Πριν από λίγες ημέρες είχαμε αναφερθεί σε ένα νέο δασμό που έρχεται από την επόμενη χρονιά να εξομαλύνει τις διαφορές τιμών σε προϊόντα που έχουν υψηλό αποτύπωμα άνθρακα κατά την διαδικασία παραγωγής τους και παράγονται εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σύντομη αναδρομή: Τον Οκτώβριο του 2023, η Ε.Ε. εισήγαγε τον Μηχανισμό Συνοριακής Προσαρμογής Άνθρακα (CBAM). Αυτός απαιτεί από εταιρείες της ΕΕ που εισάγουν προϊόντα υψηλής έντασης άνθρακα –όπως αλουμίνιο ή τσιμέντο– από χώρες εκτός ΕΕ να μετρούν τις εκπομπές που προκαλούνται από αυτά τα προϊόντα στο εξωτερικό. Παρομοίως, χώρες εκτός ΕΕ που εξάγουν προς την ΕΕ πρέπει να τεκμηριώνουν τις εκπομπές των προϊόντων τους. Από το 2026, η ΕΕ θα επιβάλλει σε αυτές τις εισαγωγές το ίδιο κόστος άνθρακα που πληρώνουν και οι εγχώριοι παραγωγοί μέσω ευρωπαϊκών δικαιωμάτων εκπομπών.
Ο στόχος είναι να εξαλειφθεί η δυνατότητα «αρμπιτράζ» μεταφέροντας την παραγωγή υψηλών εκπομπών εκτός ΕΕ, όπου τα περιβαλλοντικά πρότυπα είναι χαλαρότερα και δεν πληρώνονται τέλη για τις εκπομπές. Όπως συμβαίνει με κάθε περιβαλλοντική ρύθμιση, υπήρξαν αντιδράσεις από παραγωγούς, που υποστηρίζουν ότι αυτά τα μέτρα θα αυξήσουν δραματικά το κόστος. Ας δούμε, λοιπόν, την αναλυτική μελέτη των Geoffrey Dolphin και Gianluigi Ferrucci για να διαπιστώσουμε πόσο ακριβώς θα αυξηθούν τα κόστη λόγω του CBAM.
Το διάγραμμα παρακάτω δείχνει την εκτιμώμενη αύξηση τιμών ως ποσοστό του συνόλου των εισαγωγών για κάθε κράτος μέλος της ΕΕ. Ο μέσος όρος στην ΕΕ είναι αύξηση 0,1%, με διακύμανση από 0,025% για την Αυστρία έως 0,3% για την Κροατία και την Ελλάδα να βρίσκεται στο 0,18%. Η Κροατία επηρεάζεται κυρίως από εισαγωγές ηλεκτρικής ενέργειας από τη Βόρεια Μακεδονία και τη Βοσνία, οι οποίες παράγουν ηλεκτρικό ρεύμα από εργοστάσια άνθρακα. Το δεξί διάγραμμα δείχνει την μέση αύξηση τιμών εξαγωγών για τις 20 χώρες εκτός ΕΕ με το μεγαλύτερο αντίκτυπο. Εδώ, ο μέσος όρος είναι μόλις 0,04%, αλλά για τη Βοσνία φτάνει το 1,2%.
Η μέση αύξηση τιμών στις εισαγωγές και εξαγωγές είναι αμελητέα

Πίσω όμως από αυτούς τους μικρούς μέσους όρους κρύβονται μεγάλες διαφορές ανάλογα με το προϊόν και τη χώρα. Ο παρακάτω πίνακας δείχνει την εκτιμώμενη αύξηση τιμών εισαγωγών ανά προϊόν για κάθε κράτος μέλος της ΕΕ. Χώρες που εισάγουν πολύ τσιμέντο από τη Μολδαβία ή την Ουκρανία –όπου η παραγωγή βασίζεται σε παλιές υποδομές και ηλεκτρισμό από ρυπογόνο άνθρακα– αντιμετωπίζουν πολύ υψηλές αυξήσεις. Για παράδειγμα, η Βουλγαρία μπορεί να δει αύξηση 21,3% στις τιμές του εισαγόμενου τσιμέντου. Αντίθετα, η Γερμανία, που αγοράζει τσιμέντο από καθαρότερους παραγωγούς, εμφανίζει διαφορά μόλις 5,1%.
Εκτιμώμενη αύξηση τιμών εισαγωγών ανά προϊόν για χώρες της ΕΕ - (Όλες οι τιμές σε %)

Ο επόμενος πίνακας δείχνει τις αυξήσεις στις τιμές εξαγωγών προς την ΕΕ για τους 20 μεγαλύτερους εξαγωγείς. Οι εξαγωγές τσιμέντου της Ουκρανίας θα γίνουν 30,1% ακριβότερες — πρακτικά μη ανταγωνιστικές εκτός αν η χώρα αναβαθμίσει τις μεθόδους παραγωγής της. Γι’ αυτό και στα σχέδια ανοικοδόμησης της Ουκρανίας ήδη προβλέπεται αναβάθμιση υποδομών ώστε η χώρα να γίνει πιο ανταγωνιστική μετά τον πόλεμο.
Εκτιμώμενη αύξηση τιμών εξαγωγών προς την ΕΕ για τις 20 μεγαλύτερες χώρες εκτός ΕΕ (Όλες οι τιμές σε %)

Τι σημαίνουν όλα αυτά για τις Ελληνικές επιχειρήσεις; Ότι τουλάχιστον για μια πενταετία οι εταιρίες τσιμέντου, χάλυβα, αλουμινίου και χημικών θα έχουν πλεονέκτημα στην τιμολόγηση των προϊόντων τους σε σχέση με ανταγωνιστικά προϊόντα ή εισαγωγείς. Και αυτό το χρονικό διάστημα δεν είναι αμελητέο καθώς το πλεονέκτημα αυτό μπορεί να σημαίνει κινήσεις που θα διασφαλίσουν μια κυρίαρχή θέση στην αγορά και την απόκτηση μεριδίων από τους εισαγόμενους ανταγωνιστές.
