Ο κ. Πιερρακάκης παραμένει δέσμιος

Να ευχηθούμε στον Ελληνα υπουργό Οικονομικών, Κυριάκο Πιερρακάκη, να καταλάβει την προεδρία του Eurogroup, θέση τη σημασία της οποίας μάθαμε κι εμείς όταν θήτευσε σε αυτήν ο Ολλανδός σοσιαλιστικής Ντάισελμπλουμ, στους δύσκολους καιρούς 2013-2018. Η πρόταση έτυχε ήδη ευμενούς υποδοχής από τον διεθνή Τύπο, ο οποίος αναγνωρίζει πως η Ελλάδα έχει κάνει σπουδαία δουλειά για να επιστρέψει στον σωστό δρόμο.

Αν το επιτύχει, δεν πρέπει να ξεχάσει να πει ένα ευχαριστώ στους προκατόχους του, Γιώργο Παπακωνσταντίνου, Ευάγγελο Βενιζέλο, Φίλιππο Σαχινίδη, Γιώργο Ζανιά, Γιάννη Στουρνάρα, Ευκλείδη Τσακαλώτο, Χρήστο Σταϊκούρα και Κωστή Χατζηδάκη. Ο καθένας με τον τρόπο του αλλά όλοι με πολύ κόπο, έκαναν πολλά για να επιστρέψει η χώρα στον υπεύθυνο δρόμο των ισορροπημένων προϋπολογισμών, δηλαδή στη δημοσιονομική λιτότητα.

Στον πρώτο του προϋπολογισμό που καταθέτει, ο κ. Πιερρακάκης είναι «τυχερός». Δεν έχει τα διλήμματα των προ μνημονίων προκατόχων του, οι οποίοι έπρεπε να ικανοποιήσουν, ταυτόχρονα, και όσους ήθελαν να πάρουν τα πάντα από το κρατικό ταμείο, πληρώνοντας ελάχιστους φόρους και τους άλλους, ελάχιστοι είναι αλήθεια, που έβλεπαν τα ελλείμματα να μεγαλώνουν, το δημόσιο χρέος να θεριεύει και αναρωτιόντουσαν πότε θα «σκάσει» η χώρα.

Κατά την κατάρτιση, δεν είχε ούτε τις αγωνίες που πέρασαν οι ως άνω μνημονευόμενοι προκάτοχοί του, που έπρεπε να κόβουν κάθε χρόνο το έλλειμμα τόσο ώστε να ικανοποιούνται οι στόχοι των προγραμμάτων προσαρμογής όπως κάθε φορά συμφωνούσαμε με τους ευρωπαίους εταίρους μας, οι οποίοι υποχρεώθηκαν να μας ξελασπώσουν με νέα, τεράστια, δανειακά κεφάλαια.

Φαντασθείτε ότι ο Ζαν Φρανσουά Υσόν, εισηγητής του γαλλικού προϋπολογισμού στο Παλάτι του Κήπου του Λουξεμβούργου, όπου στεγάζεται η Γερουσία, σχολίασε την πρόσφατη επιστροφή 1,1 δισ. ευρώ, ένα μέρος του δανείου που μας έδωσε εκτάκτως η φίλη χώρα λίγο προτού μπούμε στα μνημόνια, σε μια ύστατη προσπάθεια να μη «σκάσουν» τα ελληνικά χρέη και μολυνθεί ολόκληρη η Ευρωζώνη, λέγοντας: «Ευχαριστούμε τους φίλους Ελληνες που μας βοηθούν να περιορίσουμε το κρατικό μας έλλειμμα» (Le Monde 16/11/2025). Τα γαλλικά μήντια είχαν εκτενή ρεπορτάζ για το ίδιο θέμα.

Οσο «ευχάριστα» κι αν ακούγονται κάτι τέτοια, η αλήθεια δεν αλλάζει. Η Ελλάδα παραμένει, επί πολλά χρόνια τώρα και ξανά με τον προτεινόμενο προϋπολογισμό για το οικονομικό έτος 2026, υποχρεωμένη να κινείται προσεκτικά στην οδό της δημοσιονομικής ορθοδοξίας.

Ετσι, το 2022, που ήταν το πρώτο «κανονικό» έτος των κυβερνήσεων Μητσοτάκη, το κράτος πήρε από τα εισοδήματα ιδιωτών και επιχειρήσεων 14 δισ. καθαρούς (μετά τις επιστροφές) άμεσους φόρους ενώ το 2026 θα πάρει 25 δισ. ευρώ, μια αύξηση κατά 85% και αυτό ενόσω έχουν μεσολαβήσει μειώσεις φόρων.

