Οι στρατηγικές Τραμπ - Νετανιάχου στο νέο παγκόσμιο χάρτη και η επόμενη μέρα
AP Photo / Mark Schiefelbein
AP Photo / Mark Schiefelbein
Κ. Λάβδας

Οι στρατηγικές Τραμπ - Νετανιάχου στο νέο παγκόσμιο χάρτη και η επόμενη μέρα

Έχοντας υποστεί στρατιωτική ήττα από το Αζερμπαϊτζάν το 2023, η Αρμενία αποφάσισε την Παρασκευή να υπογράψει, στην Ουάσιγκτον, το τελικό κείμενο της ειρηνευτικής συμφωνίας που προώθησε και υποστήριξε ο πρόεδρος Τραμπ. Η υπογραφή, στον Λευκό Οίκο, της συμφωνίας υπό το βλέμμα του Τραμπ, σημαίνει ότι – στο άμεσο μέλλον – η αμερικανική παρουσία στην περιοχή ισχυροποιείται σε εντυπωσιακό βαθμό.

Δίοδος Τραμπ για τη Διεθνή Ειρήνη και Ευημερία (Trump Route for International Peace and Prosperity - TRIPP): έτσι θα ονομαστεί ο διάδρομος που θα συνδέει το Αζερμπαϊτζάν και τον αυτόνομο θύλακα Ναχιτσεβάν, τα οποία χωρίζονται από ένα κομμάτι αρμενικού εδάφους πλάτους 32 χιλιομέτρων.

Ο διάδρομος αποτελεί θρίαμβο για τις ειρηνευτικές διακρίσεις που επιθυμεί να σωρεύσει ο Αμερικανός πρόεδρος, αλλά οι εσωτερικές αντιδράσεις στην Αρμενία αναμένεται να είναι έντονες. Σε τελική ανάλυση, η συμφωνία σφραγίζει την ήττα της Αρμενίας στο ζήτημα του Καραμπάχ αλλά ανοίγει – υπό προϋποθέσεις – και ένα νέο δρόμο που μπορεί να της εξασφαλίσει έναν μετασχηματιζόμενο ρόλο στο νέο υβριδικό περιβάλλον.

Στο σχετικά λακωνικό κείμενο της συμφωνίας γίνεται λόγος για τις μακροπρόθεσμες δεσμεύσεις, αλλά σε ένα επίπεδο μάλλον αφαιρετικό. Ο Διάδρομος (TRIPP) εμφανίζεται ως κοινό έργο της Αρμενίας και των ΗΠΑ με τη συμμετοχή από «τρίτα μέρη που θα υποδειχθούν από κοινού». Όμως αν οι σχετικές δηλώσεις, προφορικές ακόμη, ληφθούν σοβαρά υπόψη, οι ΗΠΑ (σύμφωνα με τις πληροφορίες του Asbarez) αναλαμβάνουν τη συνδιαχείριση του Διαδρόμου για 99 χρόνια.

Ξεχωριστά από την κοινή συμφωνία, τόσο η Αρμενία όσο και το Αζερμπαϊτζάν υπέγραψαν συμφωνίες με τις Ηνωμένες Πολιτείες που αποσκοπούν στην ενίσχυση της συνεργασίας στην ενέργεια, την τεχνολογία και την οικονομία, δήλωσε ο Λευκός Οίκος.

Ο Αλίγιεφ και ο Πασινιάν εκθείασαν από κοινού τη συμβολή του Τραμπ στην επίτευξη της συμφωνίας. «Ο πρόεδρος Τραμπ σε έξι μήνες έκανε ένα θαύμα», ήταν η δήλωση που έκανε ξεχωριστά ο Αλίγιεφ. Ως γνωστόν, ο Τραμπ ποτέ δεν έκρυψε ότι επιθυμεί το Νόμπελ Ειρήνης.

Οι διαπραγματεύσεις για το ποιος θα αναπτύξει τον TRIPP (που φαίνεται ότι θα περιλαμβάνει σιδηροδρομική γραμμή, αγωγούς πετρελαίου και φυσικού αερίου, καθώς και γραμμές οπτικών ινών) θα ξεκινήσουν τις επόμενες εβδομάδες.

Η συμφωνία μεταξύ Αρμενίας και Αζερμπαϊτζάν αποτελεί ένδειξη της σαφώς μειωμένης επιρροής της Ρωσίας στην ευρύτερη περιοχή, παρά τα εξίσου σαφή εδαφικά κέρδη της στον πόλεμο με την Ουκρανία.

