Πώς το deal ΗΠΑ και Ουκρανίας για τα ορυκτά στριμώχνει τον Πούτιν - Το μήνυμα στην Ευρώπη
Κ. Υφαντής

Πώς το deal ΗΠΑ και Ουκρανίας για τα ορυκτά στριμώχνει τον Πούτιν - Το μήνυμα στην Ευρώπη

Τη θέση ότι η συμφωνία ΗΠΑ - Ουκρανίας για τα ορυκτά δημιουργεί εντονότατη πίεση προς τη Ρωσία του Βλαντίμιρ Πούτιν για την εξεύρεση μιας ειρηνευτικής λύσης διατυπώνει ο Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων του ΕΚΠΑ, Κώστας Υφαντής*, σε συνέντευξή του στο Liberal.

Ο διαπρεπής ακαδημαϊκός επισημαίνει ότι ο Πούτιν βρίσκεται ενώπιον ενός σημαντικού διλήμματος, με φόντο το αμερικανο-ουκρανικό deal, υπογραμμίζοντας πάντως ότι εφόσον είναι ορθολογικός παίκτης, θα πρέπει να προχωρήσει άμεσα στο να κλείσει μια συμφωνία για την ειρήνη, η οποία θα τη βοηθήσει να κρατήσει όλα όσα έχει κατακτήσει στο πεδίο της μάχης.

Παράλληλα, ο Κ. Υφαντής δηλώνει πως δεν συμφωνεί με την άποψη όσων πιστεύουν ότι η ΕΕ είναι ο μεγάλος χαμένος, στον απόηχο της συμφωνίας ΗΠΑ - Ουκρανίας για τα ορυκτά.

Συνέντευξη στον Χρήστο Θ. Παναγόπουλο 

Κύριε Υφαντή, ποια είναι η στρατηγική σημασία της συμφωνίας ΗΠΑ-Ουκρανίας; Γιατί είναι τόσο σημαντικά τα ορυκτά για τις ΗΠΑ;

Νομίζω ότι πρέπει να δούμε αυτή τη συμφωνία ως μία συμφωνία αμοιβαίου οφέλους όπου και οι δύο πλευρές συμβιβάστηκαν από τις αρχικές τους θέσεις, αλλά τελικά και οι δύο κατά πάσα πιθανότητα θα βγουν ωφελημένες, κατά πάσα πιθανότητα, λέω γιατί υπάρχει πάντα και ο παράγοντας Ρωσία, ο οποίος θα δούμε πώς θα αντιδράσει στο μέλλον, όχι στη συμφωνία αυτή καθαυτή, στο να θα συναινέσει σε μία συμφωνία τερματισμού της σύγκρουσης, έτσι ώστε να εφαρμοστεί και η συμφωνία και να παραχθούν τα οφέλη και για τις δύο πλευρές.

Για τις ΗΠΑ, στην ανάλυση της διοίκησης Τραμπ, η συμφωνία αυτή είναι σημαντική γιατί μπορεί τώρα ο πρόεδρος να πει ότι τα χρήματα που ξόδεψε η διοίκηση Μπάιντεν, βοηθώντας την Ουκρανία σε έναν πόλεμο ο οποίος κατά την άποψη του - την οποία επαναλαμβάνει συνεχώς - δεν θα είχε συμβεί αν ήταν ο ίδιος πρόεδρος. Άρα, τώρα μπορεί να ισχυρισθεί ότι όχι μόνο αυτός καταφέρνει να εξασφαλίσει μια συμφωνία, αλλά είναι και μία συμφωνία η οποία θα επιτρέψει στις ΗΠΑ να αποσβέσουν το κόστος της οικονομικής υποστήριξης προς την Ουκρανία τα προηγούμενα τρία χρόνια. Και την ίδια στιγμή επιτρέπει - πάντα όλα αυτά θεωρητικά - στις ΗΠΑ να έχουν εξασφαλισμένη πρόσβαση σε σημαντικές πρώτες ύλες και έτσι να μειώσουν την εξάρτηση τους από τις αντίστοιχες κινεζικές πρώτες ύλες, που αυτή τη στιγμή εισάγουν από την Κίνα. Αυτό είναι, σε αδρές γραμμές, το πώς η διοίκηση Τραμπ επεδίωξε και τελικά αξιολογεί τη συγκεκριμένη συμφωνία.

