Τα μέτρα που εξήγγειλε ο πρωθυπουργός στη ΔΕΘ προσπαθούν να ενισχύσουν τη ζήτηση των κατώτερων και μεσαίων εισοδημάτων με σημαντικές φοροελαφρύνσεις, ιδιαίτερα για οικογενειάρχες, κατ’ εξοχήν όσους διαθέτουν τρία ή περισσότερα παιδιά, καθώς και τους νέους, ακόμα και με μηδενισμό φόρων.
Τα μέτρα αυτά ύψους 1,7 δισ. έρχονται να προστεθούν σε εκείνα που εξήγγειλε τον Απρίλιο-Μάιο του 2025, ύψους 1,1 δισ.. – αυξήσεις στους ενστόλους, μέτρα για τη φοιτητική κατοικία, επίδομα 250 ευρώ στους συνταξιούχους, ανάληψη ενός ενοικίου τον χρόνο από το κράτος κ.λπ. Δηλαδή, το σύνολο των μέτρων συμποσούνται σε πάνω από 2,7 δισ. και αφορούν κατ’ εξοχήν τις κατώτερες και μεσαίες εισοδηματικές κατηγορίες, με ιδιαίτερη έμφαση, όπως τονίσαμε, στους νέους και τις πολυμελείς οικογένειες.
Παράλληλα όμως, ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν μίλησε καθόλου ή ελάχιστα για την «προσφορά», τόσο την ενίσχυση της παραγωγής όσο και την άνοδο των τιμών, που πλήττει πρωτίστως τα λαϊκά και μεσαία στρώματα. Δεν αναφέρθηκε δε καθόλου στην παραγωγική αναβάθμιση συγκεκριμένων τομέων της οικονομίας.
Δεν πρόκειται για αναδιανομή του τύπου «αφαιρώ από τους πλούσιους για να τα δώσω στους ασθενέστερους», μέσα από αυξήσεις των μισθών και φορολογική επιβάρυνση των πλουσιότερων, αλλά για μία πολιτική κατά την οποία, την αναδιανεμητική πολιτική την αναλαμβάνει το κράτος μέσω της φορολογίας και έτσι επιχειρεί να διατηρήσει και την πίτα ολόκληρη και τον σκύλο χορτάτο. Θα λέγαμε ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη προσπαθεί να εφαρμόσει μια πρωτότυπη πολιτική συναίνεσης κεφαλαίου και μισθωτής εργασίας –μάλλον σε βάρος των «μικρομεσαίων».
Όταν σε σημαντικές χώρες της Ευρώπης –βλέπε Γαλλία ή Αγγλία– το κοινωνικό κλίμα δείχνει να επιβαρύνεται και η δημοσιονομική ισορροπία καταρρέει, πώς έγινε δυνατό στην Ελλάδα να εφαρμόζεται μια ανάλογη πολιτική;
Οι παράγοντες είναι πολλοί και σημαντικοί.
Α. Κατ’ αρχάς είναι τα μνημόνια που οδήγησαν σε ριζική μείωση των μισθών, των συντάξεων και των εισοδημάτων. Εάν το ΑΕΠ συρρικνώθηκε κατά 25%, το διαθέσιμο εισόδημα μειώθηκε κατά 35%, εξαιτίας της ανόδου της φορολογίας. Με όλα τα συμπαρομαρτούντα – μείωση αποδοχών, κλείσιμο επιχειρήσεων, τεράστια ανεργία. Οι φόροι όχι μόνο αυξάνονται αλλά για πρώτη φορά υπερκαλύπτουν τα κρατικά ελλείμματα, ώστε να καλύπτονται και οι αποπληρωμές των δανείων.
Συναφώς, καθώς η ελληνική οικονομία και τα εισοδήματα συρρικνώθηκαν βίαια, δημιουργήθηκε περιθώριο για «εκτίναξη» της οικονομίας από το εξαιρετικά χαμηλό επίπεδο που είχε βρεθεί, και με τις κρατικές δαπάνες τιθασευμένες.
Έτσι, η κυβέρνηση Μητσοτάκη, μετά το 2019, μπόρεσε να ακολουθήσει μια πολιτική μείωσης των φόρων για την επιχειρηματικότητα –και οριζόντιων επιδομάτων με ευρωπαϊκά κεφάλαια, με αφορμή τον COVID, πολιτική που ικανοποίησε την πλειοψηφία των Ελλήνων. Μετά τη μνημονιακή υπερφορολόγηση μπορούσε να εγκαινιάσει μια πολιτική σταδιακών φορολογικών ελαφρύνσεων – σταδιακή μείωση του ΕΝΦΙΑ, μείωση του ΦΠΑ σε ορισμένα προϊόντα και υπηρεσίες, μείωση των ασφαλιστικών βαρών των επιχειρήσεων κ.λπ.
