Το βλέμμα στην Αλάσκα: «Καθησυχαστικά» σήματα Τραμπ στην Ευρώπη
AP Photo/Alex Brandon
AP Photo/Alex Brandon

Το βλέμμα στην Αλάσκα: «Καθησυχαστικά» σήματα Τραμπ στην Ευρώπη

Ύστατη διπλωματική προσπάθεια από την Ευρώπη να θωρακίσει την Ουκρανία απέναντι σε τετελεσμένα και επιβεβλημένες λύσεις, αποσπώντας καθησυχαστικά μηνύματα εκ μέρους του Ντόναλντ Τραμπ. Ωστόσο, μένει να φανεί στην πράξη -όταν ο Αμερικανός πρόεδρος θα καθίσει απέναντι από τον Βλαντιμίρ Πούτιν στο Άνκορατζ της Αλάσκα- κατά πόσο η ευρωπαϊκή πλευρά έχει πράγματι εισακουστεί.

Οι θέσεις της Μόσχας παραμένουν αμετάβλητες και το Κίεβο αγωνιά για την έκβαση της συνάντησης κορυφής της Παρασκευής που δύναται να αποτελέσει τη βάση για να καθοριστεί πόσο εδαφικά ακρωτηριασμένη, αλλά και πολιτικά κυρίαρχη, μπορεί να εξέλθει η Ουκρανία από αυτό τον απρόκλητο, επιθετικό και καταστροφικό πόλεμο, καθώς και ποιες εγγυήσεις ασφαλείας θα λάβει πως η ρωσική πολεμική μηχανή δεν θα επιστρέψει.

Κατόπιν πρωτοβουλίας της γερμανικής καγκελαρίας, η χθεσινή τηλεδιάσκεψη Ευρωπαίων ηγετών και του Βολοντίμιρ Ζελένσκι με τους Ντόναλντ Τραμπ και Τζέι Ντι Βανς ήταν ένα πολύ μεγάλο στοίχημα και η τελευταία ευκαιρία να επηρεάσουν κατά το μέγιστο δυνατό τη στάση του Αμερικανού προέδρου στον οποίο και κομίζουν σταθερά το μήνυμα πως καμία απόφαση για την Ουκρανία δεν μπορεί να ληφθεί χωρίς την Ουκρανία.

Η προσέγγιση Τραμπ διεφάνη να καθησυχάζει στο μέτρο του δυνατού -δεδομένων των συνεχών διακυμάνσεων και του απρόβλεπτου του χαρακτήρα του- την ευρωπαϊκή πλευρά. 

Η δήλωση του Αμερικανού προέδρου ότι η στόχευσή του στη συνάντηση με τον Ρώσο ομόλογό του είναι η κατάπαυση του πυρός και το να διακριβώσει εάν υπάρχουν οι προϋποθέσεις για συνολική ειρηνευτική συμφωνία, σε συνδυασμό με τη διαβεβαίωση ότι δεν θα συζητήσει παραχωρήσεις στο εδαφικό δίχως την εμπλοκή του Κιέβου, κινείται στην ευρωπαϊκή τροχιά. Ο Πούτιν έχει κατ’ επανάληψη απορρίψει έως σήμερα μία άνευ όρων εκεχειρία και ο Τραμπ επαναφέρει προ της συνάντησης την απειλή των κυρώσεων.

Ο καγκελάριος της Γερμανίας, Φρίντριχ Μερτς, τόνισε ότι η Ευρώπη επιθυμεί την επιτυχία του Τραμπ στην Αλάσκα, αλλά ξεκαθάρισε στον Αμερικανό πρόεδρο ότι τα ουκρανικά και ευρωπαϊκά συμφέροντα πρέπει να διαφυλαχθούν κατά τη σύνοδο. Ο Εμανουέλ Μακρόν από πλευράς του υπογράμμισε πως ο Τραμπ μετέφερε ότι δεν θα υπάρξουν διαπραγματεύσεις επί του εδαφικού χωρίς την Ουκρανία παρούσα, ενώ θα επιδιώξει και τριμερή συνάντηση ΗΠΑ, Ρωσίας και Ουκρανίας, πιθανότατα επί ευρωπαϊκού εδάφους.

