Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κωνσταντίνος Τασούλας, απηύθυνε απόψε χαιρετισμό στο συνέδριο «Ο Κωνσταντίνος Τσάτσος της Μεταπολίτευσης», που διοργανώνει στην Ακαδημία Αθηνών, το Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία σε συνεργασία με την Ακαδημία Αθηνών, το Κέντρο Βυζαντινών, Νεοελληνικών και Κυπριακών Σπουδών του Πανεπιστημίου της Γρανάδας και την Εταιρία των Φίλων Κωνσταντίνου και Ιωάννας Τσάτσου.
Αναφερόμενος στον Τσάτσο της Μεταπολιτεύσεως, ο κ. Τασούλας έκανε λόγο για έναν άνθρωπο σεμνό, έναν λάτρη του Έθνους, της Δημοκρατίας και της ευρωπαϊκής Ελλάδας. Της συνέχειας του Ελληνισμού, την οποία αποτύπωσε στην Ιστορία του Ελληνικού Έθνους και του ύπατου σκοπού της Ιστορίας όπως τον αναφέρει στο σπουδαίο σύγγραμμά του "Πολιτική".
Ειδικότερα, κατά τον χαιρετισμό του, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας τόνισε:
«Πρώτα ήθελα να απευθύνω θερμά και ειλικρινή συγχαρητήρια προς τους συντελεστές αυτού του συνεδρίου, την Ακαδημία Αθηνών, το Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία, την Εταιρεία Φίλων Ιωάννας και Κωνσταντίνου Τσάτσου και το Κέντρο Βυζαντινών Νεοελληνικών και Κυπριακών Σπουδών του Πανεπιστημίου της Γρανάδας.
Ο Κωνσταντίνος Τσάτσος πληρούσε απολύτως τον χαρακτηρισμό homo universalis. Ήταν μία πολυσχιδής προσωπικότητα, αλλά δεν υπονόμευε η μία πλευρά του χαρακτήρα του την άλλη. Ήταν πολυμερής προσωπικότητα επιτυχημένη σε όλες τις πτυχές της.
Και αν και ο ίδιος, απόλυτα σεμνός και απόλυτα αυστηρότατος με τον εαυτό του, θεωρούσε πως αυτή η διασπορά του ανάμεσα στη φιλοσοφία, στην ποίηση, στη λογοτεχνία, στη νομική, στην πολιτική, έβλαψε τις ιδιότητες αυτές και δεν επέτρεψε να αναπτύξει μία κορυφαία και μοναδική από όλες, εν τούτοις θα παρακάμψω και θα αγνοήσω και θα διαφωνήσω, με όλο το θάρρος και τον σεβασμό στη μνήμη του, με αυτή την αυτοκριτική που έκανε στον εαυτό του, διότι ήταν μία απολύτως επιτυχημένη πολυσχιδής προσωπικότητα σε όλες τις πτυχές αυτής της πολυσχιδούς προσωπικότητας.
Πώς περιγράφει ο ίδιος στο πυκνό και συναρπαστικό ανάγνωσμα που έγραψε στο τέλος της ζωής του, όταν είπε την περίφημη φράση "πλησιάζω τα 81 και ήρθε η ώρα να οργανώσω το τέλος μου". Τόσο ρεαλιστής και προσγειωμένος ήταν και συμφιλιωμένος με τα ανθρώπινα. Πώς περιγράφει λοιπόν ο ίδιος την προέλευσή του, την αφετηρία του, την εκκίνησή του.
"Όλα με οδηγούσαν στο να γίνω ένας κοινός αστός που θα διολίσθαινε μέσα από τα γεγονότα της ζωής χωρίς ούτε μεγάλες δυστυχίες, ούτε μεγάλες ευτυχίες, ούτε υπερβολικά ανεβάσματα, ούτε πεσίματα μεγάλα. Όλα με αιχμαλώτιζαν σε μία μοίρα αναπαυτική και ασήμαντη. Και όσο κι αν αργότερα ήρθαν γεγονότα που μου άνοιξαν τα μάτια, όσο κι αν ο ίδιος παλεύοντας λυτρώθηκα από λογής δεσμά, φοβάμαι πως το στίγμα του μεσοαστικού κοινού τύπου δεν έφυγε εντελώς από πάνω μου και κρύβεται ως έσχατη αιτία πίσω απ' τις τόσες αποτυχίες μου.
