Τώρα που κάθισε η σκόνη και άρχισαν να ξεθωριάζουν οι πρώτες αντιδράσεις για τη συνάντηση Τραμπ - Πούτιν στην Αλάσκα, μπορούμε να διατυπώσουμε κάποιες αναλυτικές σκέψεις για τις εξελίξεις, σε συνάρτηση και με τα πιθανά σενάρια για την παρέμβαση και τον ρόλο της «συμμαχίας των προθύμων» της Ευρώπης.
Επισημαίνουμε από μήνες ότι η προεδρία Τραμπ παρέλαβε ένα σαφές αδιέξοδο στο Ρωσοουκρανικό. Και επιμένουμε ότι κάθε συνεργασία ΗΠΑ - Ρωσίας, όπως αυτή στην Αλάσκα, είναι προφανώς χρήσιμη από στρατηγική άποψη προκειμένου (α) οι πόλεμοι, γενικότερα, των διαδόχων κρατών της ΕΣΣΔ (Ρωσία, Γεωργία, Αρμενία, Αζερμπαϊτζάν, Ουκρανία) να οριοθετηθούν και μην οδηγήσουν σε γενικότερη ανάφλεξη και (β) να υπάρξει πρόοδος στην (ούτως ή άλλως δύσκολη) αμερικανική στρατηγική που επιχειρεί την ακύρωση περαιτέρω προσέγγισης της Μόσχας με τα σχέδια του Πεκίνου.
Τη Δευτέρα η πρωτοβουλία Τραμπ συνεχίζεται, με τις συνομιλίες του Αμερικανού προέδρου με τον Ζελένσκι στην Ουάσιγκτον. Σύμφωνα με τον Τραμπ, υπάρχει προοπτική και τριμερούς συνεργασίας με τον Πούτιν και τον Ζελένσκι «αν όλα πάνε καλά» - κάτι που φαίνεται δύσκολο, βάσει των μέχρι τώρα δηλώσεων από το Κρεμλίνο. Πάντως το Κίεβο υποστηρίζει, όπως δήλωσε ο Ζελένσκι, την πρόταση του Τραμπ για τριμερή συνάντηση ΗΠΑ-Ουκρανίας-Ρωσίας.
Μετά την επιεικώς δύσκολη συνάντηση στον Λευκό Οίκο μεταξύ Τραμπ και Ζελένσκι τον Φεβρουάριο, η Βρετανία, η Γαλλία και η Γερμανία προσπάθησαν να συγκροτήσουν μια ευρύτερη «συμμαχία των προθύμων», οργανώνοντας, από τον Μάρτιο, πρωτοβουλίες για τη στήριξη της Ουκρανίας και υποσχόμενες 2 δισ. ευρώ στρατιωτικής βοήθειας στο Κίεβο. Στο μεταξύ, ο Τραμπ συνέχισε τις επαφές με την Μόσχα, κάτι που οι Ευρωπαίοι έχουν σε γενικές γραμμές αποφύγει. Η πρωτοβουλία πέρασε τελικά πάλι στις ΗΠΑ τον Αύγουστο με τη συνάντηση κορυφής στην Αλάσκα.
Η «συμμαχία των προθύμων» στην Ουάσιγκτον
Η πρόθεση εκπροσώπων της «συμμαχίας των προθύμων» να πλαισιώσουν τη συνάντηση Τραμπ - Ζελένσκι τη Δευτέρα στην Ουάσιγκτον, πέρα από τον Γ.Γ. του ΝΑΤΟ και τον πρόεδρο της Φινλανδίας, συνιστά ζήτημα περισσότερο περίπλοκο από όσο καταγράφεται στις ευρωπαϊκές ανταποκρίσεις. Τελικά, το πώς ακριβώς θα αποτιμηθεί αυτή η παρέμβαση από τον Αμερικανό πρόεδρο θα εξαρτηθεί από το βαθμό στον οποίο ο Ζελένσκι θα θεωρηθεί συνεργάσιμος. Και αυτό, με τη σειρά του, θα εκτιμηθεί σε βάθος χρόνου. Μια επιστροφή στο αδιέξοδο θα χρεωθεί από τον Τραμπ κυρίως στον Ζελένσκι και την Ευρώπη και λιγότερο στον Πούτιν.
