Κατά 22,3% αυξήθηκε το πραγματικό, διαθέσιμο εισόδημα του μέσου Έλληνα πολίτη μέσα στην τελευταία εξαετία, δηλαδή από το 2019 ως το 2024. Σύμφωνα, δε, με τη Eurostat, η οποία εκπόνησε και τη σχετική μελέτη, η αύξηση αυτή δεν επηρεάζεται σημαντικά τόσο από την επίδραση του πληθωρισμού, όσο και από τις φορολογικές κρατήσεις και τις ασφαλιστικές εισφορές.
Σύμφωνα με τη Eurostat, τα στοιχεία αυτά δείχνουν ότι η οικονομική ανάκαμψη της τελευταίας εξαετίας έχει υπερβεί την άνοδο του κόστους ζωής και έχει βελτιώσει το βιοτικό επίπεδο του μέσου πολίτη.
Η νεότερη ετήσια μέτρηση της ευρωπαϊκής στατιστικής υπηρεσίας, που καλύπτει την περασμένη εικοσαετία, δείχνει θετικό πρόσημο για το πραγματικό εισόδημα, σχεδόν καθ’ όλη τη διάρκεια αυτής της περιόδου, με μοναδική εξαίρεση την πρόσκαιρη υποχώρηση που σημειώθηκε το 2020 λόγω των επιπτώσεων της πανδημίας.
Άλλο σημαντικό εύρημα της Eurostat είναι η μεγάλη επιτάχυνση στον ρυθμό αύξησης του πραγματικού εισοδήματος του μέσου Έλληνα, μετά τη στασιμότητα που χαρακτήρισε την περίοδο του τρίτου μνημονίου, όταν η φορολογική επιβάρυνση των μεσαίων στρωμάτων αυξήθηκε απότομα.
Ενδεικτικό είναι πως το 2016 και το 2017 η ετήσια αύξηση του διαθέσιμου πραγματικού εισοδήματος ήταν μόλις 0,48% και 0,46% αντίστοιχα, ενώ το 2018 σημειώθηκε οριακή πτώση της τάξης του 0,05%. Στον αντίποδα, το 2021 η άνοδος των χρημάτων που μένουν στο πορτοφόλι κάθε πολίτη «εκτοξεύτηκε» στο 9% και το 2023 άγγιξε το 5%.
Τι λένε οι οίκοι αξιολόγησης
Από τις πρόσφατες έρευνες, αυτή του διεθνούς οίκου Wood & Company δείχνει ότι η Ελλάδα παραμένει σε σταθερή δημοσιονομική πορεία, με πρωτογενή πλεονάσματα άνω του 2% του ΑΕΠ, γεγονός που δημιουργεί τις προϋποθέσεις για νέες μειώσεις του χρέους αλλά και πιθανές αναβαθμίσεις από τους οίκους αξιολόγησης.
Όπως αναφέρουν ο αναλυτές της Wood & Company, το δημόσιο χρέος, που είχε εκτιναχθεί στο 212,8% του ΑΕΠ το 2021, έχει ήδη υποχωρήσει στο 152,5% το α΄ τρίμηνο του 2025.
Η κυβέρνηση στοχεύει σε 149,1% έως το τέλος του έτους, ενώ η Wood εμφανίζεται πιο αισιόδοξη, προβλέποντας 144,2% το 2025, 134,5% το 2026 και μόλις 101,3% το 2030 – χαμηλότερα από την κυβερνητική πρόβλεψη για 120%.
Η ταχεία πτωτική πορεία του χρέους φαίνεται και από τις αναβαθμίσεις των οίκων αξιολόγησης. Από το β' εξάμηνο του 2019, το ελληνικό αξιόχρεο αυξήθηκε κατά τέσσερις βαθμίδες από την Fitch, την DBRS και την Scope (από ΒΒ- σε ΒΒΒ) και κατά πέντε βαθμίδες από την S&P (από Β+ σε ΒΒΒ) καθώς το μεγάλο δημόσιο χρέος της Ελλάδας ακολούθησε ταχεία πτωτική πορεία και η οικονομία έδειξε ανθεκτικότητα στις αλλεπάλληλες εξωγενείς κρίσεις, σημειώνοντας ρυθμούς ανάπτυξης διπλάσιους από της Ευρωζώνης.
Ο Moody's αναβάθμισε επίσης την Ελλάδα τέσσερις βαθμίδες την ίδια περίοδο, δίνοντας εφέτος τον Μάρτιο την επενδυτική βαθμίδα, αλλά με την αξιολόγησή του ένα σκαλοπάτι χαμηλότερα από τους άλλους οίκους.
Οι αξιολογήσεις της Ελλάδας βρίσκονται μόλις ένα σκαλοπάτι κάτω από της Ιταλίας (ΒΒΒ+), η οποία αναβαθμίστηκε επίσης εφέτος, έχοντας επιτύχει να μειώσει το υψηλό δημοσιονομικό της έλλειμμα κοντά στο 3% του ΑΕΠ. Ωστόσο, το δημόσιο χρέος της Ιταλίας, που διαμορφώνεται σήμερα περίπου στο 138% του ΑΕΠ, δεν αναμένεται να μειωθεί πριν από το 2028.
Αντίθετα, το χρέος της Ελλάδας, που σήμερα ανέρχεται κοντά στο 146% του ΑΕΠ, θα συνεχίσει τη γρήγορη μείωσή του με προοπτική να υποχωρήσει κάτω από το 120% το 2029, όπως προβλέπει η κυβέρνηση στον προϋπολογισμό, ενώ ο Fitch εκτιμά ότι θα προσεγγίσει το επίπεδο αυτό το 2030. Αυτό σημαίνει ότι το χρέος της Ελλάδας πιθανόν θα είναι ήδη από το 2027 ή το 2028 χαμηλότερο από της Ιταλίας.
Εφόσον επιβεβαιωθεί η μείωση του ελληνικού χρέους, σύμφωνα με τις προβλέψεις, θα ακολουθήσουν περαιτέρω αναβαθμίσεις και η Ελλάδα είναι πολύ πιθανό να ανέβει δύο ακόμη σκαλοπάτια τα επόμενα 1-2 χρόνια και να φθάσει στην κατηγορία «Α», στην οποία βρίσκονται οι περισσότερες χώρες της Ευρωζώνης.