Αν είχα γεννηθεί μέσα στους λίγους προνομιούχους, θα είχα τη δύναμη, τα πλούτη, την αίγλη και το ξεκίνημά μου για έναν υψωμό θα μου ήταν ευκολότερο. Μα κι αν είχα γεννηθεί μέσα στη φτώχεια, θα είχα τη δύναμη που μόνο η σκληραγωγία της ανέχειας δίνει στον άνθρωπο. Θα είχα κάποιο πάθος, κάποιο πόνο, κάποιο φθόνο, μια πικρία, κάποιο δυνατό κεντρί που θα μπορούσα να το μεταμορφώσω σε θέληση και σε αρετή. Με στέρησε η μοίρα, ακόμη κι από τα προνόμια της δυστυχίας. Ό,τι κατόρθωσα, το κατόρθωσα εις πείσμα της κακής αφετηρίας μου".
Αλλά τι κατόρθωσε; Κατόρθωσε σήμερα, στην Ακαδημία Αθηνών, να τιμάται η μνήμη του, να τιμάται η φάση της ζωής του, την περίοδο της μεταπολιτεύσεως. Κατόρθωσε να τον θαυμάζουμε, να υποκλινόμεθα στο πνεύμα του, στην πολιτική του διαδρομή, στη νομική του επάρκεια, στον φιλοσοφικό του ετασμό. Ένας άνθρωπος πολυμελής επιστημονικά, πολιτικά, ένας ξεχωριστός άνθρωπος, και επιτρέψτε μου μία προσωπική αναφορά, έκανε πολλούς από εμάς στα νιάτα μας, στα φοιτητικά μας χρόνια, να περιμένουμε πώς και πώς την Πρωτοχρονιά για να θαυμάσουμε την εκφορά της ελληνίδος γλώσσης από το στόμα του, με άψογα ελληνικά, όταν εκφωνούσε από τηλεοράσεως ή τηλοψίας, όπως τη λέγανε τότε, τα πρωτοχρονιάτικα διαγγέλματά του, μεστά μηνυμάτων, νοημάτων και περιεχομένων. Και πότε πότε να τρέχουμε στα λεξικά για να ανακαλύψουμε λέξεις σπάνιες, γεμάτες νόημα που εκστόμιζε. Θυμάμαι να καταφεύγω στο λεξικό Liddell Scott για να μάθω τι σημαίνει η λέξη "οθνεία". Έλεγε ότι η Ελλάδα πολιορκείται από "οθνεία ιδεολογικά ρεύματα". Δίδασκε ακόμη και με τα προεδρικά του διαγγέλματα.
'Αρα κατόρθωσε τα πάντα ο Κωνσταντίνος Τσάτσος και παρά ταύτα έμεινε ένας σεμνός, συνεσταλμένος ως προς τον εαυτό του και ως προς το εύρος της επιτυχίας του, την οποία ποτέ δεν διανοήθηκε να επικαλεστεί.
Απεναντίας, αυτή η σεμνότητα είναι χαρακτηριστική διότι ξεκινώντας τη "Λογοδοσία μιας ζωής", αυτό το εκπληκτικό δίτομο έργο των Εκδόσεων των Φίλων, καταφεύγει στους τελευταίους πλατωνικούς διαλόγους στους Νόμους, και επικαλείται μια φράση η οποία όλους μας, καταλαβαίνοντάς την, μας προσγειώνει και μας κάνει να είμαστε ήκιστα επηρμένοι και αλαζόνες. "Έστι δή τοίνυν τά τών ανθρώπων πράγματα μεγάλης μέν σπουδής ούκ άξια, άναγκαίον γε μήν σπουδάζειν", δηλαδή, ίσως τα ανθρώπινα πράγματα δεν παρουσιάζουν μεγάλο ενδιαφέρον, αλλά είναι ανάγκη να τα μελετάμε.