Πάντως, οι τελευταίες - πριν την μετάβαση στην Ουάσιγκτον - δηλώσεις του Ζελένσκι περιέχουν και στοιχεία που δείχνουν την πιθανότητα άρσης του αδιεξόδου, από την πλευρά τουλάχιστον της Ουκρανίας. Μιλώντας την Κυριακή για τις διαπραγματεύσεις που πιθανότατα έρχονται, ο πρόεδρος της Ουκρανίας τόνισε ότι «μπορούν να ξεκινήσουν από εκεί που βρίσκεται τώρα η πρώτη γραμμή – η γραμμή επαφής είναι η καλύτερη γραμμή για συζήτηση», εννοώντας ότι η Ουκρανία δεν μπορεί να παραχωρήσει εδάφη που δεν έχει ελέγχει ήδη η Ρωσία, όπως οι περιοχές των πόλεων Σλοβιάνσκ και Κραματόρσκ στο Ντονιέτσκ, τις οποίες η Ρωσία δεν έχει κατορθώσει να καταλάβει. (Δείτε εδώ).
Είναι βεβαίως ασαφές αν θα υπάρξει απτή πρόοδος τις επόμενες ημέρες. Όμως έχει επιτέλους ξεκινήσει μια διαδικασία η οποία είναι ουσιαστικά η πρώτη μετά την αποτυχία των συνομιλιών που κατέρρευσαν τον Μάϊο 2022. Θα οδηγήσει η νέα προσπάθεια σε εκεχειρία; Προφανώς για να αυξήσει την πίεση, ο Τραμπ μιλάει τώρα για συνολική ειρηνευτική συμφωνία, αλλά τίποτε δεν αποκλείει μια νέα τοποθέτηση ανάλογα με την πρόοδο των συνομιλιών. Σε κάθε περίπτωση, η ευρωπαϊκή άποψη - που κατέληγε στην πρόταση ότι αν δεν γίνει δεκτή η εκεχειρία πριν από τη διαπραγμάτευση θα πρέπει να επιβληθούν περισσότερες κυρώσεις στη Ρωσία - δεν υιοθετήθηκε από την Ουάσιγκτον.
Οι κόκκινες και οι κατακόκκινες γραμμές της Ρωσίας
Από την ρωσική πλευρά, ανεξαρτήτως δηλώσεων κατά την περίοδο του πολέμου και στις πρώϊμες φάσεις της διαπραγμάτευσης, όταν αυτή αρχίσει, δυο είναι οι απόλυτες κόκκινες γραμμές: η Κριμαία και η άρνηση συμμετοχής της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ.
Το γεγονός ότι το Κρεμλίνο αναμένει επίσης από την Ουκρανία να αποδεχθεί – πέρα από την Κριμαία – και την απώλεια ολόκληρης της ανατολικής περιοχής του Ντονμπάς, κομματιού του βιομηχανικού πυρήνα της Ουκρανίας, είναι προφανώς σημαντικό, αλλά δεν συνιστά απόλυτη κόκκινη γραμμή. Διότι δεν αποκλείει λεπτομερέστερες διαπραγματεύσεις προσεχώς για τον ακριβή προσδιορισμό των συνόρων, ενώ η Ρωσία προσφέρει ως αντάλλαγμα το πάγωμα των συγκρούσεων στη Χερσώνα και τη Ζαπορίζια. Όσο γι αυτά που διαρρέουν από το Βερολίνο και άλλες πλευρές για τις εγγυήσεις ασφαλείας, παραμένουν ακόμη ανεπιβεβαίωτα και στον αέρα.