Για να συμβαίνουν και τα δύο, μια εξήγηση υπάρχει: τα εισοδήματα αυξάνονται, η φοροδιαφυγή περιορίζεται και, τελικά, όσο κι ακούγεται παράδοξο, ο πληθωρισμός απορροφάται επειδή οι δουλειές πάνε καλύτερα.

Είναι χαρακτηριστικό ότι ο φόρος «νομικών προσώπων», δηλαδή των εταιρειών, απέδωσε 3,6 δισ. το 2019, ενώ το 2026 εκτιμάται σε 7,2 δισ.: αύξηση κατά 100%. Αντιστοίχως, τα «φυσικά πρόσωπα», εμείς οι υπόλοιποι δηλαδή, πληρώσαμε 10,3 δισ. το 2019 ενώ το 2026 θα δώσουμε 15 δισ.: αύξηση κατά 50%. Η συμμετοχή μας πάντως παραμένει στην ίδια αναλογία, γύρω στο 30% του συνολικώς εισπραττόμενου φόρου.

Το δυστυχές είναι πως η ελληνική φορολογική «ορθοδοξία» δεν έχει αλλάξει, όπως θα όφειλε, μια τεράσια στρέβλωση. Το κράτος μας συνεχίζει να εξαρτάται κατά κύριο λόγο από τους φόρους επί της κατανάλωσης των ήδη φορολογημένων εισοδημάτων μας, με το χειρότερο έτος να είναι το 2021, όταν η αναλογία των έμμεσων φόρων έφτασε στο 68% ενώ το 2026 θα μειωθεί στο 62%.

Η απόσταση που έχουμε διανύσει επί του θέματος, το οποίο αποτέλεσε μέγα πονοκέφαλο για τους τεχνοκράτες της τρόικας, είναι πολύ μικρή. Και αυτό είναι ένα από τα πλέον σημαντικά δημοσιονομικά προβλήματα, ιδίως επειδή συνδέεται με το ακανθώδες ζήτημα της ακρίβειας.

Το πόσο δύσκολο είναι να αντιμετωπιστεί το συγκεκριμένο πρόβλημα φαίνεται κατά τον υπολογισμό των υποχρεωτικών κρατήσεων στα μεικτά εισοδήματα των μισθωτών. Αν μάλιστα ο μισθός φθάνει στις 2.000 ευρώ/μήνα ή 28.000 τον χρόνο, το πραγματικό κόστος, αυτό δηλαδή που πρέπει να πληρώσει η επιχείρηση, φθάνει στις 34.000 ευρώ/έτος, με τις υποχρεωτικές εισφορές εργαζόμενου+εργοδότη να ανέρχονται σε σχεδόν 10.000 ευρώ το έτος!

Δεν έχω επιλέξει τυχαία το «διχίλιαρο». Κάπου εκεί αντιλαμβάνομαι ότι τοποθετούν το ύψος των αποδοχών που θα επιθυμούσαν να έχουν όσοι διαμαρτύρονται, ενόσω τα καταφέρνουν, για την ακρίβεια των προϊόντων διατροφής, τις συνεχώς ακριβότερες υπηρεσίες, τα υψηλά ενοίκια/δόσεις κατοικίας και δεν συμμαζεύεται.

Το υποθέτω αυτό από το ποσοστό, υπεριδιπλάσιο των άλλων κρατών, όσων στην Ελλάδα δηλώνουν στις σχετικές έρευνες πως νοιώθουν «υποκειμενικά φτωχοί»: 67%, τέσσερις φορές περισσότεροι από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο, όταν σε χώρες όπως η Γερμανία και η Ολλανδία το ποσοστό των «υποκειμενικά πτωχών» είναι μικρότερο από 8%. Ακόμη και οι Βούλγαροι, που μας ακολουθούν στις στατιτιστικές της μιζέριας δηλώνουν φτωχοί κατά 37% αν και αυτοί, μάλλον δεν υπερβάλλουν.

Με άλλα λόγια, ωραία η δημοσιονομική ορθοδοξία, αλλά ως προς τα αποτελέσματα που έχει στο «μοράλ» της κοινής γνώμης, ενόσω πλησιάζει η ώρα της κάλπης, η κατάσταση παραμένει απογοητευτική.

Κάτι γνωρίζουν γι' αυτό οι προκάτοχοι του κ. Πιερρακάκη. Και εκείνοι που, προ κρίσης, ξόδευαν χωρίς να τα έχουν και οι άλλοι που, λόγω της κρίσης, μάζευαν γιατί χανόμασταν.

Απ’ αυτή την άποψη, ο σημερινός υπουργός Οικονομικών έχει δυσανάλογα βαρύ έργο μέχρις ότου, με το καλό, αναλάβει τον συντονισμό του Eurogroup.