Πηγές, που επικαλούνται διεθνή μέσα, αναφέρουν πως οι θέσεις Μακρόν ήταν «σκληρές», με τον Γάλλο πρόεδρο να δηλώνει στον Τραμπ πως η συνάντηση «είναι ένα πολύ μεγάλο πράγμα να δώσει στον Πούτιν», γεγονός που «δεν άρεσε» στον Αμερικανό πρόεδρο. Δίνοντας το γενικό στίγμα, Ευρωπαίος διπλωμάτης ανέφερε υπό καθεστώς ανωνυμίας πως «συνολικά, η συνάντηση ήταν καθησυχαστική ως προς το ότι τα μηνύματά μας 'πέρασαν'. Ωστόσο, το ερώτημα παραμένει αν ο Τραμπ θα τηρήσει το συμφωνημένο πλαίσιο όταν βρεθεί κεκλεισμένων των θυρών με τον Πούτιν».

Ο ίδιος ο Ντόναλντ Τραμπ πριν από την τηλεδιάσκεψη εκφράστηκε με θετικά λόγια για τους Ευρωπαίους και κατόπιν αυτής ανέφερε πως ο Πούτιν θα υποστεί «πολύ σοβαρές συνέπειες» εφόσον δεν συμφωνήσει σε εκεχειρία στην Αλάσκα, ενώ παράλληλα επιβεβαίωσε πως αν η συνάντηση κινηθεί σε θετικό πλαίσιο θα πιέσει για τριμερή με τον Βολοντίμιρ Ζελένσκι το συντομότερο δυνατόν.

Η αμερικανική πλευρά είχε εμφανιστεί να χαμηλώνει τον πήχη των προσδοκιών για τη συνάντηση, με τον Λευκό Οίκο να μιλά περί «διερευνητικής» επαφής Τραμπ-Πούτιν με πρωταρχικό στόχο να «ακούσουν» ο ένας τον άλλον, αλλά στο «κάδρο» επανέρχεται τώρα η άμεση κατάπαυση του πυρός. Σαφές είναι, όμως, επίσης πως στο «τραπέζι» στην Αλάσκα θα βρεθεί όλο το φάσμα των διμερών σχέσεων - και εκεί ο Πούτιν έχει και «όπλα» και την πειθώ για να επηρεάσει τη στάση του Ντόναλντ Τραμπ.

Στο γνώριμο ύφος του, ο Αμερικανός πρόεδρος δήλωνε προ ημερών ότι «στα πρώτα δύο λεπτά πιθανότατα θα γνωρίζει αν μπορεί να υπάρξει συμφωνία ή όχι». Μεταφέροντας το σκεπτικό Τραμπ, ο Μάρκο Ρούμπιο την ίδια στιγμή λέει: «Πρέπει να δω αυτόν τον τύπο απέναντι μου στο τραπέζι. […] Θέλω να τον κοιτάξω στα μάτια»». Με την «εμπειρία» της συνάντησης κορυφής Τραμπ-Πούτιν του 2018 στο Ελσίνκι, αυτό που η Ευρώπη φοβάται είναι πως όταν ο Τραμπ κοιτάξει τον Πούτιν στα μάτια, και σε συνάρτηση με ποιες άλλες επωφελείς οικονομικές και ενεργειακές συμφωνίες θα μπορούσε πιθανώς να τον δελεάσει, ο Αμερικανός πρόεδρος θα μπορούσε εν τέλει να κινηθεί πολύ πιο κοντά στα ρωσικά συμφέροντα και να παρασυρθεί σε μία κοινή δήλωση με τη Μόσχα που θα προκαταλαμβάνει τις συνομιλίες Ουκρανίας και Ρωσίας.