Αλλά οι δυο απολυτότητες (Κριμαία και άρνηση προσχώρησης στο ΝΑΤΟ και της Ουκρανίας, μετά από τις συνεχείς προηγούμενες διευρύνσεις της ευρωατλαντικής συμμαχίας) αποτελούν κρίσιμα σημεία αναφοράς, από τα οποία θα εξαρτηθεί εν πολλοίς η συνέχιση και ενδεχομένως η γενίκευση του πολέμου. Το μέλλον της Κριμαίας σφραγίστηκε το 2014 και είναι βέβαιο ότι μόνο μια ξεκάθαρη ρωσική ήττα θα μπορούσε να το αλλάξει. Μια ξεκάθαρη ρωσική ήττα παραμένει απίθανη χωρίς γενίκευση πολέμου και πιθανή πυρηνική αναμέτρηση, εκτός αν κάποιοι διαβλέπουν αλλαγή καθεστώτος στη Μόσχα. Έχοντας μια ούτως ή άλλως περίπλοκη ιστορική διαδρομή, η Κριμαία εισήλθε σε ένα νέο κεφάλαιο το 1954 όταν ο Χρουστσόφ μετέφερε τη διακυβέρνησή της από την Ρωσία στην Ουκρανία, στο εσωτερικό της ομοσπονδιακής ΕΣΣΔ. Έτσι η κατάρρευση της ΕΣΣΔ την βρήκε υπό ουκρανική διοίκηση.
Ως προς τη δεύτερη απόλυτη κόκκινη γραμμή, η συμμετοχή της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ ήταν γνωστό από νωρίς (τουλάχιστον από το 2007) ότι αποτελούσε, για την Ρωσία, κίνηση απολύτως απαράδεκτη. Άλλωστε, για να επαναλάβουμε τα λόγια του βετεράνου Γάλλου διπλωμάτη Gérard Araud, η συμμετοχή μιας χώρας σε μια συμμαχία δεν είναι «δικαίωμα» της χώρας: αποτελεί επιλογή των μελών της συμμαχίας. Αυτό, μπορούμε να προσθέσουμε, αφορά και την επιλογή της ενδεχόμενης χρονικής στιγμής. Ενδιάμεσες λύσεις, ειδικά καθεστώτα, συνθήκες συνεργασίας αποτελούν πιθανές εναλλακτικές.
Όπως πιθανή εναλλακτική είναι και μια βιώσιμη εκδοχή ουδετερότητας, όπως αυτή που είχε διακηρύξει το Κίεβο επί Γιανουκόβιτς, αν προς τα εκεί κλίνει πάλι η ισορροπία με την οποία θα φτάσουμε – εάν και όταν φτάσουμε – στο τέλος του πολέμου. Προφανώς η πρόκληση σε αυτό το σενάριο είναι η διαμόρφωση ενός καθεστώτος ισχυρών και αποτελεσματικών εγγυήσεων, ώστε μια Ουκρανία εκτός ΝΑΤΟ να μην καταστεί, απλά, μια Ουκρανία περισσότερο ευάλωτη.
Πάντως η άποψη που διακινείται συστηματικά στους κύκλους των «προθύμων», ότι η Ρωσία δεν μπορεί να έχει βέτο για τις διευρύνσεις του ΝΑΤΟ, είναι ταυτόχρονα αυτονόητη και λανθασμένη. Αυτονόητη από νομική άποψη, λανθασμένη από στρατηγική άποψη. Αν η Κούβα ζηλέψει την παλιά της σοσιαλιστική φτώχεια, αν η Βενεζουέλα αποφασίσει να σηκώσει το γάντι, ή – με πολύ σοβαρότερες συνέπειες – αν η πρόεδρος Σέινμπαουμ στο Μεξικό το αποφασίσει, τυχόν αιτήματα προς την Μόσχα για σύναψη αμυντικής συμμαχίας και εγκατάσταση βάσεων στο έδαφός τους, βεβαίως και θα χαρακτηριστούν από τις ΗΠΑ κατακόκκινες γραμμές. Θα χαρακτηριστούν και – από στρατηγική άποψη – θα είναι αναμενόμενο.
