Τι συμβαίνει όταν δύο παράλληλες κοιτίδες κουλτούρας συναντιούνται κάτω από την ίδια στέγη; Στο Τελλόγλειο, η «Τέχνη» και η «Διαγώνιος» αποκτούν επιτέλους το «οφειλόμενο μουσείο» και συναντιούνται ξανά. Όχι ως επετειακός φόρος τιμής, αλλά ως ενεργός διάλογος για το πώς γράφτηκε –και πώς διαβάζεται σήμερα– η εικαστική ιστορία της Θεσσαλονίκης. Μια έκθεση-γεγονός, ίσως το πιο σημαντικό για τα εικαστικά μας δρώμενα, φωτίζει τους θεσμούς και τα πρόσωπα που άπλωσαν το δίχτυ της παιδείας κι έδωσαν βήμα σε γλώσσες διαφορετικές.
Η ιδέα της έκθεσης γεννήθηκε από την ανάγκη να ξαναδιαβαστεί η ιστορία της Θεσσαλονίκης μέσα από δύο συλλογές που, μολονότι δημιουργήθηκαν ανεξάρτητα, έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της νεότερης καλλιτεχνικής φυσιογνωμίας της πόλης. Μισό αιώνα μετά, το Τελλόγλειο επιχειρεί να ενώσει ξανά το νήμα που συνδέει την «Τέχνη» και τη «Διαγώνιο», προτείνοντας μια ερμηνεία που ξεπερνά τις τοπικές αναφορές και συνομιλεί με την ιστορία της ελληνικής τέχνης του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα.
Η «Τέχνη» υπήρξε γέννημα πανεπιστημιακών δασκάλων –μεταξύ αυτών ο Λίνος Πολίτης, ο Μωρίς Σαλτιέλ, ο Χρύσανθος Χρήστου, ο Μανόλης Ανδρόνικος, ο Γιώργος Σαββίδης, ο Δημήτρης Φατούρος– που πίστευαν βαθιά στη δύναμη της αισθητικής παιδείας. Από τα πρώτα της βήματα επέλεξε να ισορροπήσει τον ακαδημαϊσμό με την πρωτοπορία, να φέρει στη Θεσσαλονίκη τη σύγχρονη ελληνική ζωγραφική αλλά και να συστήσει το κοινό σε διεθνή ρεύματα. Ο Χρύσανθος Χρήστου, ακούραστος, δίδασκε μαθήματα τέχνης σε όλη τη Βόρεια Ελλάδα, ενώ οι εκθέσεις που οργανώθηκαν έδωσαν βήμα σε καλλιτέχνες όπως ο Όμηρος Γεωργιάδης, ο Βενετούλιας, ο Καμπαδάκης.
Φώνης Ζογλοπίτης «Μακεδονικό τοπίο» (1981, λάδι 38x59 εκ.). Συλλογή Ανδρέα και Περικλή Σφυρίδη Φωτογραφία Α. Σφυρίδης
Η δράση της «Τέχνης» δεν περιορίστηκε στα εικαστικά. Στήριξε τη δημιουργία της Κρατικής Ορχήστρας Θεσσαλονίκης, συνέβαλε στην ίδρυση του Θεάτρου και του Φεστιβάλ Κινηματογράφου, ενώ βρέθηκε κοντά και στη θεμελίωση της Σχολής Καλών Τεχνών του ΑΠΘ. Με την ίδια φυσικότητα που προώθησε την αφαίρεση στις εικαστικές τέχνες, άνοιξε χώρο στη μουσική, φιλοξενώντας εκδηλώσεις που κινήθηκαν από το μπαρόκ ως την τζαζ και την ποπ του Σάκη Παπαδημητρίου. Οι μεγαλύτεροι στα χρόνια Θεσσαλονικείς το ξέρουν καλά: η «Τέχνη» δεν ήταν απλώς ένας φορέας εκθέσεων· ήταν ένας οργανισμός που έστησε θεσμούς, διαμόρφωσε γούστα, έθρεψε γενιές φοιτητών και καλλιτεχνών, και λειτούργησε ως γέφυρα ανάμεσα στη Θεσσαλονίκη και τον κόσμο.
Η «Μικρή Πινακοθήκη Διαγώνιος» γεννήθηκε το 1974 από το πείσμα και το όραμα του Ντίνου Χριστιανόπουλου. Δεν είχε πίσω της πανεπιστημιακούς ή θεσμικές πλάτες· είχε μόνο τη βαθιά αγάπη για την τέχνη και την πεποίθηση ότι «τον ζωγράφο πρέπει να τον δεις στο ντουβάρι». Από την αρχή όρισε τους στόχους της: να προβάλει Θεσσαλονικείς καλλιτέχνες, να δώσει βήμα στους πολύ νέους, να αποφύγει τους βεντετισμούς. Ήταν ένας χώρος λιτός, χωρίς κρατική στήριξη, που λειτούργησε με περίσσευμα ψυχής και απόλυτη συνέπεια.
