Γραφείο Προϋπολογισμού: Νησίδα σταθερότητας, σε ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο διεθνές περιβάλλον, η ελληνική οικονομία
(ΚΩΣΤΑΣ ΤΖΟΥΜΑΣ/EUROKINISSI)
(ΚΩΣΤΑΣ ΤΖΟΥΜΑΣ/EUROKINISSI)

Γραφείο Προϋπολογισμού: Νησίδα σταθερότητας, σε ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο διεθνές περιβάλλον, η ελληνική οικονομία

Η ελληνική οικονομία παραμένει, με οδηγό τις καλές δημοσιονομικές επιδόσεις, νησίδα σταθερότητας σε ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο διεθνές περιβάλλον.

Η προσήλωση στην ταχεία εφαρμογή μεταρρυθμίσεων και η τόνωση των παραγωγικών επενδύσεων είναι κρίσιμης σημασίας παράγοντες προκειμένου ο ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας να επιταχυνθεί στο μέλλον. Αυτά επισημαίνει, ως βασικά συμπεράσματα, το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, στην τριμηνιαία έκθεσή του που δημοσιοποίησε σήμερα. Κρούοντας, ωστόσο, «καμπανάκι» για τον πληθωρισμό, αναφέροντας ότι οι προσπάθειες ενίσχυσης του ανταγωνισμού, όπως και η ανίχνευση και αποτροπή τιμολόγησης σε συνθήκες ολιγοπωλιακής αγοράς, θα πρέπει να εντατικοποιηθούν. Ενώ, θέτει ως πρώτη προτεραιότητα την ταχεία μείωση του δημοσίου χρέους, καθώς υπάρχουν ευνοϊκές προϋποθέσεις μέσω της ανάπτυξης, της συνεχιζόμενης διεύρυνσης της φορολογικής βάσης και της δυνατότητας πρόωρης αποπληρωμής των ακριβότερων δανείων του επίσημου τομέα.

Σύμφωνα με την έκθεση, μέσα σε συνθήκες εμπορικής και οικονομικής αβεβαιότητας και με γεωπολιτικές εντάσεις να εξακολουθούν να ταλανίζουν την παγκόσμια οικονομία, η Ευρωπαϊκή ΄Ένωση καλείται να πάρει γρήγορες και γενναίες αποφάσεις προκειμένου να εξασφαλίσει την στρατηγική αυτονομία και την ενεργειακή ασφάλειά της και ταυτόχρονα να ισχυροποιήσει την παραγωγική δυναμική της. Η ελληνική οικονομία παραμένει, με οδηγό τις καλές δημοσιονομικές επιδόσεις, νησίδα σταθερότητας σε ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο διεθνές περιβάλλον. Η ανάπτυξη εξακολουθεί να υπερβαίνει τον Ευρωπαϊκό μέσο όρο συμβάλλοντας στην σύγκλιση των εισοδημάτων. Η προσήλωση στην ταχεία εφαρμογή μεταρρυθμίσεων και η τόνωση των παραγωγικών επενδύσεων είναι κρίσιμης σημασίας παράγοντες προκειμένου ο ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας να επιταχυνθεί στο μέλλον.

Το Γραφείο θέτει ως πρώτη προτεραιότητα την ταχεία μείωση του δημοσίου χρέους καθώς υπάρχουν ευνοϊκές προϋποθέσεις μέσω της ανάπτυξης, της συνεχιζόμενης διεύρυνσης της φορολογικής βάσης και της δυνατότητας πρόωρης αποπληρωμής των ακριβότερων δανείων του επίσημου τομέα. Η μείωση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ, που είναι ο μεγαλύτερος στην ευρωζώνη και αποτελεί παράγοντα που δυσχεραίνει την αναπτυξιακή δυναμική της οικονομίας, θα οδηγήσει σε ταχύτερες αναβαθμίσεις του αξιόχρεου του ελληνικού δημοσίου και δύναται να απελευθερώσει στο μέλλον δημοσιονομικό χώρο για νέες παρεμβάσεις που θα ενισχύουν την παραγωγική δυναμική της εθνικής οικονομίας.

Το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) παρουσίασε αύξηση 1,7% το δεύτερο τρίμηνο του 2025 σε σχέση με το δεύτερο τρίμηνο του 2024 σύμφωνα με τα προσωρινά στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, ενώ το αντίστοιχο μέγεθος στην ευρωζώνη είναι 1,5%. Σε αυτήν την επίδοση συνετέλεσαν η αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης (1,1%), η αύξηση των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών (1,9% συνολικά, 3,9% για υπηρεσίες και -1,1% για αγαθά) και η αύξηση της δημόσιας κατανάλωσης (0,7%). Οι επενδύσεις παγίου κεφαλαίου αυξήθηκαν κατά 6,5% με αύξηση σε όλες τις συνιστώσες. Θετική για τον ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ ήταν η συμβολή της μείωσης των εισαγωγών αγαθών και υπηρεσιών (μείωση 3,2% συνολικά, 1,5% για υπηρεσίες και -4,8% για αγαθά). Η βασική εκτίμηση του Γραφείου για τον ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ του έτους 2025 παραμένει στο 2,2%.