Σε κάθε περίπτωση, όπως εξηγήσαμε την προηγούμενη εβδομάδα, τόσο η Ουκρανία όσο και, σε δεύτερο επίπεδο, η Γάζα αποτελούν πεδία που θα κρίνουν το μέλλον των ευρωατλαντικών σχέσεων. Με δυο λόγια, μπορεί να ειπωθεί ότι η νέα πρωτοβουλία Τραμπ για το Ρωσοουκρανικό, σε συνδυασμό με τις υποστηρικτικές αντιδράσεις της Ουάσιγκτον στα σχέδια Νετανιάχου για εντατικοποίηση του πολέμου στη Γάζα, θα συνθέσουν ένα νέο κεφάλαιο στην ιστορία της απομάκρυνσης και αποστασιοποίησης μεταξύ των ΗΠΑ και των βασικών εταίρων τους στην Ευρώπη. Τόσο στο Ρωσοουκρανικό μέτωπο όσο και στον πόλεμο στη Γάζα, η κυβέρνηση Τραμπ προσπαθεί να διαμορφώσει και να εφαρμόσει πολιτικές ανεξαρτήτως των απόψεων και των πρωτοβουλιών των ευρωπαίων συμμάχων του ΝΑΤΟ. (Δείτε εδώ).
Οι επόμενες εβδομάδες θα δείξουν κατά πόσον οι Ευρωπαϊκές κυβερνήσεις θα ευθυγραμμιστούν με τις εξελίξεις στις σχέσεις ΗΠΑ – Ρωσίας ή οι δυο δέσμες σχέσεων θα απομακρυνθούν ακόμη περισσότερο, με συνέπειες που αυτή τη στιγμή δεν είναι δυνατόν να αποτιμηθούν με πραγματική ακρίβεια.
Ανάλυση διεθνών στρατηγικών σε ένα υβριδικό περιβάλλον
Πολλές απόπειρες ανάλυσης ξεκινούν από τρία προβληματικά σημεία εκκίνησης. Πρώτον, πολλοί αγνοούν – ή αποφεύγουν να συνυπολογίσουν – ότι μέχρι το 2025 ο Ρωσοουκρανικός πόλεμος είχε οδηγηθεί σε αδιέξοδο, παρά την τεράστια και πολυεπίπεδη στήριξη της Δύσης στην Ουκρανία. Η μεγάλη πυρηνική ισχύς της Ρωσίας σε στρατηγικά και τακτικά πυρηνικά όπλα και το νέο πυρηνικό δόγμα της θα πρέπει να συνυπολογίζονται σε κάθε εκτίμηση των διαφορετικών σεναρίων άρσης του αδιεξόδου.
Δεύτερον, κάποιοι υποθέτουν ότι στη συζήτηση για το Ρωσοουκρανικό, στη ατζέντα είναι μόνο το Ρωσοουκρανικό. Η πραγματικότητα, αντίθετα, είναι ότι στις επαφές μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας και οι δυο δυνάμεις – για διαφορετικούς λόγους η κάθε μια – αντιλαμβάνονται τη συζήτηση ως ευκαιρία για μια συμφωνία – πακέτο. Δεν πρόκειται απλώς για απόπειρα επίτευξης ειρήνευσης. Πρόκειται, ουσιαστικά, για την αναζήτηση των μελλοντικών όρων συνύπαρξης της Δύσης με την Ρωσική Ομοσπονδία. Από τη ρωσική παρουσία στον Καύκασο και την Μέση Ανατολή μέχρι τις εμπορικές σχέσεις και την άρση των κυρώσεων, οι συζητήσεις αγγίζουν ευαίσθητα και δύσκολα θέματα του μετα-μονοπολικού, πολυκεντρικού κόσμου, τις υβριδικές παραμέτρους του οποίου έχουμε αναδείξει στο παρελθόν. (Δείτε εδώ).
