Η ισχυρή ζήτηση απέναντι σε άφθονη προσφορά είναι ο συνδυασμός παραγόντων που διαμορφώνει συνθήκες ανισορροπίας και στέλνει τις τιμές του πετρελαίου σε χαμηλό πέντε ετών, κάτω από τα 60 δολάρια το βαρέλι. Αυτή είναι με λίγα λόγια η κατάσταση που επικρατεί στην παγκόσμια αγορά πετρελαίου, με τις διακυμάνσεις των τιμών να έχουν σημαντικές προεκτάσεις για την οικονομία και τις αγορές.
Μπορεί να δούμε ανατροπές μέσα στο 2026; Είναι αλήθεια ότι με τα σημερινά δεδομένα, το νέο έτος δεν αναμένεται να φέρει μαζί του εξελίξεις που θα οδηγήσουν την αγορά σε ισορροπία. Τουλάχιστον μέχρι να δούμε τις χώρες του ΟΠΕΚ+ να μειώνουν την παραγωγή, αλλά και αντίστοιχες κινήσεις στην αμερικανική αγορά σχιστολιθικού πετρελαίου. Μόνο τότε οι traders θα πειστούν ότι κάτι αλλάζει και ότι υπάρχουν στηρίξεις για τις τιμές. Την ίδια ώρα, ο μεγάλος γρίφος παραμένει η κατάσταση στην Ουκρανία.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις υψηλόβαθμων στελεχών της αγοράς σε μελέτη της Fed του Ντάλας που δημοσιεύτηκε την Τετάρτη, η παγκόσμια αγορά πετρελαίου θα συνεχίσει να λειτουργεί σε συνθήκες υπερπροσφοράς το 2026, ειδικά στο σενάριο που ο Τραμπ καταφέρει να τερματίσει τον πόλεμο στην Ουκρανία και αρθούν οι κυρώσεις κατά της Μόσχας. Στην περίπτωση, ωστόσο, που οι κυρώσεις παραμείνουν και σημειωθούν περιορισμένες ροές από το Ιράν και τη Βενεζουέλα, οι αγορές πετρελαίου μπορούσαν να ισορροπήσουν.
Οι ανανεωμένες ελπίδες για τερματισμό του πολέμου και οι συνεχιζόμενες συνθήκες υπερπροσφοράς, έστειλαν μέσα στην εβδομάδα τις τιμές του πετρελαίου σε πολυετή χαμηλά. Το Brent κινήθηκε κάτω από τα 60 δολάρια για πρώτη φορά από τον Μάιο και σε χαμηλό σχεδόν 5 ετών, με το αργό τύπου WTI να προσεγγίζει τα 56 δολάρια το βαρέλι.
Και όλα αυτά, παρά τις κυρώσεις κατά της Βενεζουέλας και τις απειλές των ΗΠΑ για πλήρη αποκλεισμό όλων των τάνκερ που υπόκεινται σε κυρώσεις και εισέρχονται ή εξέρχονται από τη χώρα της Λατινικής Αμερικής.
Τα δημοσιεύματα που θέλουν την Ουάσιγκτον να ετοιμάζει ακόμα πιο αυστηρές κυρώσεις κατά του ενεργειακού κλάδου της Ρωσίας, στο σενάριο που δεν ευδοκιμήσουν οι διαπραγματεύσεις, αυξάνουν τους κινδύνους στο πεδίο της προσφοράς και ενδεχομένως ανακόπτουν την πτωτική πορεία των τιμών.
Αλλά και πάλι, το γενικότερο κλίμα προμηνύει περαιτέρω πτώση του πετρελαίου, με την Goldman Sachs να τοποθετεί τη μέση τιμή του Brent στα 56 δολάρια και του WTI στα 52 δολάρια το 2026, εξαιτίας ακριβώς των συνεχιζόμενων συνθηκών υπερπροσφοράς.
Σε γενικές γραμμές, πάντως, στην αγορά πετρελαίου ισχύει μάλλον αυτό που «φωνάζει» η JPMorgan ήδη από το 2023. Η ζήτηση παραμένει ισχυρή, απλώς η προσφορά είναι υπερβολικά άφθονη, είναι το μήνυμα της αμερικανικής τράπεζας, επιμένοντας παράλληλα ότι οι συνθήκες πλεονάσματος θα συνεχιστούν.
