάβουν μέτρα λιτότητας, η δημοσιονομική μας επίδοση μας επιτρέπει να στηρίξουμε τη μεσαία τάξη και να βοηθήσουμε τους πολίτες να αντιμετωπίσουν την κρίση του κόστους διαβίωσης».
Ο πρωθυπουργός κληθείς να σχολιάσει τις εξελίξεις στην Ουκρανία και τις πληροφορίες περί αμερικανικού σχεδίου, επέμεινε στην ελληνική θέση, κάνοντας λόγο για προβληματικά σημεία, κυρίως ως προς την παραχώρηση εδαφών που εξακολουθεί να ελέγχει η Ουκρανία. «Έχουμε καταστήσει σαφές ότι δεν μπορεί να επιτευχθεί καμία συμφωνία χωρίς την Ουκρανία και ότι οι Ευρωπαίοι πρέπει να συμμετέχουν σε οποιαδήποτε συζήτηση σχετικά με τις μελλοντικές ρυθμίσεις ασφάλειας της Ευρώπης» τόνισε, τηρώντας στάση αναμονής για τις επίσημες ενημερώσεις για το θέμα.