Αμερικανοί αξιωματούχοι υποστηρίζουν, πάντως, ότι αν η ρητορική του Τραμπ ακούγεται μερικές φορές φιλορωσική, αυτό οφείλεται στο ότι πιστεύει ότι αυτού του είδους τα δημόσια μηνύματα θα τον βοηθήσουν να επιτύχει μια συμφωνία. Διπλωματικές πηγές που επικαλείται το Axios αναφέρουν ότι ο Τραμπ εξακολουθεί να είναι «θυμωμένος» με τον Πούτιν: «Η γενική άποψη εδώ και μήνες είναι ότι μπορούμε να καταστρέψουμε την ρωσική οικονομία αύριο. Υπάρχουν περισσότεροι τρόποι για να καταστραφεί η Ουκρανία. Αλλά αν θα έπρεπε να διαλέξει πλευρά, [σ.σ ο Αμερικανός πρόεδρος] θα άρχιζε να καταστρέφει την ρωσική οικονομία. Έχει πραγματικά κουραστεί. Ίσως ο Τραμπ να μην καταφέρει να το πετύχει [σ.σ τον τερματισμό του πολέμου], αλλά θα κάνει ό,τι μπορεί». 

Ο Αμερικανός υπουργός Οικονομικών, Σκοτ Μπέσεντ, δήλωσε χθες πως αυτό που θα μεταφέρει ο Τραμπ στον Πούτιν είναι πως «όλες οι επιλογές βρίσκονται στο τραπέζι» και εφόσον δεν υπάρξει πρόοδος στη συνάντηση η Μόσχα μπορεί να βρεθεί αντιμέτωπη με αμερικανικές κυρώσεις ή δευτερογενείς κυρώσεις. Η Ινδία ήταν ο πρώτος στόχος των δευτερογενών κυρώσεων Τραμπ, αλλά το τελεσίγραφο για κατάπαυση του πυρός ή κυρώσεις που «δαγκώνουν» παρήλθε προ ημερών δίχως να γίνει πράξη η προειδοποίηση καθώς ήλθε «εμβόλιμη» η διμερή συνάντηση κορυφής.

Στην Αλάσκα ο Βλαντιμίρ Πούτιν «θέλει μια συμφωνία με τον Τραμπ που θα παρουσιαστεί στο Κίεβο και σε άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες ως τετελεσμένο γεγονός», επισημαίνει ο Τζον Χερμπστ, επικεφαλής του Κέντρου Ευρασίας του Atlantic Council και πρώην πρεσβευτής των ΗΠΑ στην Ουκρανία. Η απουσία προσκλήσεων προς τους Ευρωπαίους ηγέτες «θυμίζει τη Διάσκεψη της Γιάλτας το 1945... όπου οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Σοβιετική Ένωση και το Ηνωμένο Βασίλειο αποφάσισαν τη μοίρα της μισής Ευρώπης χωρίς να λάβουν υπόψη τις απόψεις των χωρών αυτών».

Ο Βολοντίμιρ Ζελένσκι -ο οποίος χθες συναντήθηκε διά ζώσης με τον Φρίντριχ Μερτς στο Βερολίνο- έχει δηλώσει ότι η Ουκρανία δεν θα παραχωρήσει στη Ρωσία εδάφη που θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει για να ξεκινήσει μια νέα επίθεση, αποκλείοντας ουσιαστικά τις αναφορές Τραμπ περί «ανταλλαγών εδαφών», σε στιγμή που η Μόσχα εντείνει τις επιχειρήσεις επί του πεδίου και ταυτόχρονα εμφανίζεται να «προσφέρει» μερική εκεχειρία υπό τον όρο της μονομερούς απόσυρσης των Ουκρανών από εδάφη που εξακολουθούν να κατέχουν στις επί το πλείστον ρωσοκρατούμενες πλέον επαρχίες του Ντονμπάς.

Οι ευρωπαϊκές θέσεις διατυπώνονται ως «κόκκινες γραμμές», ωστόσο η ευρωπαϊκή επιρροή ήταν και παραμένει αδύναμη. Αυτό που οι Ευρωπαίοι προσπαθούν να παρουσιάσουν ως μη διαπραγματεύσιμες προϋποθέσεις για μια συμφωνία με τη Ρωσία (εκεχειρία, αποστολή επιτήρησης, «αδιάβλητες» εγγυήσεις ασφάλειας) δεν είναι σαφές ποια κατάληξη θα έχει.