Τέλος, τρίτον, δεν ερμηνεύεται στις πραγματικές του διαστάσεις το γεγονός ότι, ενώ στα πεδία των μαχών οι εξελίξεις ευνοούν τη Ρωσία (η οποία, ενώ δεν κατάφερε να πετύχει τους αρχικούς στόχους της, κατόρθωσε σταδιακά να ελέγξει το ένα πέμπτο του ουκρανικού εδάφους), οι τρεις Ευρωπαϊκές δυνάμεις έχουν πείσει την κυβέρνηση Ζελένσκι ότι θα μπορέσουν να βοηθήσουν περισσότερο, έτσι ώστε να υπάρξει μια κάποια βελτίωση στο πεδίο μεταξύ Ρωσίας - Ουκρανίας, η οποία βελτίωση θα αποτυπωθεί αντίστοιχα στις διαπραγματεύσεις, με τρόπο ώστε ένας επόμενος γύρος συνομιλιών να είναι ευνοϊκότερος. Αυτή, όμως, είναι μια εξαιρετικά παρακινδυνευμένη υπόθεση.
Σε αναλύσεις μας τα προηγούμενα χρόνια εξηγήσαμε γιατί ο πόλεμος οδηγούνταν σε αδιέξοδο και γιατί δεν είχε κανένα νόημα από αναλυτική άποψη η τάση (που υιοθετήθηκε επιπόλαια από αρκετούς αναλυτές, πολιτικούς και δημοσιογράφους στη Δύση) να παρουσιάζεται η συγκεκριμένη σύγκρουση ως μάχη ανάμεσα στο Καλό και το Κακό, ανάμεσα στη Δημοκρατία και τον Αυταρχισμό, ανάμεσα στην Κανονιστικότητα και τον Αναθεωρητισμό. Πέραν του γεγονότος ότι η εικόνα αυτή είναι παραπλανητικά απλοϊκή, είναι επιπλέον και εξαιρετικά επικίνδυνη. Διότι με τη σταδιακή επικράτησή της, αυτοπεριορίζεται η συζήτηση των στρατηγικών και τακτικών κινήσεων, λιγοστεύουν οι επιλογές και στενεύει ο δρόμος των μελλοντικών δυνατοτήτων. Οι πραγματικές διαστάσεις διαστρεβλώνονται και τα ουσιαστικά διακυβεύματα παρανοούνται.
Στη Μόσχα, πολλοί εξακολουθούν να σκέφτονται με όρους περικύκλωσης, μιας παλαιότατης ρωσικής και σοβιετικής ανάγνωσης του περιφερειακού και διεθνούς περιβάλλοντος. Και ισχυρίζονται ότι η συναίνεση της Μόσχας στην επανένωση της Γερμανίας το 1990 δόθηκε μετά από διαβεβαίωση ότι το ΝΑΤΟ δεν θα επεκταθεί ανατολικά, διαβεβαίωση που οι χώρες του ΝΑΤΟ αρνούνται ότι έδωσαν. Στην Ουάσιγκτον, από την άλλη πλευρά, πολλοί επιμένουν ότι η σοβαρή ένταση με την Ρωσική Ομοσπονδία ξεκίνησε με την κρίση της Κριμαίας και τη ρωσική εισβολή το 2014.