Με δυο λόγια, η Ρωσία έχει λόγους να ανησυχεί, γιατί η συμφωνία θα βοηθήσει τη Δύση να περιορίσει τις προσπάθειες της Μόσχας να παρακάμψει τις κυρώσεις, ενώ η Τουρκία, η οποία αντέδρασε με ενθουσιασμό στη νέα συμφωνία, πιθανότατα θα μπορέσει να επωφεληθεί από τη στενή σχέση με τον Αλίγιεφ, ώστε να αποκομίσει κέρδη μέσω του διαδρόμου. Σε δηλώσεις του από την Αίγυπτο, ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών Φιντάν επισήμανε ότι ο διάδρομος θα μπορεί «να συνδέει την Ευρώπη με τα βάθη της Ασίας μέσω της Τουρκίας». Για το Αζερμπαϊτζάν, το νέο μονοπάτι παρέχει μια αμεσότερη σύνδεση με την Τουρκία και στη συνέχεια με την Ευρώπη.

Όμως ταυτόχρονα, θα προσθέσουμε, η Άγκυρα θα χρειαστεί ενδεχομένως να επανεξετάσει την συνεπέστατη άρνησή της να σταματήσει τη διευκόλυνση της παράκαμψης των κυρώσεων στη Ρωσία. Παράλληλα, όπως μετέδωσε το Reuters, ο Τραμπ ανέφερε ότι άρθηκαν οι περιορισμοί στην αμυντική συνεργασία μεταξύ του Αζερμπαϊτζάν και των Ηνωμένων Πολιτειών, μια εξέλιξη που θα προκαλέσει πρόσθετη ανησυχία στη Μόσχα.

Σύμφωνα με τους Eurasian Times, ερωτηθείς τι ακριβώς κερδίζει η Αρμενία – που μεταξύ άλλων δεσμεύεται να εγκαταλείψει τις αξιώσεις της για το Καραμπάχ – από τη συμφωνία της Παρασκευής, ένας αξιωματούχος του Λευκού Οίκου δήλωσε ότι κερδίζει «έναν τεράστιο στρατηγικό εμπορικό εταίρο, πιθανώς τον σημαντικότερο στην ιστορία του κόσμου: τις ΗΠΑ». Ο ίδιος, μιλώντας υπό τον όρο της ανωνυμίας, υποστήριξε ότι «οι χαμένοι από τη συμφωνία είναι η Κίνα, η Ρωσία και το Ιράν».

Μακροπρόθεσμα, η βιωσιμότητα της συμφωνίας προϋποθέτει συνεχή αμερικανική επίβλεψη, οπότε η τύχη της θα εξαρτηθεί από πολλούς παράγοντες. Όμως βραχυπρόθεσμα είναι σαφές ότι ο Τραμπ εκμεταλλεύτηκε με επιτυχία τόσο τη φθίνουσα επιρροή της Ρωσίας όσο και τη δύσκολη κατάσταση της Αρμενίας. Η νέα κυβέρνηση Τραμπ έστειλε τον Γουϊτκοφ από νωρίς στο Μπακού για συνάντηση με τον Αλίγιεφ, σε μια διαδικασία την οποία πηγή του Λευκού Οίκου είχε αποκαλέσει «περιφερειακή επανεκκίνηση».

Το Κίεβο σε δύσκολη θέση

Την Παρασκευή 8 Αυγούστου υπογράφηκε η συμφωνία Αρμενίας – Αζερμπαϊτζάν στον Λευκό Οίκο, την επόμενη Παρασκευή (15 Αυγούστου) έχει προγραμματιστεί να λάβει χώρα η συνάντηση Τραμπ – Πούτιν στην Αλάσκα. Πού βρισκόμαστε σε αυτό το τόσο κρίσιμο μέτωπο;

