Επιβεβαιώνοντας τη δύσκολη καμπή στην οποία βρίσκονται τα ελληνοτουρκικά, ο πρωθυπουργός Κυρ. Μητσοτάκης, προανήγγειλε τη συνεδρίαση του Ανώτατου Συμβουλίου Συνεργασίας το πρώτο τρίμηνο του 2026, λέγοντας ότι είναι ώριμες οι συνθήκες, ακόμη κι αν όπως είπε, δεν υπάρχει κάποια «θεαματική εξαγγελία» να ανακοινωθεί.
Μιλώντας στο συνέδριο «Athens Policy Dialogues» (με τον εκδότη του Βήματος Γιάννη Πρετεντέρη), ο Κυρ. Μητσοτάκης, αναφέρθηκε σε όλο το φάσμα της εξωτερικής πολιτικής και στα ελληνοτουρκικά, προσπαθώντας να διατηρήσει μια θετική προοπτική στη διαδικασία βελτίωσης των σχέσεων που ξεκίνησε το 2023 και είχε αποδώσει τα «ήρεμα νερά».
Όμως το ΑΣΣ είχε αρχικά προγραμματισθεί να συνεδριάσει στην Άγκυρα τον Δεκέμβριο του 2024, κατόπιν στις αρχές του 2026, όμως υπήρξαν συνεχείς αναβολές καθώς το κλίμα είχε επιβαρυνθεί όλο αυτό το διάστημα.
Η Αθήνα μάλιστα μέχρι πρόσφατα υποστήριζε ότι το ΑΣΣ θα πρέπει να προετοιμαστεί καλά και να έχει να αποδώσει συγκεκριμένα αποτελέσματα ώστε να μην εξελιχθεί σε διαδικασία που γίνεται απλώς για να γίνει.
Καθώς αυτή η συνεχής αναβολή του ΑΣΣ και της συνάντησης των δύο ηγετών λειτουργούσε περισσότερο επιβαρυντικά για το κλίμα, η Αθήνα τώρα στρέφεται στην πραγματοποίηση της συνάντησης ακόμη και εάν αυτή περιορισθεί σε μια ανασκόπηση των σχέσεων και όσων έχουν συμφωνηθεί σε προηγούμενες συναντήσεις και σε προώθηση της θετικής ατζέντας, με βασικό στόχο τη διατήρηση της «λειτουργικής σχέσης», όπως την ονομάζει ο πρωθυπουργός.
Είναι προφανές ότι η Αθήνα αντιλαμβάνεται ότι δεν μπορεί να αναβάλλεται η συνάντηση των δύο ηγετών στην Άγκυρα επ’ άπειρον, αλλά το ερώτημα είναι, ποιες είναι οι διαθέσεις και της άλλης πλευράς. Διότι είναι εξαιρετικά δύσκολο μετά από όσα έχουν επιβαρύνει τις διμερείς σχέσεις να αναμένει κανείς ότι θα υπάρξει μια ουδέτερη και εθιμοτυπική συνάντηση των δύο ηγετών που θα περιορισθεί μόνο στη θετική ατζέντα.
Ο Κυρ. Μητσοτάκης, συγχρόνως με την προαναγγελία του ΑΣΣ για τις αρχές του 2026, θέλησε να δώσει και ένα διαφορετικό μήνυμα, επισημαίνοντας ότι αυτή η «λειτουργική σχέση» με την Τουρκία δεν γίνεται με έκπτωση των εθνικών συμφερόντων. Και όπως είπε χαρακτηριστικά, «όπου χρειάστηκε, η Ελλάδα όρθωσε τη δική της πολιτική, θέτοντας όρια και ένα πλαίσιο στην Τουρκία», παραπέμποντας στο βέτο που τέθηκε για τη συμμετοχή της Τουρκίας στο ευρωπαϊκό αμυντικό πρόγραμμα SAFE.