Β. Ωστόσο, η αποσάθρωση της πολιτικής κυριαρχίας της ΝΔ, ιδιαίτερα τα δύο τελευταία χρόνια, δεν οφείλεται αποκλειστικά σε παράγοντες πολιτικού-ιδεολογικού χαρακτήρα, αλλά και σε παράγοντες οικονομικούς. Για τους πρώτους –γάμους ομόφυλων, Τέμπη, διαφθορά– δεν θα αναφερθούμε εδώ αναλυτικότερα, αλλά οι οικονομικοί λόγοι είναι προφανείς:
1. Αρχικώς, ο πληθωρισμός και η ακρίβεια. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, κατά την εξαετία Ιούλιος 2019-Ιούλιος 2025 προκλήθηκε αθροιστικός πληθωρισμός 21,2%. Για το ίδιο χρονικό διάστημα, ο πληθωρισμός στην Ευρωπαϊκή Ένωση ήταν 26,7%. Όμως, στον τομέα των τροφίμων και μη αλκοολούχων ποτών, την εξαετία Ιούλιος 2019-Ιούλιος 2025, η Ελλάδα παρουσιάζει αθροιστικό πληθωρισμό 39,2%, ίσο με τον αντίστοιχο πληθωρισμό τροφίμων και μη αλκοολούχων ποτών στην ΕΕ που είναι 38,9%.
Στη συνολική κατανάλωση των νοικοκυριών, τα είδη διατροφής και τα μη οινοπνευματώδη ποτά αντιπροσωπεύουν το 20,7% των δαπανών και η στέγαση το 14,1%. Είναι όμως προφανές ότι οι χαμηλότερες εισοδηματικές κατηγορίες πλήττονται βαρύτερα, διότι οι δαπάνες για διατροφή και στέγαση είναι πολύ υψηλότερες ως ποσοστό του εισοδήματος. Έτσι, σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, το μερίδιο της μέσης δαπάνης για είδη διατροφής, μη οινοπνευματώδη ποτά και στέγαση των νοικοκυριών του φτωχότερου 20% του πληθυσμού ανέρχεται στο 55,8% των δαπανών, ενώ το αντίστοιχο μερίδιο του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού ανέρχεται μόλις στο 24,8%. Επομένως, για τα λαϊκά και μεσαία στρώματα συνολικότερα, το βάρος της διατροφής και της στέγασης φθάνει το 40-45% του εισοδήματος και ως εκ τούτου το βάρος της ακρίβειας είναι ιδιαίτερα σημαντικό.
2. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού νιώθει το εισόδημά του να συρρικνώνεται παρά τις όποιες ονομαστικές αυξήσεις. Επομένως, η στήριξη της «μεσαίας» τάξης στην κυβέρνηση συρρικνώνεται και για άμεσους οικονομικούς λόγους, εξ ου και η ανάγκη της σειράς των μέτρων που έχουν εξαγγελθεί από τον Απρίλιο μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2025 με στόχο να ανακοπεί η φυγή ή η αποστασιοποίηση των ψηφοφόρων.
Η ΝΔ είχε καλομάθει επί τέσσερα ή πέντε χρόνια να ηγεμονεύει ανεξέλεγκτα εξ αιτίας και της έλλειψης αντιπολίτευσης. Και όμως, δημοσκοπικά συρρικνώνεται, πληθαίνουν οι εσωτερικές αμφισβητήσεις –Καραμανλής, Σαμαράς– ενώ δημιουργήθηκε και ένα έντονα τοξικό «αντιμητσοτακικό» κλίμα με την ευκαιρία των Τεμπών, του παλαιστινιακού, της ενίσχυσης της ρωσοφιλίας, καθώς και λόγω Τραμπ. Τέλος, ένας αριθμός ολιγαρχών, με επικεφαλής τον Βαγγέλη Μαρινάκη – που κάποτε στήριζαν τη ΝΔ–, έχουν βγει στο αντάρτικο και προσπαθούν να προωθήσουν εναλλακτικές λύσεις – Κασσελάκης, Τσίπρας, κ.λπ. Παράλληλα, οι νέοι, σε συντριπτικά ποσοστά, στρέφονται εναντίον του, καθώς και η περιφέρεια.
Επομένως, για την κυβερνώσα παράταξη αποτελούσε ζωτική ανάγκη να πραγματοποιήσει μια οικονομική και συνάμα πολιτική στροφή προς τους μικρομεσαίους, τους νέους, τους πολύτεκνους, κατ’ εξοχήν τους μισθωτούς. Γι’ αυτό και προέβη στη φορολογική μεταρρύθμιση που εξήγγειλε ο Μητσοτάκης στη ΔΕΘ.
Αυτή η μεταρρύθμιση κατέστη δυνατή εξαιτίας τριών παραγόντων. Αρχικώς, εξαιτίας της μεγάλης αύξησης των εσόδων από τον περιορισμό της φοροδιαφυγής και της εισφοροδιαφυγής, συνέπεια της θέσπισης του τεκμαρτού εισοδήματος, της γενικευμένης εισαγωγής των ηλεκτρονικών ελέγχων (POS, IRIS, ψηφιακή κάρτα εργασίας κ.λπ., με παράλληλη άνοδο των εσόδων από τον ΦΠΑ)· της αύξησης της φορολογητέας ύλης λόγω πληθωρισμού· τέλος εξαιτίας και της χρήσης των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης. Έτσι το πρωτογενές πλεόνασμα του κρατικού προϋπολογισμού την περίοδο Ιανουαρίου-Ιουλίου 2025 ανήλθε στα 7,96 δισ. ευρώ έναντι στόχου 3,6 δισ. (!), ενώ τα έσοδα από το Ταμείο Ανάκαμψης έφτασαν τα 1,34 δισ. ευρώ.