Μέχρι τα τέλη Οκτωβρίου ή τα μέσα Νοεμβρίου, όταν οι συνθήκες του χειμώνα θα έχουν καταστήσει τις επιχειρήσεις δυσκολότερες ή και αδύνατες, η ρωσική επίθεση σε διαφορετικά μέτωπα στην Ουκρανία μπορεί να συνεχιστεί με μεγαλύτερη ένταση και το ποσοστό ουκρανικών εδαφών υπό ρωσικό έλεγχο ενδέχεται να μεγαλώσει. Έχοντας κατά νου αυτή την ισχυρή πιθανότητα, η νέα πρωτοβουλία Τραμπ αποκαλύπτει το ανανεωμένο ενδιαφέρον της αμερικανικής κυβέρνησης για την άρση του αδιεξόδου στον ρωσο-ουκρανικό πόλεμο. Αν δεν έχει υπάρξει πρόοδος, η περίοδος από το Νοέμβριο 2025 μέχρι και τον Μάρτιο 2026 θα καταγραφεί πιθανότατα ως φάση παγίωσης των νέων συνθηκών του συνεχιζόμενου αδιεξόδου.

Άλλωστε, όπως επισήμανε προχθές ο Λέονιντ Ραγκόζιν, στις πρόσφατες δηλώσεις του Ζελένσκι παρατηρείται μια σημαντική μετατόπιση από τις αναφορές στη «δίκαιη ειρήνη» σε αναφορές σε μια «ειρήνη με αξιοπρέπεια». Όμως μόλις ανακοινώθηκε η επερχόμενη διμερής μεταξύ Τραμπ και Πούτιν, ο Ζελένσκι – όπως ήταν αναμενόμενο – επανέλαβε την πάγια θέση του Κιέβου ότι δεν παραχωρεί εδάφη.

Και βέβαια, προχθές έληξε η προθεσμία Τραμπ στη Ρωσία για πρόοδο στις διαπραγματεύσεις για το ρωσο-ουκρανικό με απειλή την επιβολή πρόσθετων, δευτερευουσών κυρώσεων παρά τη συνάντηση του Αμερικανού απεσταλμένου Στιβ Γουίτκοφ με τον πρόεδρο Πούτιν, συνάντηση την οποία ο πρόεδρος Τραμπ χαρακτήρισε «εξαιρετικά παραγωγική».

Εντατικοποίηση του πολέμου στη Γάζα

Στο μεταξύ, σύμφωνα με το NBC, δορυφορικές εικόνες δείχνουν τον ισραηλινό στρατό να συγκεντρώνει στρατεύματα και εξοπλισμό κοντά στα σύνορα με τη Γάζα, κινήσεις που φαίνεται να συνιστούν σημάδια επικείμενης μεγάλης χερσαίας επιχείρησης. Η απόφαση της κυβέρνησης Νετανιάχου να καταλάβει ολόκληρη τη Γάζα ώστε να εξασφαλίσει την πλήρη συντριβή της Χαμάς και, στη συνέχεια, να μεριμνήσει για την εγκαθίδρυση μιας διεθνούς διοίκησης, αποτελεί – προφανώς – κίνηση μεγάλου ρίσκου.

Είναι αδύνατο να γίνει αυτή τη στιγμή μια σοβαρή αποτίμηση των μελλοντικών εξελίξεων σε επιχειρησιακό επίπεδο. Από πολιτική πάντως άποψη, δεν θα είναι, στην πραγματικότητα, τόσο προκλητική για τα αραβικά κράτη της περιοχής (που είχαν ήδη δηλώσει ότι επιθυμούν ένα μέλλον της Γάζας χωρίς τους τρομοκράτες της Χαμάς ενώ παράλληλα θα καταγράψουν και τις διαμαρτυρίες τους τις επόμενες ημέρες για προφανείς λόγους) όσο θα αποδειχθεί πηγή αμηχανίας για τους φίλους και τους συμμάχους του Ισραήλ αλλά και για φωνές της κοινωνίας των πολιτών στο εσωτερικό του.

Η αμερικανική αντίδραση στη νέα τροπή που λαμβάνει η σύγκρουση στη Γάζα μετά την απόφαση της κυβέρνησης Νετανιάχου μπορεί να χαρακτηριστεί καταρχήν υποστηρικτική, με παράλληλη προσπάθεια διακριτικής διαχείρισης των δημόσιων εντυπώσεων. Από την πλευρά του, το Ισραήλ αφενός προβληματίζεται για τους τρόπου επίτευξης ενός μέλλοντος χωρίς τη Χαμάς, αφετέρου κινδυνεύει να πληγώσει ακόμη περισσότερο την εικόνα του στο διεθνές περιβάλλον.