Αναφέρθηκε επίσης στο μεγάλο εξοπλιστικό πρόγραμμα για την ενίσχυση των Ενόπλων Δυνάμεων, υπενθυμίζοντας ότι στις 18 Δεκεμβρίου θα υπάρξει μια εμβληματική εξέλιξη καθώς θα υψωθεί η ελληνική σημαία στον «Κίμωνα», την πρώτη από τις υπερσύγχρονες φρεγάτες, την οποία θα υποδεχθούμε στην Ελλάδα στις αρχές του επόμενου έτους.
Και ο Κυρ. Μητσοτάκης, έδωσε έτσι ένα ακόμη στίγμα για το πλέγμα της πολιτικής της κυβέρνησης στα ελληνοτουρκικά, επισημαίνοντας ότι «οι καλοί λογαριασμοί κάνουν τους καλούς φίλους, και σε αυτό το πλαίσιο αναπτύσσουμε αυτόν τον διάλογο με την Τουρκία».
Ο πρωθυπουργός παρουσίασε ακόμη και το πλαίσιο της πρότασης για το φόρουμ συνεργασίας 5×5, διευκρινίζοντας ότι σε πρώτη φάση δεν θα συζητηθούν τα δύσκολα και ακανθώδη ζητήματα, καθώς «δεν μπορεί να πιστεύει κανείς ότι ζητήματα οριοθετήσεων τα οποία χρονίζουν εδώ και δεκαετίες, εκκρεμότητες που δεν υπάρχουν μόνο μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας αλλά και μεταξύ άλλων χωρών, μπορούν να λυθούν μέσα από ένα τέτοιο πολυμερές σχήμα».
Όμως έχει ενδιαφέρον ότι μεταξύ των θεμάτων που προτείνει να μπουν στην ατζέντα ενός τέτοιου σχήματος συνεργασίας, εκτός της προστασίας του περιβάλλοντος, της πολιτικής προστασίας κ.ά., θέτει και την αναζήτηση τρόπων αποσύνδεσης έργων ενεργειακής διασυνδεσιμότητας από άλλου είδους διεκδικήσεις.
Αναφορά που παραπέμπει ευθέως και στην ηλεκτρική διασύνδεση της Κύπρου με την Ελλάδα, η οποία παρεμποδίζεται από την Τουρκία λόγω των μόνιμων διεκδικήσεών της και παρά το γεγονός ότι η έρευνα και η πόντιση καλωδίων δεν απαιτεί άδεια από το παράκτιο κράτος και μάλιστα η εμπλοκή που έχει προκύψει από το καλοκαίρι του 2024 είναι και για το ποια χώρα ασκεί αρμοδιότητα για έκδοση NAVTEX στην περιοχή.
Αίσθηση προκάλεσε πάντως και η αναφορά του πρωθυπουργού στις σχέσεις με τη Λιβύη, όπου άσκησε κριτική στις κυβερνήσεις 2009–2010 που δεν προχώρησαν σε συμφωνία οριοθέτησης με το καθεστώς Καντάφι, τονίζοντας ότι κατά την εκτίμησή του «ήταν μία χαμένη ευκαιρία για τη χώρα μας. Αν αυτό το ζήτημα είχε τακτοποιηθεί τότε, δεν θα υπήρχε το Τουρκολυβικό μνημόνιο».
Η παρέμβαση του πρωθυπουργού στα ελληνοτουρκικά έρχεται πάντως τη στιγμή που η Άγκυρα έχει επιλέξει την ελεγχόμενη αύξηση της έντασης, τουλάχιστον σε ρητορικό επίπεδο, όπως εκδηλώθηκε και τις τελευταίες ημέρες με τα «πολεμικά» δημοσιεύματα και τη στοχοποίηση του υπουργού Άμυνας Ν. Δένδια, για τις αυτονόητες δηλώσεις περί ενίσχυσης της άμυνας των νησιών, αλλά και το γεγονός ότι η Ελλάδα αντιμετωπίζει άμεση απειλή από την Τουρκία, αλλά και με τις έντονες αντιδράσεις για τον χάρτη του Θαλάσσιου Χωρικού Σχεδιασμού που δημοσιεύθηκε στην ιστοσελίδα της Κομισιόν και αμφισβήτεί πλήρως το δόγμα της «Γαλάζιας Πατρίδας».