Με βάση την έκθεση, ο πληθωρισμός (ετήσια ποσοστιαία μεταβολή του Εναρμονισμένου Δείκτη Τιμών Καταναλωτή) ανήλθε τον Αύγουστο 2025 στο 3,1% και εξακολουθεί να βρίσκεται αρκετά πάνω από τον μέσο πληθωρισμό στην ευρωζώνη (2%). Ο υψηλότερος πληθωρισμός στη χώρα μας σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο δυσχεραίνει την διεθνή ανταγωνιστικότητα έναντι των εταίρων μας. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, το μέγεθός του παρουσίασε αποκλιμάκωση σε σχέση με τον προηγούμενο μήνα (3,7%) και είναι οριακά χαμηλότερος σε σχέση με τον Αύγουστο 2024 (3,2%). Οι ανοδικές πιέσεις στις τιμές προκύπτουν από τις υπηρεσίες, συμπεριλαμβανομένης της στέγασης, ενώ ενισχύθηκε και ο πληθωρισμός τροφίμων. Οι προσπάθειες ενίσχυσης του ανταγωνισμού όπως και η ανίχνευση και αποτροπή τιμολόγησης σε συνθήκες ολιγοπωλιακής αγοράς θα πρέπει να εντατικοποιηθούν.

Σχετικά με τις δημοσιονομικές επιδόσεις, για το επτάμηνο Ιανουαρίου- Ιουλίου 2025 το Ενοποιημένο Πρωτογενές Αποτέλεσμα Γενικής Κυβέρνησης με προσαρμογές καταγράφει πλεόνασμα 9,227 δισ. ευρώ, αυξημένο κατά 2,732 δισ. ευρώ σε σύγκριση με το αντίστοιχο 7μηνο του 2024. Ο Κρατικός Προϋπολογισμός παρουσιάζει ταμειακό Πρωτογενές Πλεόνασμα 7,939 δισ. ευρώ, αυξημένο κατά 2,274 δισ. ευρώ σε σύγκριση με το επτάμηνο Ιανουαρίου- Ιουλίου του 2024. Τα φορολογικά έσοδα παρουσιάζουν σημαντική αύξηση, με κύριες πηγές αυτής να αποτελούν ο φόρος εισοδήματος κατά 2,643 δισ. ευρώ, και τα έσοδα από τον ΦΠΑ κατά 1,123 δισ. ευρώ. Στην πλευρά των δαπανών του Κρατικού Προϋπολογισμού παρατηρείται αύξηση κατά 1,359 δισ. ευρώ σε σύγκριση με το επτάμηνο Ιανουαρίου- Ιουλίου του 2024, η οποία αποδίδεται στην αύξηση των πρωτογενών δαπανών κατά 1,301 δισ. ευρώ.

Αξιοσημείωτες, σύμφωνα με την έκθεση, είναι οι παρακάτω δύο εξελίξεις. Η πρώτη αφορά τη συμφωνία εξαγοράς της ΕΧΑΕ από την Euronext. Για την ελληνική κεφαλαιαγορά, η συμφωνία αναμένεται να αποφέρει σημαντικά οφέλη καθώς το ελληνικό χρηματιστήριο θα ενταχθεί σε ένα δίκτυο εισηγμένων εταιρειών με υψηλή συνολική κεφαλαιοποίηση, ενισχύοντας το «βάθος» της ελληνικής κεφαλαιαγοράς και την πρόσβαση των ελληνικών επιχειρήσεων σε διεθνή κεφάλαια. Επίσης, το Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών, αν και παραμένει σημαντικά ελλειμματικό, την περίοδο Ιανουαρίου- Ιουλίου 2025 παρουσίασε βελτίωση κατά 1,4 δισ. ευρώ σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2024.

Επισημαίνεται παράλληλα, ότι η πρόσφατη πολιτική αστάθεια στη Γαλλία, που θα μπορούσε να αποτελέσει παράδειγμα μελέτης περίπτωσης αναφορικά με τις επιπτώσεις της πολιτικής αβεβαιότητας στην αύξηση της οικονομικής αβεβαιότητας όπως αποτυπώνεται στο κόστος δανεισμού της χώρας αυτής στις αγορές κυβερνητικών ομολόγων.