Με δυο λόγια, μπορεί να ειπωθεί ότι η νέα πρωτοβουλία Τραμπ για το ρωσο-ουκρανικό, σε συνδυασμό με τις μέχρι τώρα χλιαρές αντιδράσεις της Ουάσιγκτον στα σχέδια Νετανιάχου για εντατικοποίηση του πολέμου στη Γάζα, θα συνθέσουν ένα νέο κεφάλαιο στην ιστορία της απομάκρυνσης και αποστασιοποίησης μεταξύ των ΗΠΑ αι των βασικών εταίρων τους στη Δύση. Τόσο στο ρωσο-ουκρανικό μέτωπο όσο και στον πόλεμο στη Γάζα, η κυβέρνηση Τραμπ προσπαθεί να διαμορφώσει και να εφαρμόσει πολιτικές ανεξαρτήτως των απόψεων και των πρωτοβουλιών των ευρωπαίων συμμάχων του ΝΑΤΟ.

Ο Λευκός Οίκος πίεζε για τριμερή Σύνοδο Κορυφής μεταξύ Τραμπ, Πούτιν και Ζελένσκι, αλλά ο Τραμπ είχε εξαρχής δηλώσει ότι η συνάντηση Πούτιν με τον Ζελένσκι δεν ήταν προϋπόθεση για να συναντηθεί ο ίδιος με τον Ρώσο πρόεδρο. Όπως και τελικά θα συμβεί. Σύμφωνα με το Bloomberg, η Ουάσινγκτον και η Μόσχα επεξεργάζονται τις τελευταίες ημέρες ένα σχέδιο για τα συγκεκριμένα σημεία μιας πιθανής συμφωνίας σχετικά με τα εδάφη και την εκεχειρία.

Το Κρεμλίνο ζητά από την Ουκρανία να αποδεχθεί – πέρα από την Κριμαία – και την απώλεια ολόκληρης της ανατολικής περιοχής του Ντονμπάς. Ενώ η Ρωσία θα σταματήσει την επίθεσή της στις περιοχές Χερσώνα και Ζαπορίζια, αποδεχόμενη εκεχειρία για περαιτέρω συζήτηση των όρων μιας ειρήνευσης (μη συμμετοχή Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ, κλπ).

Το Κίεβο διακινδυνεύει να χρεωθεί τη συνέχιση του πολέμου αν απορρίψει τη νέα διαμεσολάβηση της Ουάσιγκτον. Με μεγάλες απώλειες και στις δυο πλευρές, η Ουκρανία έχασε από το Φεβρουάριο 2022 μέχρι σήμερα περίπου το 11-12% των εδαφών της, πέραν της Κριμαίας που προσαρτήθηκε από την Ρωσία το 2014. Οι προοπτικές – παρά τις υποσχέσεις των Ευρωπαίων – θα είναι δύσκολες για την Ουκρανία αν τελικώς οι ΗΠΑ αποφασίσουν να εγκαταλείψουν τον ρόλο τους στο Ρωσο-ουκρανικό.

Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι δεν είναι μόνο θέμα των μέσων, στρατιωτικών και άλλων, που παρέχονται. Είναι κυρίως ζήτημα αποφυγής της στιγμής εκείνης που το νεύμα της Ουάσιγκτον προς το Κρεμλίνο θα είναι επιτρεπτικό ή έστω νεύμα ανοχής. Από το σημείο εκείνο, αν ποτέ υπάρξει, η Ρωσία θα σχεδιάσει και θα πράξει με άλλες παραμέτρους και άλλες προοπτικές.

Εργαλεία διαπραγμάτευσης ή τιμωρητικά μέτρα;

Προ ολίγων ημερών, ο Τραμπ χρησιμοποίησε και πάλι τις διαπραγματεύσεις για τους δασμούς για να αυξήσει, έμμεσα, την πίεση στη Ρωσία. Αυτή τη φορά, διπλασιάζοντας τους δασμούς κατά της Ινδίας για τις εισαγωγές ρωσικού πετρελαίου από την Ινδία.

Στο Νέο Δελχί, οι δηλώσεις Τραμπ που ευθέως συνέδεσαν τους αυξανόμενους δασμούς με την γεωπολιτική ατζέντα της Ινδίας, προκάλεσαν δυσφορία.