Οι δυο αυτές προσεγγίσεις είναι όχι μόνο διαφορετικές αλλά είναι – και οι δυο – εξόχως ελλειπτικές. Ακόμη και αν αγνοήσουμε ορισμένα κρίσιμα ιστορικά προηγούμενα, που θα μας πήγαιναν πολλές δεκαετίες πίσω, η σημερινή κρίση έχει τις ρίζες της όχι στο 2014 αλλά στο 2004. Μέσα στο 2004 φάνηκε ότι το Κρεμλίνο, μετά από μια παροδική αμφιταλάντευση στην οποία εξετάστηκαν και φιλοδυτικά σενάρια, εξακολουθούσε να αντιμετωπίζει τις σχέσεις με όρους ιστορίας και σφαιρών επιρροής. ΟΙ πολιτικές αλλαγές στη Γεωργία και την Ουκρανία το 2003-2004 με την αποχώρηση του Σεβαρτνάτζε και του Κούτσμα αντίστοιχα, πυροδότησαν στο Κρεμλίνο μια ανησυχία που μετατράπηκε από τον Πούτιν σε ενεργητική αναζήτηση μιας ισχυρής γεωπολιτικής ρελάνς. Αλλά ενώ ο Σαακασβίλι στη Γεωργία αποτελούσε εξαρχής αρνητική εξέλιξη για τον Πούτιν, στην Ουκρανία ο Βίκτορ Γιανουκόβιτς ως διάδοχος του Κούτσμα ήταν αποδεκτός.
Τον Ιούλιο του 2004, σε συνάντησή τους στη Γιάλτα, στο ίδιο κτίριο στο οποίο τον Φεβρουάριο του 1945 είχε επιβεβαιωθεί το μοίρασμα του μεταπολεμικού κόσμου σε σφαίρες επιρροής, ο Πούτιν και ο Κούτσμα επιχείρησαν να προσδιορίσουν ένα νέο οικονομικό χώρο που θα συγκροτούσαν κυρίως η Ρωσική Ομοσπονδία, η Ουκρανία, η Λευκορωσία και το Καζακστάν. Παράλληλα, το Κρεμλίνο κατέστησε σαφές ότι η πραγματοποιηθείσα επέκταση του ΝΑΤΟ στα ανατολικά, με την αύξηση των μελών του από 19 σε 26 (και αργότερα σε 32), αποτελούσε μια τελική πράξη και ακουμπούσε μια κόκκινη γραμμή. Ο Πούτιν επέμενε ότι η Γεωργία, η Ουκρανία και η Λευκορωσία ήταν και θα έπρεπε να παραμείνουν εκτός της σφαίρας επιρροής της Δύσης.
Βεβαίως, η «πορτοκαλί επανάσταση» στο τέλος του 2004 φάνηκε να τραβάει την Ουκρανία προς τη Δύση μεταξύ 2005-2010 (το 2008 υποβλήθηκε και αίτημα για συμμετοχή στο «NATO Membership Action Plan»), αλλά η επάνοδος του Γιανουκόβιτς το 2010 έγειρε και πάλι την πλάστιγγα προς την πλευρά της Ρωσίας και οι σκέψεις για προσέγγιση στο ΝΑΤΟ εγκαταλείφθηκαν. Όπως είχε επισημάνει, μεταξύ άλλων, σε εγκυρότατη ανάλυσή της και η Angela Stent, οι εκλογές που επανέφεραν τον Γιανουκόβιτς το 2010 δεν είχαν σημάδια παρατυπιών και η διεθνής κοινότητα αποδέχτηκε το αποτέλεσμα. Ο επανακάμψας Γιανουκόβιτς υπέγραψε συμφωνία για παραμονή του ρωσικού στόλου στη Μαύρη Θάλασσα μέχρι το 2042 ενώ παράλληλα δήλωνε ότι η Ουκρανία θα παραμείνει «ουδέτερη».
Το σημαντικό σημείο – για να συντομεύσουμε μια συναρπαστική αλλά μακρά ιστορία – είναι ότι δέκα χρόνια αργότερα, όταν με τη νέα Ουκρανική εξέγερση του 2014 ανατράπηκε η κυβέρνηση του Γιανουκόβιτς, ξέσπασαν διαδηλώσεις οργανωμένες από δίκτυα προσκείμενα στη Μόσχα που ζητούσαν στενούς δεσμούς με την Ρωσία αλλά και ανεξαρτησία για την Κριμαία. Η ύπαρξη ισχυρών ρωσόφωνων ομάδων ήταν ούτως ή άλλως μια πραγματικότητα. Τελικώς, η εισβολή στην Κριμαία και η προσάρτησή της («επανένωση» στο ρωσικό αφήγημα) αποτέλεσε δυστυχώς μια βαρύνουσας σημασίας σφραγίδα του νέου ρόλου της πολιτικής των τετελεσμένων για τον μεταψυχροπολεμικό κόσμο στην Ευρασία.
