Πριν από τρία χρόνια όλες οι κυβερνήσεις και οι διεθνείς οργανισμοί μιλούσαν για έναν παροδικό και προσωρινό πληθωρισμό. Με τα βασικά αίτιά του να πηγάζουν αφενός από τις παρενέργειες της διατάραξης της εφοδιαστικής αλυσίδας λόγω covid, αφετέρου από την ενεργειακή αναταραχή λόγω της Ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία.
Σήμερα, με τον δείκτη τιμών καταναλωτή να επιμένει κοντά στο 3% στις ΗΠΑ - δηλαδή 50% πάνω από τον στόχο που έχει θέσει η Fed - και με τις τιμές στην Ελλάδα να υφίστανται ανοδικές πιέσεις, η ερώτηση δεν είναι πλέον το «πότε» θα υποχωρήσει ο πληθωρισμός, αλλά το «αν». Και μάλλον θα πρέπει να συνηθίσουμε να τον βλέπουμε ψηλά, αφού με βάση τα γεγονότα και τις εκτιμήσεις, έχουμε εισέλθει ξεκάθαρα σε ένα περιβάλλον υψηλότερου πληθωρισμού για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, χωρίς ορατό τέλος. Αφού όπως φαίνεται και οι δασμοί έχουν έρθει για να μείνουν.
Δυστυχώς, στις ΗΠΑ, δεν είναι μόνο ο «άμεσος» πληθωρισμός που βάλλει κατά εδραιωμένου αμερικανικού ονείρου. Μετά από σχεδόν 60 χρόνια, στις ΗΠΑ μπορεί να δούμε περισσότερους ανθρώπους να αποχωρούν από την αγορά εργασίας από το να εισέρχονται. Ταυτόχρονα, η συμμετοχή στο εργατικό δυναμικό είναι στα χαμηλότερα επίπεδα από τη δεκαετία του ’70, εάν εξαιρεθεί η περίοδος της πανδημίας.
Στους κλάδους της οικοδομής, της αγροτικής παραγωγής και της υγείας, όπου οι μετανάστες αποτελούν περίπου το 30% του προσωπικού, η μεταναστευτική πολιτική του Λευκού Οίκου, οδηγεί σε ελλείψεις. Με αποτέλεσμα την άνοδο των μισθών και των αμοιβών. Και όταν ανεβαίνει το μισθολογικό κόστος, τότε οι επιχειρήσεις το μετακυλούν αναγκαστικά στις τιμές στο ράφι, στις τιμές των τελικών προϊόντων και ουσιαστικά στον καταναλωτή.
Παράλληλα καταγράφεται αύξηση της ανεργίας σε πτυχιούχους Πανεπιστημίων, που ξεπερνά το 25% της συνολικής ανεργίας. Ποσοστό διπλάσιο από την κρίση του 2008 και υψηλότερο από το αντίστοιχο, κατά την περίοδο της πανδημίας.
Δεν είναι μόνο η αγορά εργασίας που σφίγγει σαν μέγγενη την αμερικανική οικονομία. Σύμφωνα με τα τρέχοντα δεδομένα, σήμερα στις ΗΠΑ λείπουν περισσότερες από 5 εκατομμύρια κατοικίες. Εμείς στην Ελλάδα ξέρουμε πολύ καλά τι σημαίνει έλλειμμα προσφοράς. Επομένως, η ζήτηση θα οδηγήσει σε υψηλότερα επίπεδα και το κόστος αγοράς, αλλά και το κόστος ενοικίασης. Δηλαδή σε ένα υψηλότερο πληθωρισμό στέγης, που συνεισφέρει το 35% του CPI, του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή.
Ένας ακόμα κομβικός παράγοντας στη διαμόρφωση των τιμών στις ΗΠΑ είναι και το ενεργειακό κόστος. Τα data centers της Τεχνητής Νοημοσύνης, ο στόλος των EV, δηλαδή των ηλεκτρικών αυτοκινήτων, οι νέες βιομηχανίες που επαναπατρίζονται στην Αμερική, έχουν υψηλές ενεργειακές απαιτήσεις.