Στις 8 Αυγούστου, ο Ινδός πρωθυπουργός Μόντι ανακοίνωσε ότι ολοκλήρωσε «μια πολύ καλή και λεπτομερή συζήτηση με τον φίλο πρόεδρο Πούτιν» με τον οποίο εξέτασαν «τις τελευταίες εξελίξεις στην Ουκρανία και την πρόοδο στη διμερή ατζέντα Ινδίας – Ρωσίας», επιβεβαίωσαν «τη δέσμευση των δυο κρατών για περαιτέρω εμβάθυνση της Ειδικής και Προνομιακής Στρατηγικής Εταιρικής Σχέσης Ινδίας-Ρωσίας» και ανακοίνωσαν ότι ο πρόεδρος της Ρωσίας θα επισκεφθεί την Ινδία εντός του 2025.

Η επιβολή πρόσθετων δασμών στην Ινδία από την Ουάσιγκτον και μάλιστα με δηλωμένη γεωπολιτική λογική, διακινδυνεύει την καταστροφή μιας σύνθετης και πολύπλοκης σχέσης που κτίστηκε σταδιακά και έχει σήμερα μεγάλες προοπτικές. Από μέλος της Quad μέχρι συνομιλητής της Σαγκάης, η πυρηνική Ινδία με τον μεγαλύτερο, ήδη, πληθυσμό του πλανήτη αποτελεί υπόδειγμα εξερεύνησης της στρατηγικής αυτονομίας μέσω διαφορετικών συνδυασμών συμμαχιών, εξισορροπήσεων, αποτροπής (deterrence) και αντιστάθμισης (hedging).

Ήταν σαφής (ανεξαρτήτως ενστάσεων για το αν υπήρξε και πραγματοποιήσιμη) η στρατηγική της απόσπασης της Ρωσίας από την Κίνα ή, εν πάση περιπτώσει, της διακοπής περαιτέρω ευθυγράμμισης του Κρεμλίνου με το στρατηγικό όραμα του Πεκίνου. Όμως όχι μόνον ο χρόνος τελειώνει, οι κινήσεις Τραμπ αρχίζουν να φανερώνουν και έλλειψη συνεκτικού σχεδιασμού.

Αντί του «αντεστραμμένου Νίξον» της αρχικής στρατηγικής του, ο Τραμπ κινδυνεύει να γίνει ο πρόεδρος της βίαιης, στρεβλής και τελικώς ατελέσφορης επαναδιπολοποίησης, με την μερική διαμόρφωση ενός πόλου απέναντι στην αμερικανική πολιτική των δασμών και των πιέσεων. Ήδη παρατηρείται μια εξ ανάγκης άμβλυνση των μεγάλων διαφορών Ινδίας – Κίνας ενώ υπήρξε και προγραμματισμός συναντήσεων για συντονισμό μεταξύ Ινδίας και Βραζιλίας. Το εάν και κατά πόσον αυτές οι εξελίξεις θα ισχυροποιήσουν τους BRICS ως ομάδα είναι πάντως ακόμη συζητήσιμο.

Στρατηγική αυτονομία για λίγο περισσότερους

Όπως έχουμε εξηγήσει από χρόνια, η αύξηση των φορέων στρατηγικής αυτονομίας σημαίνει ταυτόχρονα ότι η αστάθεια αυξάνεται όπως δυνητικά αυξάνονται και οι περιφερειακές συγκρούσεις, αλλά η πιθανότητα επέκτασης των περιφερειακών συγκρούσεων με τρόπο που θα απορροφήσει δυνάμεις και θα ομαδοποιήσει στρατηγικές σε παγκόσμιο επίπεδο είναι σήμερα σχετικά μικρή. Με άλλα λόγια, οι περιφερειακοί πόλεμοι καθίστανται πιθανότεροι, ένας παγκόσμιος πόλεμος καθίσταται σχετικά λιγότερο πιθανός. Αυτό οφείλεται τόσο στο είδος και το περιεχόμενο των περιφερειακών συγκρούσεων όσο και στα χαρακτηριστικά του αναδυόμενου διεθνούς συστήματος.

Ως προς την πρώτη διάσταση, το δημόσιο αφήγημα που διακινείται και επιμένει ότι ο Πούτιν πρέπει να ηττηθεί κατά κράτος γιατί «βρισκόμαστε πάλι στη δεκαετία του 1930», κλπ, αγνοεί τόσο τις συνθήκες του σημερινού διεθνούς συστήματος όσο και τη συγκεκριμένη δυναμική των συνεχιζόμενων πολέμων μεταξύ των διαδόχων κρατών της ΕΣΣΔ.