Η κυβέρνηση Ομπάμα αντέδρασε με χλιαρό τρόπο και με ένα σχετικά περιορισμένο (και όπως αποδείχθηκε αναποτελεσματικό) μενού κυρώσεων. «Η Ρωσία είναι μια περιφερειακή δύναμη που φέρνει σε δύσκολη θέση τους γείτονές της όχι εξαιτίας της ισχύος αλλά λόγω της αδυναμίας της», είχε δηλώσει ο Ομπάμα τον Μάρτιο του 2014 αναφερόμενος στην προσάρτηση της Κριμαίας.
Όμως η εμπειρία του 2014 φάνηκε σαν διευρυμένη επανάληψη του 2008 (όταν αποδείχτηκε ότι η εδαφική ακεραιότητα της Γεωργίας δεν μπορούσε να βασίζεται σε παρέμβαση της Δύσης) και εδραίωσε στο Κρεμλίνο την πεποίθηση ότι μπορεί να διαχειριστεί τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ.
Οι συγκρούσεις που βιώνουμε αποτελούν συνέχεια των πολέμων μεταξύ των διαδόχων κρατών της Σοβιετικής αυτοκρατορίας, αφορούν τη σφαίρα επιρροής και τα μαξιλάρια τα οποία ισχυρίζεται ότι χρειάζεται η Ρωσική Ομοσπονδία μετά τις διαδοχικές διευρύνσεις του ΝΑΤΟ προς τα σύνορά της. Δεν αφορούν ευθέως την ΕΕ, μέχρι στιγμής δεν αφορούν ευθέως ούτε το ίδιο το ΝΑΤΟ. Όπως έχω εξηγήσει με άλλη αφορμή, ένα από τα θύματα του Ρωσοουκρανικού πολέμου υπήρξε και η σαφής διάκριση μεταξύ συμμάχων και μη συμμάχων. Διάκριση που, υπό προϋποθέσεις, είναι απαραίτητη για τη διεθνή και την περιφερειακή σταθερότητα.
Από την άλλη πλευρά, αν π.χ. διαπιστώσουμε συστηματική πρόκληση προβλημάτων και στα σύνορα της Εσθονίας, η οποία και ρωσική μειονότητα έχει και σύνορα ευαίσθητα (δηλαδή υπό μερική αμφισβήτηση) διαθέτει, τότε προφανώς θα καταστεί άμεσα πρόβλημα της συμμαχίας, καθώς οι Βαλτικές χώρες είναι βεβαίως μέλη του ΝΑΤΟ και της ΕΕ. Αλλά κατά κανένα τρόπο δεν είμαστε εκεί και δεν θα πρέπει να επιθυμούμε να φτάσουμε εκεί.
Όλα αυτά δεν συνεπάγονται κάποια μορφή αποδοχής των επιχειρημάτων που αποδίδουν ίδια βαρύτητα ή ίδια απαξία στις θέσεις των δυο πλευρών (equivalency arguments). Το Κρεμλίνο προωθεί τους στόχους του με τον παραγκωνισμό ή και την εξόντωση των αντιπάλων του Πούτιν εντός και εκτός Ρωσίας, υιοθετώντας τακτικές χαρακτηριστικές ενός αυταρχικού καθεστώτος που επιζητεί και πάλι έναν ρόλο ανάμεσα στους διεθνείς πρωταγωνιστές. Όπως όμως επιμένουμε από χρόνια, η οπτική γωνία του Κρεμλίνου πρέπει να είναι απολύτως σαφής ώστε να μην βαδίζουμε στην ομίχλη. Οι αναλογίες με τον μεσοπόλεμο μπορεί να είναι επικοινωνιακά γοητευτικές αλλά είναι εν πολλοίς αυθαίρετες και, σε ορισμένες διατυπώσεις, γραφικές.