Αυτό είναι το προανάκρουσμα της "Λογοδοσίας μιας ζωής". Θέλει να μας προειδοποιήσει ότι μπορεί να μην παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον η ζωή του, αλλά είναι ανάγκη να τη μελετάμε, πόσο μάλλον που είχε άδικο γιατί η ζωή του, ιδίως μετά τη Μεταπολίτευση παρουσιάζει τεράστιο ενδιαφέρον. Και κλείνει την τελευταία σελίδα της Λογοδοσίας πάλι με αυτή την, ομολογουμένως, δυσεξιχνίαστη αποδοχή πως η διαδρομή του όλη υπήρξε μια αποτυχία, που εγώ την αποδίδω σε μια παμεγέθη σεμνότητα, "από την υψηλή σκοπιά από την οποία πρέπει να κρίνεται το έργο μιας πολύχρονης ζωής και παίρνοντας υπόψη τις όποιες ευμενείς συνθήκες μέσα στις οποίες εκτυλίχθηκε ο τίτλος που δίνω στην αυτοβιογραφία μου είναι και αντικειμενικά και υποκειμενικά σωστός, μια αποτυχία και η ιστορία της".
Μια άλλη ερμηνεία που δίνω σε αυτή την τάση του να υποτιμά τον εαυτό του, είναι ότι είχε από τον εαυτό του απίστευτες αξιώσεις. Είχε πολύ μεγαλύτερες αξιώσεις από εκεί που έφτασε, και δεν έφτασε καθόλου χαμηλά, αλλά ήταν τέτοιες οι αξιώσεις, τέτοιο το κέντρισμα και τα κίνητρα επιτυχίας που είχε βάλει ο ίδιος στον εαυτό του. Ήταν τόσο ψηλά ο πήχης που είχε βάλει στον εαυτό του, που το μεγαλύτερο κίνητρό του ήταν ότι ποτέ δεν ήταν ικανοποιημένος με αυτό που πετύχαινε.
Ο Κωνσταντίνος Τσάτσος της Μεταπολιτεύσεως. Πώς ξεκίνησε η μεταπολίτευση για τον Κωνσταντίνο Τσάτσο; Χαρακτηρίζει ο ίδιος τη μέρα εκείνη της μεταπολιτεύσεως, γιατί η μεταπολίτευση είναι και στιγμή και διάρκεια, στέκομαι στη στιγμή. Χαρακτηρίζει εκείνη τη στιγμή ως τομή στη ζωή του και χαρακτηρίζει και τα μετέπειτα χρόνια που συνιστούν και συγκροτούν τη μεταπολίτευση, η οποία ξετυλιγόταν σιγά-σιγά ως επίσης τομή. Λέει, λοιπόν, ο ίδιος: "στο τέλος του 1974 και στις αρχές του 1975 συντρέχουν συγχρόνως πολλά περιστατικά που μου επιβάλλουν μια τομή, καθαρή και βαθιά. Τελειώνει η χουντική επταετία, που καταδικάζοντάς με στην απομόνωση, μου έδωσε τον καιρό να δουλέψω συγγραφικά, όσο ποτέ άλλοτε στην πολυτάραχη ζωή μου".
Την περίοδο εκείνη ασχολήθηκε πάρα πολύ με το γράψιμο, ήταν μέλος της Εποπτικής Επιτροπής της Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους, αυτού του εκπληκτικού έργου εθνικής αυτογνωσίας και το επιμελήθηκε με απίστευτη μέριμνα και φροντίδα. Έγραψε νέους "Αφορισμούς και Διαλογισμούς", τελείωσε τους "Διαλόγους σε Μοναστήρι", οι οποίοι τελείωσαν περίπου πάνω στο μεταίχμιο της αλλαγής.
Και ο ίδιος άλλαξε από την πρώτη περίοδο της ζωής του. Πώς ήταν ο Τσάτσος της Μεταπολιτεύσεως, πώς περιγράφει ο ίδιος με την εκπληκτική του γραφίδα, την τόσο καίρια και περιγραφική τον εαυτό του μετά τα 76 του χρόνια. "Βλέπω τώρα καθαρότερα, σκέφτομαι βαθύτερα, συμπεριφέρομαι δικαιότερα, έχω μέσα μου περισσότερο προσωπικό φως.