Ως προς τη δεύτερη, έχουμε από χρόνια επισημάνει ότι ο υβριδικός κόσμος που αναδύεται κινδυνεύει περισσότερο από την αύξηση των σκληρών περιφερειακών συγκρούσεων και λιγότερο από έναν παγκόσμιο πόλεμο. Ο κόσμος που αναδύεται είναι πολυπολικός και πολυκεντρικός. Ακριβέστερα, οδηγεί στη διαμόρφωση ενός διεθνούς συστήματος που θα απαρτίζεται από λίγους (αλλά κατά κανένα τρόπο δυο) πόλους και πολλά επιμέρους κέντρα.

Παρότι για τη διάκριση μεταξύ μεγάλων και μεσαίων δυνάμεων παραμένουν διαφωνίες, θεωρώ υπερβολικά συμβατική και απαρχαιωμένη την άποψη που περιορίζει την έννοια των «μεγάλων δυνάμεων» στα κράτη που κατέχουν μόνιμη θέση στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ (ΗΠΑ, Ρωσία, Κίνα, Βρετανία, Γαλλία).

Η διάκριση, αντίθετα, μεταξύ πυρηνικών και συμβατικών δυνάμεων έχει πολύ μεγαλύτερη και υπό προϋποθέσεις καταλυτική σημασία. Στο αναδυόμενο σύστημα, οι μεσαίες δυνάμεις διαδραματίζουν ολοένα σημαντικότερους ρόλους. Δεν διαθέτουν πυρηνικά όπλα, στρατηγικά ή τακτικά, όμως ο συνδυασμός οικονομικής ισχύος ή δυνατοτήτων, γεωπολιτικής θέσης και ρόλων σε διεθνή ή περιφερειακά δίκτυα τους ανοίγει το δρόμο στην πιθανότητα να καταστούν κέντρα (και όχι πόλοι, όπως λανθασμένα ενίοτε υποστηρίζεται) επιδραστικών διεθνών διαδράσεων.

Η νέα σημασία των μεσαίων και περιφερειακών δυνάμεων (Αυστραλία, Γερμανία, Βραζιλία, Αργεντινή, Ιαπωνία, Τουρκία, Ιταλία, Νότια Αφρική, Νότια Κορέα, Ινδονησία, Καναδάς) κουμπώνει εξαιρετικά με τα βασικά χαρακτηριστικά του αναδυόμενου συστήματος. Οι στρατηγικές των μεσαίων δυνάμεων γενικά διαψεύδουν τις απλουστευτικές κατατάξεις σε «άξονες» του Καλού και του Κακού, της Δημοκρατίας και του Αυταρχισμού.

Ακριβώς επειδή ένα από τα χαρακτηριστικά του είναι η ρευστότητα, το αναδυόμενο σύστημα ευνοεί ποικίλες μετακινήσεις και μετατοπίσεις που αντανακλούν επιμέρους πεδία συγκλινόντων συμφερόντων περισσότερο από μακροχρόνιες ιστορικές συμμαχίες. Οι τελευταίες είναι σημαντικές, αλλά καθίστανται σπανιότερες και περισσότερο ευάλωτες σε διακυμάνσεις. π.χ. η σχέση Αρμενίας – Ρωσίας αποτελεί ήδη παρελθόν. Παράλληλα, ορισμένα ειδικότερα πεδία όπως η κυβερνοασφάλεια επιτείνουν τη σημασία των πολλαπλών κέντρων αλλά και της κινητικότητας μεταξύ των οντοτήτων που παροδικά συνθέτουν τους διαφορετικούς πόλους.

Εν κατακλείδι, παρατηρούμε τη διαμόρφωση ενός νέου, σύνθετου αστερισμού: ένας περιορισμένος αριθμός πόλων (τρεις ή τέσσερις, πάντως περισσότεροι από δύο) και ένας μεγαλύτερος αριθμός κέντρων ή αναδυόμενων κέντρων, αποτελούμενων από μία ή περισσότερες μεσαίες δυνάμεις που προσπαθούν να επιτύχουν ρόλους τόσο εντός όσο και μεταξύ διαφορετικών πόλων.