Η «Διαγώνιος» έφερε κοντά καλλιτέχνες αυτοδίδακτους ή απομονωμένους, που δεν είχαν πρόσβαση σε μεγάλες αίθουσες ή θεσμούς. Με προεξάρχοντα τον Νίκο Γαβριήλ Πεντζίκη, και δίπλα του τον Κάρολο Τσίζεκ, τον Σβορώνο, τον Κιλεσσόπουλο, τον Λαζόγκα, η πινακοθήκη ανέδειξε μια τέχνη εσωστρεφή, βιωματική, δεμένη με την ποίηση και τη λογοτεχνία. Τα εξώφυλλα των ποιητικών συλλογών που συνομιλούσαν με εικαστικά έργα ήταν χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της σύνδεσης.
Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης, «Συνάντηση» (1975, τέμπερα σε χαρτόνι, 26,5x36 εκ.). Δωρεά Ειρήνης Ζαρφτσιάν, Τελλόγλειο Ίδρυμα Τεχνών Α.Π.Θ.
Η φυσιογνωμία της «Διαγωνίου» υπήρξε αυστηρή αλλά καθαρή: εντιμότητα, προτίμηση στα «μικρά και ταπεινά». Μέσα από αυτό το πρίσμα, η πινακοθήκη άφησε ένα ιδιαίτερο αποτύπωμα στην πνευματική ζωή της Θεσσαλονίκης, κερδίζοντας τον σεβασμό ακόμη κι όσων κινήθηκαν σε διαφορετικές κατευθύνσεις. Δεν αγνόησε τις σύγχρονες τάσεις, αλλά διάλεξε να τις φιλτράρει μέσα από τη δική της εντοπιότητα, δίνοντας έτσι στην πόλη έναν ξεχωριστό χαρακτήρα.
Το παράδειγμά της απέδειξε ότι χωρίς θεσμική ισχύ, χωρίς κρατικούς πόρους, μπορεί να χτιστεί μια παράδοση που στηρίζεται αποκλειστικά στην πίστη και την προσωπική αφοσίωση. Ήταν ένας μικρός, σχεδόν ταπεινός χώρος, που κατόρθωσε να λειτουργήσει ως σημείο αναφοράς για τη γενιά του. Μας δίδαξε τι σημαίνει κριτήριο: να ξεχωρίζεις με καθαρότητα, να αναγνωρίζεις την αξία μέσα στο ελάχιστο, να σέβεσαι το έργο χωρίς τις επιβολές της αγοράς ή των θεσμών. Και ανέδειξε μια άλλη εκδοχή της Θεσσαλονίκης: όχι την κοσμοπολίτικη και εξωστρεφή, αλλ’ αυτή που αντιστέκεται στην ευκολία, που επιμένει στην ποιότητα, που διαμορφώνει ήθος και μέτρο.
Το γεγονός ξεπερνά τους τοίχους του μουσείου. Η συνάντηση της «Τέχνης» και της «Διαγωνίου» στο Τελλόγλειο δεν είναι ένα ακόμη εκθεσιακό συμβάν· είναι μια πράξη αποκατάστασης, η αναγνώριση δύο φορέων που, με διαφορετικούς δρόμους, συνέβαλαν αποφασιστικά στη διαμόρφωση της καλλιτεχνικής ταυτότητας της Θεσσαλονίκης. Η πόλη μπορεί να ξαναδεί τον εαυτό της μέσα από αυτό το δίπολο. Και να αναγνωρίσει ότι η ιστορία της τέχνης γράφεται συχνά σε μικρά στέκια, με μεγάλες εμμονές και πίστη σε αρχές που δεν εξαντλούνται στον χρόνο.
Ιδιαίτερη μνεία αξίζει στην Αλεξάνδρα Βουτυρά, που με συνέπεια ερευνητή και βιωματική σχέση με τα πρόσωπα και τα γεγονότα, έφερε στο φως την παράλληλη πορεία των δύο φορέων. Η παρουσία της δεν καταγράφει μόνο αρχεία, αποδίδει το κλίμα μιας εποχής, τις αντιθέσεις και τις συγγένειες, και τοποθετεί τη Θεσσαλονίκη στη θέση που της αναλογεί στον χάρτη της νεότερης τέχνης.
«ΤΕΧΝΗ - ΔΙΑΓΩΝΙΟΣ και το Μουσείο που δεν έγινε», Τελλόγλειο Ίδρυμα Τεχνών ΑΠΘ από 3/10/2025 – 10/2/2026. Επιμέλεια Μιγκέλ Φ. Μπελμόντε.
Κεντρική φωτ.: Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος στη Διαγώνιο (π. Σεπτέμβριος 1977) Γιάννης Βανίδης @ Α.Π.Θ.