Από την πλευρά της Ουκρανίας, η συμφωνία αυτή είναι καλή, πρώτα απ’ όλα στον βαθμό που οι επιλογές της Ουκρανίας ήταν εξαιρετικά περιορισμένες. Γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η Ουκρανία διαπραγματεύθηκε αυτή τη συμφωνία με την Αμερική υπό την απειλή της οριστικής και συνολικής απόσυρσης των ΗΠΑ από τον πόλεμο. Άρα, το αποτέλεσμα είναι ότι, κατά κάποιο τρόπο, διευρύνεται η συνεργασία με τις ΗΠΑ.

Στο σημείο αυτό, πρέπει να μπει μια υποσημείωση: Απ’ ό,τι ξέρουμε από τις πρώτες αναφορές δεν υπάρχουν εγγυήσεις ασφάλειας από την πλευρά των ΗΠΑ. Δηλαδή οι ΗΠΑ δεν έχουν δεσμευθεί ότι θα στηρίξουν την Ουκρανία είτε στην συνέχιση της τωρινής κατάστασης είτε μια νέα πολεμική απόπειρα της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας.

Άρα η Ουκρανία, υπ’ αυτή την έννοια, δεν παίρνει αυτό το οποίο περίμενε, αλλά εν πάσει περιπτώσει, δεδομένων των ελαχίστων ή σχεδόν μηδενικών επιλογών που είχε η κυβέρνηση Ζελένσκι, αυτή η συμφωνία κατά κάποιο τρόπο θεσμοποιεί τις αμερικανο - ουκρανικές σχέσεις.

Ποιος είναι ο πραγματικός ρόλος του Επενδυτικού Ταμείου για την Ανασυγκρότηση της Ουκρανίας; Αρκετοί αναλυτές συνέδεσαν τη σύσταση του Ταμείου, με την περαιτέρω στρατιωτική υποστήριξη της Ουάσινγκτον προς το Κίεβο. Θα ήθελα το σχόλιό σας.

Εάν αυτή είναι η ανάγνωση της ουκρανικής κυβέρνησης, μένει να δούμε αν συμπίπτει με την ανάλυση του Λευκού Οίκου, το επόμενο διάστημα. Αλλά σε κάθε περίπτωση ο ισχυρισμός της ουκρανικής πλευράς είναι ότι οι ΗΠΑ θα συνεισφέρουν σε αυτό το fund, το οποίο, βεβαίως υποτίθεται - συνήθως έτσι συμβαίνει - ότι δημιουργείται έτσι ώστε να υπάρξει και μία ομάδα δωρητών, μεταξύ αυτών και οι ΗΠΑ, η οποία ομάδα δωρητών θα συνεισφέρει για την ανασυγκρότηση της Ουκρανίας την επόμενη ημέρα.

Εάν, όντως, η ερμηνεία, η ανάγνωση της συμφωνίας από τις ΗΠΑ ταυτίζεται με αυτή της Ουκρανίας, αυτό είναι πάρα πολύ σημαντικό. Αλλά, επαναλαμβάνω, αυτό έχει να κάνει με την επόμενη ημέρα. Αυτό το οποίο ενδιαφέρει τώρα είναι ότι αυτή η συμφωνία είναι ένα σήμα ότι η διοίκηση Τραμπ, σε κάποιο βαθμό και ίσως μεγάλο βαθμό είναι δεσμευμένη στην ειρηνευτική διαδικασία, η οποία είναι και μακροπρόθεσμη. Είναι μια συμφωνία, η οποία εν πάσει περιπτώσει, εφόσον οι ΗΠΑ συμφωνούν με αυτή την ερμηνεία, τότε υπάρχει μια πολιτική δέσμευση ότι θα επενδύσουν για την ευημερία της Ουκρανίας.