Οι πρωτοβουλίες – σε διαφορετικά επίπεδα και σε διαφορετικά πεδία – του Αμερικανού προέδρου και του Ισραηλινού πρωθυπουργού, δοκιμάζουν αυτό το υβριδικό σύστημα και τις εξελικτικές δυνατότητές του. Μια προσωρινή, βίαιη και τελικώς ατελέσφορη διπολοποίηση δεν θα άρει την υβριδική ποιότητα του διεθνούς συστήματος που θα παραμείνει δυνητικά μετα-διπολικό και σίγουρα μεταμονοπολικό, με δεδομένη την μακρά πορεία της απομάκρυνσης των ΗΠΑ από την Ευρώπη.

Εντατικοποίηση δραστηριότητας αλλά χωρίς συνεχή ανατροφοδότηση με τη συζήτηση για τους στρατηγικούς στόχους: αυτή κινδυνεύει να είναι η ετυμηγορία για τους πρώτους μήνες της δεύτερης προεδρίας Τραμπ, παρά τις επιμέρους επιτυχίες. Ένας νεομερκαντιλισμός προσαρμοσμένος με δυσκολία στα δεδομένα της δεκαετίας του 2020, με ψήγματα γεωπολιτικής ευεπηρέαστης από διαφορετικές σχολές σκέψης και ευπροσάρμοστης απέναντι σε προκλήσεις που δεν αφορούν πάντοτε τους στρατηγικούς στόχους.

Επίμετρο: Η Ελλάδα, το Ισραήλ και η Γαλλία

Στο μεταξύ, σε φάση μετασχηματισμού της ευρύτερης περιοχής, με την Τουρκία να εξελίσσει και να επεκτείνει τον ηγεμονικό σχεδιασμό της και τις ΗΠΑ σε επαμφοτερίζοντα ρόλο, στην Ελλάδα ένα άθροισμα ετερόκλητων ομάδων, μερικές από τις οποίες οργανώνονται από δίκτυα με σαφές αντισημιτικό προφίλ, επιλέγουν να καταγράφουν την παρουσία τους με διαδηλώσεις «στο πλευρό της Παλαιστίνης».

Η ελληνική επιφυλακτικότητα απέναντι στην εμβάθυνση της συνεργασίας Ελλάδας – Ισραήλ – Κύπρου, οφειλόμενη ίσως στο άγχος της Αθήνας να αποφευχθεί οτιδήποτε θα έδινε αφορμή στην Άγκυρα για ακόμη μεγαλύτερη προκλητικότητα, δεν θα πρέπει να αφεθεί να γίνει αντικείμενο παρανόησης από το Ισραήλ μέσω συσχετισμού της με τις οργανωμένες διαδηλώσεις βίαιων μειοψηφιών με έκδηλη αντισημιτική κατεύθυνση.

Στο συγκεκριμένο ζήτημα, άλλη η οπτική γωνία της Αθήνας, άλλη η οπτική γωνία, άλλες οι δυνατότητες και άλλα τα απώτερα γεωπολιτικά σχέδια του Παρισιού. Η πρωτοβουλία του προέδρου Μακρόν (με την ανακοίνωση της πρόθεσης της Γαλλίας να αναγνωρίσει ανεξάρτητο κράτος της Παλαιστίνης τον Σεπτέμβριο), τον οποίο στη συνέχεια ακολούθησαν ο πρωθυπουργός της Βρετανίας και ορισμένοι άλλοι, οφείλεται σε δυο βασικούς παράγοντες.

Ο πρώτος είναι, προφανώς, η εσωτερική πολιτική σκηνή σε συνδυασμό με το ενισχυόμενο φιλο-παλαιστινιακό μέτωπο στη Γαλλία και τις αλληλεπιδράσεις του με τους Ισλαμιστές σε πολλά επίπεδα. Οι εικόνες που έρχονται από τη Γάζα, ανεξαρτήτως βαθμού αξιοπιστίας και εγκυρότητας των ερμηνειών περί των αιτίων, διαμορφώνουν μια ιδιαίτερη συγκυρία.