Για την Ελλάδα, η πολιτική αστάθεια στη Γαλλία έχει και την εξής ανάγνωση. Γεγονότα βραχυπρόθεσμης αύξησης της αβεβαιότητας σε άλλες χώρες (όπως η πολιτική αστάθεια στη Γαλλία) ή μια συνετή εγχώρια δημοσιονομική πολιτική σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα (όπως, για παράδειγμα, η ταχεία μείωση του δημοσίου χρέους που αναφέραμε ως προτεραιότητα παραπάνω) μετατοπίζουν ευνοϊκότερα τις αποδόσεις των ελληνικών κρατικών ομολόγων σε σχέση με αυτές άλλων χωρών, και απομακρύνουν περισσότερο τη χώρα από το αντίστοιχο «βλέμμα» των αγορών ομολόγων. Αυτό ισχύει και αντίστροφα. Μια μη συνετή εγχώρια δημοσιονομική πολιτική θα αυξήσει τις αποδόσεις των κρατικών ομολόγων, θα φέρει τη χώρα πιο κοντά σε αυτό το οπτικό πεδίο των διεθνών αγορών, και θα επιβραδύνει τις επενδύσεις. Τα ανωτέρω, με βάση την Έκθεση του Γραφείου (Μάρτιος 2025) για τον χρόνο ανάκτησης του κεφαλαιακού αποθέματος, θα οδηγήσουν στην επιμήκυνση του χρόνου επιστροφής του κεφαλαιακού αποθέματος στο προ κρίσης επίπεδο.

Η βελτίωση της σχετικής θέσης των ελληνικών ομολόγων, καταλήγει η έκθεση, μπορεί να ενισχύσει την ελκυστικότητα της χώρας για επενδυτές που αναζητούν αποδόσεις με μικρότερο κίνδυνο, γεγονός που μπορεί να ενισχύσει τις εισροές κεφαλαίων και τις ξένες επενδύσεις. Επιπλέον, η πτώση των αποδόσεων σημαίνει φθηνότερη αναχρηματοδότηση του χρέους.

Παρουσιάζοντας την τριμηνιαία έκθεση, ο επικεφαλής του ΓΠΚΒ καθηγητής Ιωάννης Τσουκαλάς υπογράμμισε τα εξής:

  • Μεταξύ των θετικών παραγόντων που στηρίζουν την ανάπτυξη στην Ελλάδα είναι η παρατεταμένη επιμήκυνση της τουριστικής χρονιάς, η διεύρυνση της φορολογικής βάσης, καθώς και το «πακέτο» των μέτρων που ανακοίνωσε ο πρωθυπουργός στη ΔΕΘ. Στους αρνητικούς παράγοντες καταγράφονται η παρατεταμένη αβεβαιότητα στις διεθνείς αγορές ενέργειας, η άνοδος των επιτοκίων δανεισμού, το υψηλό δημόσιο χρέος, οι καθυστερήσεις στην απονομή δικαιοσύνης, η δημόσια διοίκηση και η εκπαίδευση.
  • Ο πληθωρισμός κινείται σε υψηλότερο επίπεδο σε σχέση με το μέσο δείκτη στην ευρωζώνη, ενώ υπάρχει ανησυχία για αναζωπύρωση λόγω των ανατιμήσεων σε προϊόντα ευρείας κατανάλωσης όπως τα κρέατα.
  • Η αγοραστική δύναμη των πολιτών υπολείπεται σημαντικά (είναι στο περίπου 70% του μέσου όρου της ευρωζώνης) και θα περάσουν ακόμα πολλά χρόνια (ακόμα και μια δεκαετία) για τη σύγκλιση και υπό την προϋπόθεση ότι η ελληνική οικονομία θα επιτυγχάνει ρυθμούς ανάπτυξης άνω του 2%. «Κλειδί» αποτελούν η ενίσχυση της παραγωγικότητας και η εξωστρέφεια της οικονομίας. 
  • Το στεγαστικό ζήτημα απαιτεί ταχύτερες λύσεις και όχι καθυστερήσεις στην υλοποίηση των μέτρων, χωρίς να παραγνωρίζεται ωστόσο ο χρόνος ωρίμανσης των μέτρων. Τα άτοκα δάνεια για ανακαινίσεις θα βοηθούσαν στην εξομάλυνση του προβλήματος. 
  • Το λεγόμενο «κενό ΦΠΑ» θα περιοριστεί περαιτέρω και εάν όχι εφέτος, από το επόμενο έτος θα υποχωρήσει από το 10% το 2024, κοντά στον μέσο όρο της ευρωζώνης (περίπου 5%). Εντός του 2025 τα έσοδα από τον περιορισμό στις απώλειες ΦΠΑ και η διαμόρφωση κουλτούρας πληρωμών, θα αποφέρουν επιπλέον έσοδα 1 δισ. ευρώ.
  • Αύξηση των εσόδων και του δημοσιονομικού χώρου δεν σημαίνει αυτόματα λήψη νέων μέτρων στήριξης των εισοδημάτων. Κομβικό στοιχείο είναι τα μόνιμα έσοδα. Σε αυτήν την περίπτωση, θα μπορούσαν να γίνουν πρόσθετες παρεμβάσεις για την περαιτέρω εξομάλυνση της φορολογικής κλίμακας με νέες μειώσεις συντελεστών. 
  • Για τις επιχειρήσεις δεν χρειάζεται περαιτέρω μείωση του φορολογικού συντελεστή (22%), καθώς είναι από τους χαμηλότερους στην ευρωζώνη. Η μείωση των συντελεστών, άλλωστε, δεν συνεπάγεται και αύξηση των επενδύσεων. Οι φορολογικές ελαφρύνσεις θα πρέπει να αφορούν αποσβέσεις επενδύσεων.