'Αλλοτε, με ένα νεωστί ναυπηγημένο πλοίο, μετέφερα πλήθος οικοδομικά και εδώδιμα εμπορεύματα. Τώρα με ένα βραδυπόρο, προ χρόνων, ναυπηγημένο πλοιάριο, μεταφέρω χρυσοφόρα κοιτάσματα και ίσως και μερικές διαμαντόπετρες". Χρυσοφόρα κοιτάσματα και μερικές διαμαντόπετρες, ήταν η συμβολή του Τσάτσου της Μεταπολιτεύσεως.
"Το απόγευμα της 23ης Ιουλίου 1974, που τηλεφώνησε ο Αβέρωφ απ' την Αθήνα, να κατέβω απ' τον Κοκκιναρά στο αεροδρόμιο, διότι φτάνει ο Καραμανλής. Επειδή δεν είχα μέσο μεταφοράς, ο Αβέρωφ μου έστειλε ένα αυτοκίνητο της χωροφυλακής. Όταν βγήκα στην πόρτα μπρος στο αυτοκίνητο, χαμογελαστός, στεκόταν ο χαφιές μου". Ο άνθρωπος δηλαδή που τον παρακολουθούσε τη διάρκεια της δικτατορίας. "Όταν βγήκα στην πόρτα, μου είπε: "Κύριε Υπουργέ, πού θέλετε να σας πάω; Ξανάγινα ξαφνικά και πάλι Υπουργός. Έσκασα στα γέλια και μαζί με τον Καραπιπέρη, (έναν πρώην βουλευτή Ευρυτανίας και φίλο του και γείτονά του) κατεβήκαμε στο Ελληνικό. Εκεί στάθηκε αδύνατον να πλησιάσω τον Καραμανλή. Στο γυρισμό, αντί να ξενυχτήσω στην Αθήνα όπως έκαναν άλλοι, γύρισα σπίτι και ξανακατέβηκα μόνο νωρίς το πρωί στη Μεγάλη Βρεταννία. Εντωμεταξύ, είχε γίνει η κυβέρνηση και ενώ ήμουν από την αρχή στο "small cabinet", στην κυβερνητική επιτροπή δηλαδή, "έγινα απλός Υπουργός Πολιτισμού. Τον περισσότερο καιρό όμως ασχολούμουν με γενικά ζητήματα, ιδίως με τα προσχέδια του νέου Συντάγματος." Είχε ήδη, δηλαδή, αρχίσει να ετοιμάζεται για τον ρόλο που ανέλαβε και εξετέλεσε άψογα λίγο χρόνο μετά. Λέει για την προετοιμασία των εκλογών και τι ρόλο έπαιξε στην κατάρτιση των ψηφοδελτίων - που όλα αυτά δεν έχουν και τόσο ενδιαφέρον, και εν συνεχεία, λέει, ότι ομόφωνα όλοι τον πρότειναν Επικεφαλής στην τιμητική θέση του πρώτου, στο ψηφοδέλτιο Επικρατείας.
Και προσέξτε τώρα, κάποιες λεπτομέρειες που έχουν σχέση και με τον δικό του χαρακτήρα και με τον χαρακτήρα άλλων. "Αλλά ο Στασινόπουλος, που εγώ πρότεινα, δήλωσε ότι δέχεται να πολιτευθεί μόνο αν μπει αυτός πρώτος, ως τέως πρόεδρος του ΣτΕ. Αμέσως έσπευσα να του παραχωρήσω τη θέση μου".
Είδατε πόσο ακατάδεκτος ήταν ο Τσάτσος στο να είναι συνηθισμένος; Δεν καταδεχόταν να διαγκωνίζεται.