Ως αποτέλεσμα της φορολογικής πολιτικής –ιδιαίτερα μετά το τέλος των παροχών της περιόδου του Covid– έχουν πληγεί κατ’ εξοχήν οι ελεύθεροι επαγγελματίες και οι μικροεπιτηδευματίες, που στην πλειοψηφία τους, μέχρι το 2022, δεν πλήρωναν καθόλου ή ελάχιστο φόρο, ενώ χρησιμοποιούσαν σε μεγάλη έκταση, ιδιαίτερα στον τουρισμό και την εστίαση, αδήλωτη μισθωτή εργασία.
Έτσι, με τη θέσπιση του κατώτερου τεκμαρτού εισοδήματος, το δηλωθέν εισόδημα των επιχειρηματιών και ελευθέρων επαγγελματιών διπλασιάστηκε μέσα σε έναν χρόνο για να φτάσει από τα 5,130 δισ. ευρώ το 2022 στα 10,418 δισ. το 2023.
Παράλληλα, με την εφαρμογή της ψηφιακής κάρτας εργασίας, το 2025 εκτινάχθηκαν οι καταγεγραμμένες υπερωρίες στον κλάδο του τουρισμού, σε 7μηνιαία βάση (Ιανουάριος-Ιούλιος 2025), κατά 728% και στον τομέα της εστίασης κατά 301%. Στο λιανεμπόριο, η αύξηση έφθασε το 105% σε 7μηνιαία βάση και στη βιομηχανία 65% σε 7μηνιαία βάση.
Και επειδή η μαύρη εργασία και η φοροαποφυγή αφορούν κυρίως τις μικρές επιχειρήσεις και τους ελευθέρους επαγγελματίες, αυτοί νιώθουν να πλήττονται κατ’ εξοχήν από τα μέτρα κατά της φοροδιαφυγής και του ελέγχου των υπερωριών. Και γι’ αυτό ένας μεγάλος αριθμός από τους μικρομεσαίους εγκαταλείπει τη Νέα Δημοκρατία για τον Βελόπουλο στην περιφέρεια και για την Κωνσταντοπούλου ή ακόμα και το ΚΚΕ στην πρωτεύουσα.
Άλλωστε, είναι χαρακτηριστικό ότι η ΝΔ, που κάποτε κυριαρχούσε στην περιφέρεια, σήμερα (τόσο στις Ευρωεκλογές όσο και στις δημοσκοπήσεις) παίρνει υψηλότερα ποσοστά στην Αττική (κοντά στο 30%) ενώ καταρρέει στην περιφέρεια και ειδικότερα στη Βόρεια Ελλάδα.
Έτσι η κυβέρνηση υποχρεώθηκε να προχωρήσει σε μια πολιτική ενίσχυσης της «μεσαίας τάξης», των νέων και των οικογενειών, χρησιμοποιώντας το κρατικό υπερπλεόνασμα αποκλειστικά.
Βέβαια, αυτά τα μέτρα χωλαίνουν ως προς το ζήτημα της κατοικίας, όπου δεν υπήρξαν σημαντικές τομές, και προπαντός ως προς το ζήτημα της ακρίβειας, όπου δεν αναπτύχθηκε μια στρατηγική περαιτέρω ελέγχου της αγοράς, αλλά τα πράγματα αφέθηκαν στη «λειτουργία της αγοράς».
Ταυτόχρονα όμως, και είναι το σημαντικότερο, ο πρωθυπουργός δεν αναφέρθηκε καθόλου στην παραγωγική «προσφορά», δηλαδή σε μέτρα που θα ενίσχυαν την παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας, κυρίως στον πρωτογενή τομέα –όπου ο πληθυσμός γηράσκει και απαιτούνται ιδιαίτερα γενναία θετικά μέτρα για την επιστροφή των νέων– αλλά και στη μεταποίηση.
Πάντως, τα μέτρα που ελήφθησαν, κάτω από την πίεση του πληθυσμού και τη συρρίκνωση της πολιτικής βάσης της κυβέρνησης, αποτελούν μια μορφή επιστροφής μέρους της αυξημένης φορολόγησης στον πληθυσμό – ιδιαίτερα τους νέους και τις πολυπληθείς οικογένειες.
*Ο Γιώργος Καραμπελιάς είναι συγγραφέας, εκδότης του περιοδικού Άρδην. Πρόσφατα κυκλοφόρησε το βιβλίο του, Ατελέσφορος εκσυγχρονισμός, o Κώστας Σημίτης και η εποχή του (Εναλλακτικές Εκδόσεις).