Ενώ και οι φωνές στη Δύση που επιθυμούν τη σύγκρουση για τη σύγκρουση πρέπει να εκτεθούν ως προς αυτό που αντιπροσωπεύουν: την συνηγορία για μια στρατιωτικά παρεμβατική Δύση όταν μάλιστα οι κάθε λογής προϋποθέσεις γι αυτή την παρεμβατικότητα στο συγκεκριμένο σημείο του πλανήτη έχουν εν πολλοίς, καλώς ή κακώς, εκλείψει στο νέο, υβριδικό διεθνές περιβάλλον. Ενώ και όσο υπήρχαν, αντιμετώπιζαν τους αναθεωρητισμούς – που είναι πολλοί και εκφράζονται επιθετικά και στη δική μας περιοχή – με επιλεκτικότητα και υποκρισία.
Το κακό και το χειρότερο
Σήμερα, σε συνδυασμό με τις ατυχείς πολιτικές ηγεσίες οι οποίες, πάντοτε με εξαιρέσεις, θυσιάζουν τον μακροπρόθεσμο ορίζοντα για το άμεσο συμφέρον ενώ σε πολλές περιπτώσεις απλώς δεν αντιλαμβάνονται τι πραγματικά συμβαίνει στο διεθνές περιβάλλον, οι υπεραπλουστεύσεις (Καλό – Κακό κλπ.) διαμορφώνουν συνθήκες κινδύνου γενικότερης ανάφλεξης. Ειδικά αν ο Ρωσοουκρανικός πόλεμος δεν οδηγηθεί, μέσα στους επόμενους μήνες, αν όχι σε ειρήνευση, τουλάχιστον σε μια εκεχειρία διαρκείας.
Με την ανάληψη της εξουσίας από τον Τράμπ, ενισχύθηκαν οι πιθανότητες για την οριοθέτηση της σύγκρουσης και την έναρξη μιας πορείας σταδιακής αναζήτησης συμβιβαστικής επίλυσης. Μέχρι το Νοέμβριο, όταν οι συνθήκες του χειμώνα θα έχουν καταστήσει τις πολεμικές επιχειρήσεις δυσχερέστερες, η ρωσική επίθεση σε διαφορετικά μέτωπα στην Ουκρανία μπορεί να συνεχιστεί με μεγαλύτερη ένταση και το ποσοστό ουκρανικών εδαφών υπό ρωσικό έλεγχο ενδέχεται να μεγαλώσει.
Έχοντας κατά νου αυτή την ισχυρή πιθανότητα, η νέα πρωτοβουλία Τραμπ αποκαλύπτει το ανανεωμένο ενδιαφέρον της αμερικανικής κυβέρνησης για την άρση του αδιεξόδου στον ρωσο-ουκρανικό πόλεμο με παράλληλη συνέχιση της δύσκολης προσπάθειας ακύρωσης της περαιτέρω προσέγγισης της Μόσχας με το Πεκίνο (η στρατηγική «αντεστραμμένου Νίξον»). Πάντως, ως προς το Ρωσοουκρανικό, εάν δεν υπάρξει πρόοδος, η περίοδος από το Νοέμβριο 2025 μέχρι και τον Μάρτιο 2026 θα καταγραφεί πιθανότατα ως φάση παγίωσης των νέων, δυσμενέστερων συνθηκών ενός συνεχιζόμενου αδιεξόδου.
* Ο Κώστας Α. Λάβδας είναι Καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Έχει διατελέσει, μεταξύ άλλων, Senior Research Fellow στη London School of Economics και κάτοχος της Έδρας Ελληνικών και Ευρωπαϊκών Σπουδών «Κωνσταντίνος Καραμανλής» στη Fletcher School of Law and Diplomacy του Πανεπιστημίου Tufts στις ΗΠΑ.