Κατά την άποψή σας, τι μήνυμα στέλνουν οι ΗΠΑ στην Ρωσία μέσα από αυτή τη συμφωνία;

Όπως είπα και νωρίτερα, οικονομικά, αυτή η συμφωνία, επιτρέπει στις ΗΠΑ να ισχυρίζεται ότι θα πάρουν πίσω κάποια από τα δισεκατομμύρια, τα οποία έχουν προσφέρει ως στρατιωτική βοήθεια προς την Ουκρανία.

Πολιτικά τώρα, το μήνυμα που εκπέμπεται είναι ότι όταν υπάρχει μια τέτοιου μεγέθους αμερικανική επένδυση στο έδαφος, αυτό πάλι επιτρέπει στην διοίκηση Τραμπ να στέλνει το μήνυμα ότι, εν πάει περιπτώσει, αυτό είναι και μία εγγύηση ασφάλειας για την Ουκρανία και αυτό είναι το μήνυμα που στέλνεται προς την Ρωσία. Ότι οι ΗΠΑ είναι δεσμευμένες στην ουκρανική ασφάλεια στο έδαφος. Επαναλαμβάνω, όμως, ότι αυτή είναι μία έμμεση πολιτική δέσμευση.

Απ’ ό,τι φαίνεται δεν υπάρχει κάτι μέσα στη συμφωνία που να αποτυπώνει ότι οι ΗΠΑ στην εφαρμογή αυτής της συμφωνίας με κάποιο τρόπο θα βοηθήσουν την ουκρανική ασφάλεια. Υπάρχει - αν έχω διαβάσει σωστά, γιατί είναι πολύ νωρίς - η αναφορά σε συστήματα αεράμυνας.

Αρκετοί αναλυτές πιστεύουν πως μετά τη συμφωνία η πίεση που ασκείται στον Πούτιν για ειρήνη είναι έντονη. Ποια η θέση σας;

Θα έλεγα ότι είναι πολύ μεγαλύτερη, κύριε Παναγόπουλε. Δεν υπάρχει αμφιβολία γι’ αυτό. Επαναλαμβάνω, είναι μια πολιτική δέσμευση. Από την πλευρά των ΗΠΑ. Ότι επενδύουν και στηρίζουν πολιτικά την Ουκρανία και την κυβέρνηση Ζελένσκι. Τώρα, κατά πόσον αυτό είναι αρκετό για να αλλάξει στάση ο πρόεδρος Πούτιν, αυτό θα το δούμε. Δεν υπάρχει κάτι αυτή τη στιγμή, τόσο ισχυρό σε αυτή τη συμφωνία, κατά την άποψη μου, κατά την ανάγνωση μου,  που να αποτρέπει τον πρόεδρο Πούτιν να συνεχίσει την πολεμική προσπάθεια, τουλάχιστον στο άμεσο μέλλον.

Νομίζω ότι αυτό που θα έχουμε από εδώ και πέρα θα είναι μια εντατικοποίηση της διαπραγμάτευσης μεταξύ Μόσχας και Ουάσινγκτον. Και θα δούμε πώς η Ουάσιγκτον, μετά τη συμφωνία την οποία ο πρόεδρος Τραμπ θεωρούσε προαπαιτούμενο για τη συνέχιση της αμερικανικής εμπλοκής και ειρηνευτικής προσπάθειας, τώρα που υπάρχει αυτή η συμφωνία θα δούμε αν οι ΗΠΑ όντως θα πιέσουν πραγματικά στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης τη Μόσχα. Και όταν λέω θα πιέσουν πραγματικά, ενώ ότι θα απειλήσουν με κάποιον τρόπο. Δηλαδή, θα θέσουν στη Μόσχα κάποιο εκβιαστικό δίλημμα. Σαν αυτό που έθεσαν στο Κιέβο. Τι μπορεί να είναι αυτό; Η απειλή κυρώσεων. Είναι αρκετή; Στο παρελθόν δεν είδαμε να είναι αρκετή.