Οι πρόσφατες δηλώσεις ανώτερων αξιωματούχων της αμερικανικής κυβέρνησης υποδεικνύουν ότι όποια κι αν είναι η έκβαση, ο Ντοναλντ Τραμπ μπορεί να προκαλέσει τους Ευρωπαίους να αναλάβουν πολύ μεγαλύτερο μερίδιο από τις αναγκαίες στρατιωτικές δυνατότητες και τη χρηματοδότηση στη συνέχεια. Μια τέτοια εξέλιξη θα έθετε δύσκολα διλήμματα για τις διατλαντικές σχέσεις και για την Ευρώπη, κατά την «ανάγνωση» της έγκριτης εταιρείας εκτίμησης πολιτικού κινδύνου Teneo.

Δεδομένων των επανειλημμένων αναφορών του Τραμπ σε ανταλλαγές εδαφών, ένα πιθανό σενάριο που προέβαλε τουλάχιστον μέχρι την χθεσινή τηλεδιάσκεψη ήταν μία συμφωνία για (μερική) εκεχειρία, που θα έδινε χρόνο για την οριστικοποίηση τέτοιων ανταλλαγών. Καθώς αυτό θα μπορούσε να φέρει τη Μόσχα πιο κοντά στον πλήρη έλεγχο των ουκρανικών περιοχών που έχει μονομερώς και παρανόμως προσαρτήσει, στα μάτια των Ευρωπαίων θα ισοδυναμούσε με επιβράβευση της Ρωσίας για την εισβολή. Γι’ αυτόν τον λόγο, οι Ευρωπαίοι έχουν απορρίψει κατηγορηματικά την ιδέα, επισημαίνοντας παράλληλα και τα πολιτικά και συνταγματικά εμπόδια που αντιμετωπίζει η Ουκρανία.

Ωστόσο, σε ένα σενάριο έντονης πίεσης, οι Ευρωπαίοι μπορεί να βρεθούν αντιμέτωποι με τον κίνδυνο ότι, αν απορρίψουν τα αποτελέσματα της συνόδου, οι ΗΠΑ θα μπορούσαν να τερματίσουν τη στήριξή τους προς την Ουκρανία, με συνέπεια να αναζωπυρωθούν ευρύτερες διατλαντικές εντάσεις. Οι Ευρωπαίοι θα μπορούσαν σύντομα να αντιμετωπίσουν αμερικανικές πιέσεις για ακόμη μεγαλύτερη δική τους εμπλοκή και/ή για να χρηματοδοτήσουν τη συνέχιση της αμερικανικής βοήθειας - όπως έχει ήδη αρχίσει να συμβαίνει, μέσω ευρωπαϊκών αγορών αμερικανικών όπλων για την Ουκρανία.

Στη χθεσινή τηλεδιάσκεψη με τους Τραμπ και Τζέι Ντι Βανς μετείχαν από ευρωπαϊκής πλευράς οι ηγέτες Γερμανίας, Βρετανίας, Γαλλίας, Ιταλίας, Πολωνίας και Φινλανδίας, καθώς και η πρόερος της Κομισιόν, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, και ο γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ Μαρκ Ρούτε, ενώ ακολούθησε ενημέρωση των ηγετών της λεγόμενης «συμμαχίας των προθύμων». Όσο η ευρωπαϊκή πλευρά συνομιλούσε με τις ΗΠΑ, ο Βλαντιμίρ Πούτιν είχε ήδη επικοινωνήσει τηλεφωνικά με τον Βορειοκορεάτη ηγέτη, Κιμ Γιονγκ-ουν, με τον οποίο και επιβεβαίωσαν την «εγκάρδια» και «συντροφική» σχέση τους και την πρόθεση περαιτέρω εμβάθυνσης της διμερούς συνεργασίας.

Από ρωσικής πλευράς, στο πάγιο μοτίβο απαξίωσης της Ευρώπης, το υπουργείο Εξωτερικών χαρακτήρισε «πολιτικά και πρακτικά ασήμαντες» τις χθεσινές διαβουλεύσεις των Ευρωπαίων με τον Αμερικανό πρόεδρο, υποστηρίζοντας ότι «οι Ευρωπαίοι υποστηρίζουν φραστικά τις διπλωματικές προσπάθειες της Ουάσινγκτον και της Μόσχας για την επίλυση της ουκρανικής κρίσης, αλλά στην ουσία η Ευρωπαϊκή Ένωση τις σαμποτάρει».

Διαβάστε Περισσότερα