Ο δεύτερος και σημαντικότερος παράγοντας είναι η έκφραση βαθύτερων προβληματισμών και επιλογών που αναφέρονται σε στρατηγικές και γεωπολιτικές διαστάσεις και τον μετασχηματισμό τους στο σημερινό υβριδικό διεθνές περιβάλλον. Το Παρίσι προβληματίζεται για την περαιτέρω ισχυροποίηση του Ισραήλ και τις σκέψεις κύκλων στις ΗΠΑ και αλλού ότι η Pax Israeliana, αν εδραιωθεί στη Μέση Ανατολή, θα εξυπηρετήσει, ομολογουμένως με κάποιο ρίσκο, ευρύτερα συμφέρονται και σχεδιασμούς για μια νέα ισορροπία χωρίς την ανάγκη για συνεχή αμερικανική παρουσία και παρέμβαση. Η στρατηγικής ποιότητας επιφυλακτικότητα του Παρισιού απέναντι σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο συναντά την πολύ παλαιότερη και γνώριμη προσπάθειά του να διατηρήσει μια καλή σχέση με τους Παλαιστίνιους και εκείνους από τον Αραβικό κόσμο που ακόμη τους υποστηρίζουν.

Όμως πρόκειται για αμφιλεγόμενη στρατηγική. Πρώτον διότι η επιλογή της διεθνούς κοινότητας για λύση «δυο κρατών» αντανακλά ισορροπίες άλλης εποχής και θα είναι δύσκολο στις σημερινές συνθήκες για τη Γαλλία να καταφέρει να γυρίσει το παιχνίδι, χωρίς μάλιστα να φανεί ότι αντικειμενικά ενδέχεται να προσφέρει βοήθεια στους εξτρεμιστές. Δεύτερον, η Γαλλία είναι εξίσου επιφυλακτική απέναντι στην επιταχυνόμενη προσπάθεια της Τουρκίας να ηγεμονεύσει στην Ανατολική Μεσόγειο. Και τα δυο αποτελούν γαλλικές επιλογές, παρά τις διακυμάνσεις (και το σχετικό επικοινωνιακό θόρυβο): όχι στην ακόμη μεγαλύτερη ισχυροποίηση του Ισραήλ, όχι στην ακόμη μεγαλύτερη ισχυροποίηση της Τουρκίας.

Τα εξηγούσα αναλυτικά την περίοδο και πριν και αμέσως μετά την υπογραφή της ανεκδιήγητης Διακήρυξης της Αθήνας, για την οποία τώρα κάποιοι αρχίζουν να αντιλαμβάνονται πόσο άστοχη και επιζήμια υπήρξε (και το φωνάζουν Urbi et orbi από τις εφημερίδες και τα δίκτυα με τον ενθουσιασμό του νεοφώτιστου). Όμως για τη Γαλλία, είναι στην καλύτερη περίπτωση ασαφές πώς ακριβώς (στη σημερινή συγκυρία, με τη σημερινή Συρία, τη σημερινή Τουρκία και τις επερχόμενες εξελίξεις στην Ουκρανία) αυτές οι δυο επιλογές μπορούν να συνδυαστούν με τον τρόπο που φαίνεται να επιλέγει ο Μακρόν.

Η περίοδος μέχρι τα τέλη Σεπτεμβρίου θα είναι, αν μη τι άλλο, εξαιρετικά ενδιαφέρουσα.

Εν κατακλείδι. Η εξωτερική πολιτική προϋποθέτει γνώση των βαθύτερων δομών αλλά και του μετασχηματιζόμενου περιβάλλοντος, ευελιξία επιλογών αλλά και συνεχή αλληλεπίδραση μεταξύ των βασικών προτεραιοτήτων και της αναδιάταξης άμεσων στόχων. Επειδή ακόμη και τα απολύτως αυτονόητα είναι απαραίτητα να διευκρινίζονται τα τελευταία χρόνια, ας προσθέσουμε και αυτό: η πολύ στενή σχέση Ελλάδας - Γαλλίας είναι κυριολεκτικά πολύτιμη και κρίσιμη για το μέλλον. Αυτό προφανώς δεν σημαίνει ότι ταυτιζόμαστε απαραίτητα με όλες τις επιλογές του Παρισιού. Εδώ δυστυχώς δεν ταυτιστήκαμε με τη δυνητικά κρίσιμη προσπάθειά του να βάλει – την περίοδο που αυτό ήταν ευχερέστερο – την ασυγκράτητη Τουρκία στη θέση της.


*Ο Κώστας Α. Λάβδας είναι Καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Έχει διατελέσει, μεταξύ άλλων, Senior Research Fellow στη London School of Economics και κάτοχος της Έδρας Ελληνικών και Ευρωπαϊκών Σπουδών «Κωνσταντίνος Καραμανλής» στη Fletcher School of Law and Diplomacy του Πανεπιστημίου Tufts στις ΗΠΑ.