Από την άλλη πλευρά, ο πρόεδρος Πούτιν δεν έχει αυτή τη στιγμή κάποιο συμφέρον να υποβαθμίσει ή να αγνοήσει τις αμερικανικές πιέσεις. Δεν έχει κάποιο λόγο να οξύνει αυτή τη στιγμή την κατάσταση και να αναγκάσει τον πρόεδρο Τραμπ να κλιμακώσει τις πιέσεις του απέναντι στη Μόσχα. Άρα, υπ’ αυτήν την έννοια και εφόσον ο πρόεδρος Πούτιν είναι ένας ορθολογικός παίκτης, νομίζω ότι είναι, ίσως, η αρχή μιας ουσιαστικής ειρηνευτικής διαδικασίας αυτή η συμφωνία.

Η πρώτη αντίδραση τη Ρωσίας για τη συμφωνία ήρθε διά στόματος Ντμίτρι Μεντβέντεφ, ο οποίος είπε ότι «ο Τραμπ ανάγκασε το Κίεβο να πληρώσει για αμερικανική βοήθεια». Πώς αξιολογείτε τη δήλωση αυτή από πλευράς Μόσχας και ποια είναι τα πιθανά γεωπολιτικά αντίποινα που θα μπορούσε να αναλάβει η ρωσική πλευρά;

Η δήλωση αυτή, εκ πρώτης όψεως, είναι μια δήλωση αμηχανίας. Γιατί όλοι ξέρουν τι έχει προηγηθεί. Δηλαδή ο ωμός εκβιασμός της Ουάσιγκτον απέναντι στο Κίεβο. Όλοι θυμόμαστε τι έγινε στο «Οβάλ Γραφείο», όλοι παρακολουθούμε τις τελευταίες εβδομάδες τον πρόεδρο Τραμπ να απειλεί ότι αν δεν υπάρχει μια κάποια συμφωνία, τότε οι ΗΠΑ θα αποχωρήσουν πλήρως και θα σταματήσουν την οποιαδήποτε βοήθεια. Άρα αυτή η δήλωση δεν λέει κάτι. Είναι μια δήλωση η οποία απευθύνεται, κυρίως, στο εσωτερικό της Ρωσίας για να δείξει, εν πάσει περιπτώσει, ότι η Ουκρανία έχει υποταχθεί πλήρως στις απαιτήσεις των ΗΠΑ. Δεν αλλάζει, δηλαδή δεδομένα αυτή η δήλωση.

Τώρα, το τι θα μπορούσε να κάνει η Ρωσία, όπως είπα και νωρίτερα, η Ρωσία έχει συγκεκριμένες επιλογές. Η μία επιλογή είναι, σε επίπεδο πολιτικό και ρητορικό, να συνεχίσει να υποστηρίζει μια διαπραγμάτευση χωρίς προϋποθέσεις. Βέβαια, κανένας δεν μπορεί να καταλάβει εύκολα τι σημαίνει αυτό το «χωρίς προϋποθέσεις από την πλευρά της Ουκρανίας» που λέει η Ρωσία. Γιατί η ίδια έχει θέσει πολύ αυστηρές κόκκινες γραμμές, που είναι η αναγνώριση όλων των κατεχομένων περιοχών στην Ουκρανία, από την Ουκρανία και από τη Δύση και επιπλέον έχει εκφράσει την άρνησή της, να υπάρξει μια ειρηνευτική δύναμη στην Ουκρανία την οποία να συγκροτούν δυνάμεις από χώρες του ΝΑΤΟ - όχι το ΝΑΤΟ το ίδιο, αλλά στρατεύματα του ΝΑΤΟ.