Με δεδομένο ότι το δίκτυο μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας είναι παλαιό και οι νέες μονάδες παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος απαιτούν χρόνο για την κατασκευή τους, αναμένεται ότι το ενεργειακό κόστος θα κυμανθεί σε υψηλά επίπεδα τα επόμενα χρόνια. Ένα γεγονός που δεν επηρεάζει μόνο τις επιχειρήσεις, αλλά και τα νοικοκυριά.
Τέλος, δεν θα μπορούσαμε να βγάλουμε έξω από την εξίσωση τον παράγοντα του αμερικανικού χρέους, που έχει φτάσει το 120% του ΑΕΠ και του οποίου το κόστος εξυπηρέτησης, δηλαδή οι τόκοι που καταβάλλονται ετησίως, ανέρχονται στο 20% των φορολογικών εσόδων του IRS. Το πόσο εύκολα θα αναχρηματοδοτηθεί το χρέος μέσα σε ένα περιβάλλον χαμηλών επιτοκίων που επιθυμεί ο Λευκός Οίκος μένει να απαντηθεί.
Με την Fed να σύρεται σε ένα καθεστώς «fiscal dominance», όπου το κράτος «υποχρεώνει» την κεντρική τράπεζα να κρατάει τα επιτόκια χαμηλά, όχι για να ελέγξει τον πληθωρισμό, αλλά για να μπορεί το κράτος να δανείζεται φτηνά και να πληρώνει τους τόκους του χρέους του. Με δυο λόγια επειδή οι ΗΠΑ χρωστούν τόσα πολλά και δεν αντέχουν τα υψηλά επιτόκια που απαιτούνται, η Fed σταματά να «πολεμάει» τον πληθωρισμό και αρχίζει να «πολεμάει» τη χρεοκοπία.
Όπως διαπιστώνουμε λοιπόν, ο πληθωρισμός δεν είναι πια ένα προσωρινό ατύχημα ή ένα παροδικό φαινόμενο. Έχει δομικά χαρακτηριστικά που πηγάζουν από ένα σύνθετο σύμπλεγμα αιτιών, μεταξύ των οποίων είναι η έλλειψη υπαλλήλων και εργατών, η χαμηλή προσφορά κατοικιών, η υψηλή ζήτηση ενέργειας που συνοδεύονται από μια πρωτοφανή δημοσιονομική ανευθυνότητα.
Επομένως, οφείλουμε να προσαρμόσουμε άμεσα την επενδυτική μας στρατηγική.
Αν ο πληθωρισμός παραμείνει υψηλός, το μακροχρόνια ομόλογα παύουν να είναι ελκυστικά, αφού η σιγουριά τους χάνει την αξία της.
Οι μετοχές με «pricing power» επανέρχονται δυναμικά στο προσκήνιο. Δηλαδή οι μετοχές των εταιρειών, που έχουν τη δυνατότητα να ανεβάσουν τις τελικές τιμές τους, χωρίς να έχουν τον κίνδυνο να απωλέσουν πελάτες. Όπως είναι οι φαρμακευτικές, οι εταιρείες των βασικών τροφίμων και των ειδών πρώτης ανάγκης, οι εταιρείες που παρέχουν συνδρομητικές ψηφιακές υπηρεσίες και υπηρεσίες λογισμικού (SaaS), οι εταιρείες προϊόντων πολυτελείας, των λεγόμενων luxury brands.
Το ίδιο συμβαίνει και με τα «πραγματικά» περιουσιακά στοιχεία. Ο χρυσός, το ασήμι, τα βιομηχανικά μέταλλα και οι βιομηχανικές πρώτες ύλες, οι ενεργειακές υποδομές, η αγροτική γη, οι εταιρείες οικιστικών και βιομηχανικών ακινήτων και χώρων logistics, είναι ιδανικά assets για τις δύσκολες πληθωριστικές περιόδους.
Οι ψηφιακές εταιρείες του οικοσυστήματος της Τεχνητής Νοημοσύνης παραμένουν και αυτές στο καλάθι μας, για όσο καιρό μπορούν με ευκολία και λογικό κόστος να χρηματοδοτήσουν την ραγδαία ανάπτυξη τους.