Γιατί ήταν σίγουρος για τον εαυτό του. Ασχέτως πώς εξελίχθηκαν τα πράγματα. "Αμέσως" λοιπόν, "έσπευσα να του παραχωρήσω τη θέση μου και έτσι μπήκα δεύτερος. Αλλά το βράδυ καταφέραμε και την Ελένη Βλάχου να πολιτευθεί κι αυτή. Όμως κι εκείνη ήθελε να είναι πρώτη. Με χίλια βάσανα δέχτηκε να μπει μετά τον Στασινόπουλο κι έτσι εγώ μπήκα τρίτος".
Αυτά, για να θυμόμαστε πόσο ματαιόδοξοι είναι, ενίοτε, άνθρωποι που κατά τα άλλα είναι σπουδαίοι.
Αμέσως μετά έγινε μία πρόταση η οποία δεν ευδοκίμησε: να αναλάβει αυτός πρώτος Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Δεν ευδοκίμησε. Ανέλαβε τον Δεκέμβριο του ‘74 ο Μιχαήλ Στασινόπουλος, ο οποίος έκατσε μέχρι το καλοκαίρι του ‘75 προσωρινός Πρόεδρος της Δημοκρατίας, με ψήφο από τη Βουλή και ο Τσάτσος ανέλαβε το ανηφορικό, σπουδαίο, όπως απεδείχθη και πολύτιμο έργο του Προέδρου της Επιτροπής Καταρτίσεως του νέου Συντάγματος. Του Συντάγματος του 1975 το οποίο ισχύει και σήμερα και για το οποίο πολύ σύντομα η Βουλή των Ελλήνων θα ανοίξει τις πόρτες της, για να παρουσιάσει μια εντυπωσιακή και ιστορικά ωφέλιμη έκθεση για το Σύνταγμα του 1975 στην Αίθουσα των Τροπαίων.
Εκεί λοιπόν με συνεργάτες τον Κωνσταντίνο Παπακωνσταντίνου και τον Στεφανάκη αλλά και έναν νεοσσό τότε Πάρεδρο του Συμβουλίου Επικρατείας τον Σπύρο Νικολάου, όπως λέει και ο ίδιος ο Τσάτσος, ετοίμασαν το Σύνταγμα του 1975, το οποίο ψηφίστηκε και για το οποίο ο ίδιος έκανε μια εκπληκτική ομιλία, 7 Ιουνίου του 1975, χαρακτηρίζοντάς το ελληνικό, ότι δεν είχε δηλαδή πάρει από άλλα Συντάγματα. Είναι αυτό που έλεγε ο Περικλής χιλιάδες χρόνια πριν "Χρώμεθα γὰρ πολιτείᾳ οὐ ζηλούσῃ τοὺς τῶν πέλας νόμους", δεν αντιγράφουμε δηλαδή τους νόμους άλλων γειτονικών κρατών, έλεγε ο Περικλής υπερήφανος, για την αυτοδημιούργητη και αυτοφυή Ελληνίδα αθηναϊκή δημοκρατία. Tο ίδιο είπε μετά από χιλιάδες χρόνια και ο Τσάτσος για το ελληνικό Σύνταγμα του 1975, το οποίο είχε μέσα του και την ανάμνηση κακοπαθημάτων, την αποτροπή κακοπαθημάτων του παρελθόντος και φρόντιζε, δηλαδή, για την κυβερνητική σταθερότητα, για τη δυνατότερη και αποτελεσματικότερη εκτελεστική εξουσία, για τη συγκεκριμένη και περιοριστική δυνατότητα του Ανωτάτου 'Αρχοντος να διαλύει τη Βουλή ή να διορίζει Πρωθυπουργό. Περιείχε δηλαδή όλα τα πολύτιμα πετράδια των διδαγμάτων του παρελθόντος έπειτα από πολιτικές ανωμαλίες, εκκρεμότητες, διχασμούς.
Και αυτά τα διδάγματα και αυτή η πείρα που από τη δεκαετία του ‘30 τον ακολουθούσε, ενσωματώθηκε στο Σύνταγμα του 1975 το οποίο είναι πλέον το μακροβιότερο, ξεπερνώντας ακόμη και το Σύνταγμα του 1864, της Ελληνικής Δημοκρατίας.