Άρα η Ρωσία έχει βάλει πάρα πολλές προϋποθέσεις και τις έχει βάλει στο έδαφος, αντί να τις βάλει στο τραπέζι. Η μία επιλογή , λοιπόν, είναι να συνεχίσει σε αυτό το επίπεδο και την ίδια στιγμή να συνεχίσει να πιέζει στρατιωτικά την Ουκρανία, ιδιαίτερα εάν εκτιμήσει ότι οι ΗΠΑ δεν πρόκειται να κάνουν κάτι ουσιαστικό για να βοηθήσουν την ουκρανική στρατιωτική αντίσταση. Εάν καταλήξει η Ρωσία σε αυτό το συμπέρασμα, τότε είναι σίγουρο ότι από τη μία υποτίθεται ότι θα διαπραγματεύεται αλλά από την άλλη πλευρά θα προσπαθεί να κερδίσει και να προωθηθεί στο πεδίο της μάχης, όσο μπορεί περισσότερο.

Η άλλη επιλογή της είναι, πραγματικά να θεωρήσει ότι σε αυτή τη φάση δεν έχει να κερδίσει κάτι περισσότερο, δεν έχει κανένα λόγο να «απογοητεύσει» τον πρόεδρο Τραμπ. Άρα μπορεί, σε αυτή τη φάση, να κλείσει μια συμφωνία η οποία θα ξεκινήσει με κατάπαυση του πυρός και θα προχωρήσει σε μια «οριστική διευθέτηση», γιατί το ίδιο υποτίθεται ότι συνέβη και το 2015 , μετά την στρατιωτική εμπλοκή στην Κριμαία και την ανατολική Ουκρανία, άρα κανένας δεν μπορεί να έχει εμπιστοσύνη στη Ρωσία, μακροπρόθεσμα.

Άμεσα, αυτή είναι μια επιλογή που αν η Μόσχα είναι ορθολογικός παίκτης αυτό θα κάνει. Δηλαδή θα προχωρήσει σε μια συμφωνία τώρα, πάνω σε αυτή την βάση που θα της επιτρέπει, βεβαίως να κρατήσει όλα όσα έχει κατακτήσει στο πεδίο της μάχης.

Ποια θα πρέπει να είναι η θέση της Ευρωπαϊκής Ένωσης απέναντι στη συμφωνία αυτή, και πώς επηρεάζει τις δικές της φιλοδοξίες για πρόσβαση στα ουκρανικά ορυκτά; Έχει εκφραστεί η άποψη, εν προκειμένω, ότι η ΕΕ είναι ο μεγάλος χαμένος αυτής της συμφωνίας. Εσείς τι λέτε; 

Δεν συμφωνώ με την άποψη ότι η Ευρώπη είναι ο μεγάλος χαμένος από τη συμφωνία. Και δεν συμφωνώ γιατί οι ευρωπαϊκές χώρες έχουν ήδη συμφωνίες με την Ουκρανία, ανάλογες με αυτή που υπέγραψαν οι ΗΠΑ. Η Γαλλία έχει ανάλογη συμφωνία εδώ και πάρα πολύ καιρό, ήτοι συμμετοχής στην εξόρυξη, δηλαδή στην επένδυση στην εξορυκτική βιομηχανία της Ουκρανίας. Νομίζω ότι είναι μια πολύ ηττοπαθής αντίληψη αυτή.

Πιστεύω ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση θα πρέπει να καλωσορίσει τη συμφωνία σε αυτό το πλαίσιο, το οποίο περιέγραψα από την αρχή. Δηλαδή ότι είναι μια συμφωνία, η οποία έχει αμοιβαίο όφελος και για τις δύο πλευρές, και για την Ουκρανία και για τις ΗΠΑ. Δεν είναι χαμένη η ΕΕ.