Πάντως, σε γεωπολιτικό επίπεδο – και δεδομένων των προοπτικών για σημαντικό πλεόνασμα στην αγορά και με το Brent να βρίσκεται πέριξ των 60 δολαρίων - ο Αμερικανός πρόεδρος έχει περιθώριο να γίνει ακόμα πιο επιθετικός με τις κυρώσεις κατά της Μόσχας.
Οι τιμές του «μαύρου χρυσού» υποχώρησαν στο χαμηλότερο επίπεδο από τον Φεβρουάριο του 2021 και κάτω από το ψυχολογικό όριο των 60 δολαρίων/βαρέλι, σε μία εξέλιξη με σημαντικές προεκτάσεις για τις αγορές και την παγκόσμια οικονομία.
Τι ακριβώς σηματοδοτεί η πτώση; Κατ’ αρχάς, είναι σαφές ότι οι αγορές δείχνουν να προεξοφλούν τη συνέχιση της άφθονης προσφοράς και όχι κάποια νέα μεγάλη αναταραχή στην αγορά πετρελαίου, καθώς οι ρωσικές εξαγωγές παραμένουν σταθερές. Έτσι, οι αναλυτές αναμένουν για το 2026 χαμηλότερες μέσες τιμές από το 2025. Οι ειδικοί, επίσης, εκτιμούν ότι για να κινηθούν ξανά οι τιμές ανοδικά θα πρέπει να υπάρξουν παρατεταμένες περικοπές στην παραγωγή από τις χώρες του ΟΠΕΚ+ ή από το αμερικανικό shale.
Η πτώση των τιμών του πετρελαίου σημαίνει επιπλέον ότι οι συνθήκες είναι πιο ευνοϊκές για την οικονομία, αφού θα συμβάλλει γενικότερα στην εξασθένηση των πληθωριστικών πιέσεων. Θα μπορούσε, επομένως, να οδηγήσει στην περαιτέρω χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής κυρίως στην Αμερική αλλά και στην Ευρώπη. Είναι οι εκούσιες πτωτικές πιέσεις που, σύμφωνα με την JPMorgan, ασκεί η αμερικανική κυβέρνηση.
Όμως οι προεκτάσεις είναι πολύ μεγαλύτερες και γι’ αυτό οι διακυμάνσεις των τιμών του «μαύρου χρυσού» σχετίζονται συνήθως με γεωπολιτικά παιχνίδια.
Για παράδειγμα, οι πωλήσεις πετρελαίου και φυσικού αερίου της Ρωσίας αντιστοιχούν περίπου στο 30%-40% των δημοσίων εσόδων της και είναι προφανές ότι η πτώση των τιμών έχει αντίκτυπο στην οικονομία της. Επομένως, μέσω του πετρελαίου μπορούν να ασκηθεί έμμεση οικονομική πίεση προς τη Μόσχα, κάτι που συμβαίνει και με τις κυρώσεις.
Γι’ αυτό και το ενδιαφέρον των επενδυτών στρέφεται στην πρόοδο των συνομιλιών για τον τερματισμό του πολέμου στην Ουκρανία, μετά τις δηλώσεις του Αμερικανού προέδρου ότι η λύση του πολέμου είναι πιο πιθανή από ποτέ. Μία εξέλιξη που θα είχε ως αποτέλεσμα να χαλαρώσουν οι περιορισμοί και οι κυρώσεις που έχει επιβάλλει η Δύση στη Μόσχα, απελευθερώνοντας έτσι τεράστιες ποσότητες πετρελαίου σε περιβάλλον εύθραυστης παγκόσμιας ζήτησης.
Στον αντίποδα, μία από τις εστίες αβεβαιότητας είναι η Βενεζουέλα και οι σχέσεις με τις ΗΠΑ, αν και όπως φάνηκε οι αγορές δεν ανησυχούν ιδιαίτερα. Η παραγωγή πετρελαίου της Βενεζουέλας αντιστοιχεί γύρω στο 1% της παγκόσμιας παραγωγής, όμως οι προμήθειες αφορούν μικρό αριθμό αγοραστών, κυρίως στις ΗΠΑ, στην Κούβα και ανεξάρτητα διυλιστήρια της Κίνας.