Εκτός από την εντρύφησή του με το νέο Σύνταγμα, μετά την υπερψήφισή του, τη συντριπτική με 210 ψήφους του Κοινοβουλίου, τον Ιούλιο του 1975, ως πρώτου, με πενταετή θητεία, με πλήρη θητεία, Προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας, όπως ο ίδιος δήλωσε, ασχολήθηκε με τρία θέματα βασικά. Θέματα που έχουν σχέση με τον Ελληνισμό: Ασχολήθηκε πολύ σοβαρά με το θέμα της μουσουλμανικής μειονότητας στην Θράκη που τον απασχολούσε. Ασχολήθηκε με το Σλαβομακεδονικό. Ασχολήθηκε με τη σχέση της Βουλγαρίας με το θρακικό ζήτημα. Όλα δηλαδή πάνω στην ελληνική ακριτική περιοχή της Θράκης.
Ασχολήθηκε, να τονίσει με τις ομιλίες του, τους λόγους του και τη συμπεριφορά του, την πρωταρχία του Έθνους έναντι άλλων αξιών. Και αυτό το έκανε έναντι του διεθνιστικού μαρξισμού, όπως είπε, αλλά και με την πρωταρχία της Δημοκρατίας εν σχέσει με άλλα πολιτεύματα. Και αυτό το έκανε έναντι των απόψεων του ακροδεξιού φασισμού.
Ασχολήθηκε με την Ενωμένη Ευρώπη, τη σύνδεση της Ελλάδας με την Ενωμένη Ευρώπη. Και ασχολήθηκε με όλα αυτά στους λόγους του, τους καλλιεπείς, τους πυκνούς. Κι έτσι καταλαβαίνουμε και τη σημασία των μεταφράσεων που έκανε την περίοδο της δικτατορίας των λόγων του Δημοσθένους και του Κικέρωνα.
Ασχολήθηκε, λοιπόν, μιλώντας προς τον ελληνικό λαό με την επιβολή της καλλιεπούς, σωστής δημοτικής έναντι της κακομεταχειρίσεως της γλώσσας, η οποία είχε ήδη αρχίσει να έχει πολύ ανησυχητικά συμπτώματα την περίοδο εκείνη.
Αυτός είναι, με λίγα λόγια, ο Τσάτσος της Μεταπολιτεύσεως. Ένας άνθρωπος σεμνός, ένας λάτρης του Έθνους, της Δημοκρατίας και της ευρωπαϊκής Ελλάδας. Της συνέχειας του Ελληνισμού, την οποία αποτύπωσε στην Ιστορία του Ελληνικού Έθνους και του ύπατου σκοπού της Ιστορίας όπως τον αναφέρει στο σπουδαίο σύγγραμμά του "Πολιτική". Ένας άνθρωπος ο οποίος μιλούσε για τον ύπατο σκοπό της Ιστορίας και ο οποίος κατάφερνε, βολοδέρνοντας στις εκλογικές αναμετρήσεις και στην αναζήτηση προσωπικών ψήφων, να εκλεγεί επτά φορές βουλευτής στη μεγαλύτερη περιφέρεια της Αθήνας. Και βέβαια πάντα μετά τις εκλογές και την κούραση που του προκαλούσαν αποσυρόταν για δύο-τρεις μέρες σε κάποιο ξενοδοχείο, ακούγοντας κλασική μουσική, από ένα γραμμόφωνο που του είχε χαρίσει μία αγαπημένη του φίλη.
Έχουμε και ένα παράδειγμα ότι ο Καραμανλής προσπαθώντας να συγκροτήσει κυβέρνηση μετά την εκλογή του 1958, αναζήτησε με τη χωροφυλακή τον Τσάτσο, ο οποίος είχε αποσυρθεί ακούγοντας μουσική για να ξεκουράσει την ψυχή του από τον φόρτο τον εκλογικό, τον φόρτο της ψηφοθηρίας.