Θα σας το πω διαφορετικά: Η ΕΕ θα ήταν χαμένη αν δεν υπήρχε καμία απολύτως συμφωνία και αν ο πρόεδρος Τραμπ πραγματοποιούσε τις απειλές του για πλήρη διακοπή της αμερικανικής βοήθειας. Η ΕΕ δεν είναι σε θέση ακόμα να υποκαταστήσει τις ΗΠΑ στην ουσιαστική αμυντική υποστήριξη των ουκρανικών ενόπλων δυνάμεων. Άρα, δεν είναι επιλογή για την ΕΕ η ρήξη μεταξύ Ουκρανίας και ΗΠΑ . Είναι το χειρότερο δυνατό σενάριο. Μέχρι, τουλάχιστον, να μπορέσει να αναπτύξει τις ικανότητες εκείνες που της επιτρέπουν να απεξαρτηθεί η ίδια η ΕΕ από τις ΗΠΑ.

Πώς μπορεί αυτή η συμφωνία να επηρεάσει τις μελλοντικές διαπραγματεύσεις για ειρήνη ή εκεχειρία με τη Ρωσία, δεδομένου ότι ενισχύει την οικονομική και στρατηγική συνεργασία ΗΠΑ-Ουκρανίας;

Στην ουσία θα επαναλάβω αυτό που είπα νωρίτερα. Είναι η εκπομπή ενός πολύ συγκεκριμένου μηνύματος στη Ρωσία: ότι οι ΗΠΑ με αυτή τη συμφωνία πολιτικά, εν πάσει περιπτώσει, δεσμεύονται στη στήριξη της Ουκρανίας Αυτό βεβαίως, έχει ένα πολύ συγκεκριμλενο όριο το οποίο έχει θέσει ο πρόεδρος Τραμπ.

Η Ουκρανία δεν μπορεί, το έχει πει ο ίδιος ο Τραμπ επανειλημμένα, να φιλοδοξεί να ανακτήσει αυτά τα εδάφη. Και άρα η συμφωνία θα πρέπει να είναι στη βάση της αναγνώρισης των πραγματικοτήτων στο έδαφος (realities on the ground). Αυτό υποστηρίζει πάντοτε. Αυτό, νομίζω, είναι και το όριο της αμερικανικής δέσμευσης. Δεν είναι μια δέσμευση που θα επιτρέψει στην Ουκρανία να φιλοδοξεί, τουλάχιστον σε αυτή τη φάση και με αυτές τις συνθήκες τις πολιτικές στην Ουάσιγκτον και στην Ευρώπη ότι μπορεί να σχεδιάσει και να εφαρμόσει μια μεγάλη αντεπίθεση. Άρα η συμφωνία θα είναι αυτή. Θα είναι μια τέτοια συμφωνία που με κάποιο τρόπο de facto και όχι de jure θα αναγνωρίζει την ρωσική κατοχή.

Δεν πρόκειται η Ουκρανία να αναγνωρίσει την προσάρτηση των περιοχών αυτών. Θα δούμε τι θα κάνουν οι ΗΠΑ. Αλλά νομίζω ότι και οι ΗΠΑ στο πλαίσιο μιας διαπργμάτευσης με τη Ρωσία δεν πρόκειται να δηλώσουν από τώρα ότι αναγνωρίσουν την ρωσική κυριαρχία στα εδάφη που έχουν κατακτήσει οι ρωσικές ένοπλες δυνάμεις.

Επαναλαμβάνω, λοιπόν, ότι αυτή η συμφωνία είναι χρήσιμη ως προς την πορεία, στο μονοπάτι για την ειρήνη στον βαθμό που οι ΗΠΑ δεσμεύονται να στηρίξουν την Ουκρανία, στο πλαίσιο μιας διαπραγμάτευσης.


* Ο Κώστας Υφαντής είναι Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων και Πρόεδρος του ΔΣ του ΙΔΙΣ, Πάντειο Πανεπιστήμιο.