Αυτός ο σεμνός και υψιπετής άνθρωπος τίμησε την Ελληνική Δημοκρατία με μία Προεδρία απαράμιλλη. Και αυτός ο άνθρωπος μας άφησε παρακαταθήκες, όπως θα εξηγηθεί σε αυτό το διήμερο του συνεδρίου, οι οποίες όχι μόνο δεν ξεχνιούνται αλλά συχνά βαπτίζουμε τον νου μας μέσα σε αυτές και παίρνουμε κουράγιο για να συνεχίσουμε.
Έκανε όμως ένα μεγάλο λάθος στην προσπάθειά του να αποδείξει τη σεμνότητά του και να μας πείσει ότι μπορούσε και καλύτερα: "Θα υπάρξουν μερικοί που αυτή την προβολή της αποτυχίας μου θα την εκλάβουν σαν ένα είδος επιζητήσεως επαίνων. Απατώνται.
Πρόκειται για μία αντικειμενική κρίση που εκφέρω. Ξέρω ότι υπάρχουν πολλοί πιο μέτριοι από μένα, αλλά δεν κοιτάζω προς τα κάτω. Ξέρω αντιθέτως πως πολλοί καλοθελητές θα με τοποθετήσουν και πιο κάτω από ό,τι αξίζω.
Το έκαναν όσο ζούσα."
Όταν έγραψε το περίφημο και από ψυχολογικής και από πολιτικής πλευράς σύγγραμμα "Ο άγνωστος Καραμανλής" κατηγορήθηκε ως κόλαξ. Και είπε το περίφημο τότε ο Τσάτσος, με σαρκασμό, ότι "στην Ελλάδα μόνο από πολύ χρόνο πεθαμένους μπορείς να επαινείς ατιμωρητί, διότι ο φθόνος περισσεύει. Εγώ επαίνεσα τον Καραμανλή γιατί δεν φθονώ. Αναγνωρίζω όποιον είναι ανώτερός μου εκεί που είναι ανώτερός μου".
Αυτός ήταν ο Τσάτσος.
"Το έκαναν λοιπόν όσο ζούσα. Ακόμη πιο πρόθυμα θα το κάνουν και όταν θα έχω σωπάσει. Προς αυτούς μάλιστα που θα με κακολογούν όταν θα έχω σωπάσει, δεν διστάζω να πω πως μερικά έργα μου θα πάρουν την όποια θέση που τους αξίζει πενήντα χρόνια ύστερα από τον θάνατό μου. Διότι σε τίποτε δεν ακολούθησα το quod plerumque fit. Αυτό που συνήθως συμβαίνει". Δηλαδή δεν ακολούθησε ποτέ αυτό που συνήθως συμβαίνει. Το συνήθως συμβαίνον. "Χωρίς τίποτα το φανταχτερό, ό,τι έκανα είχε την ιδιοτυπία του".
Ο Τσάτσος λέει λοιπόν ότι μετά από πενήντα χρόνια από τη σιωπή του, θα αναγνωριστεί το έργο του. Αυτό είναι το μεγάλο του λάθος. Το έργο του αναγνωρίστηκε όσο ζούσε. Αναγνωρίστηκε αμέσως μετά τον θάνατό του.
Και σήμερα εδώ στην Ακαδημία Αθηνών, εκλεκτοί ομιλητές, εκλεκτό ακροατήριο, όχι πενήντα χρόνια μετά, αλλά τριάντα οχτώ χρόνια μετά, βαφτιζόμαστε και πάλι στα νάματα της σπάνιας σκέψης του, του σπάνιου ήθους του, της σπάνιας πολιτικής του τοποθέτησης. Ένα λάθος έκανε μόνο ο Τσάτσος: Νόμιζε ότι θα τον ξεχάσουμε.
Εγώ, όλοι εσείς, δεν θα τον ξεχάσουμε. Γιατί όπως έγραψε και ο αγαπημένος του Παλαμάς: "Κι αν είναι πλήθος τ' άσχημα. Κι αν είναι τ' άδεια αφέντες, φτάνει μια σκέψη, μια ψυχή, φτάνεις εσύ, εγώ φτάνω, να δώσει νόημα στων πολλών την ύπαρξη ένας φτάνει."
Ο Τσάτσος ήταν τέτοιος ένας, που έδωσε νόημα στων πολλών την ύπαρξη.».
