Από την 1η Ιανουαρίου του 2026 οι εισαγωγές προϊόντων σε χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα κληθούν να πληρώσουν το τίμημα που αναλογεί στις εκπομπές άνθρακα που σχετίζονται με την παραγωγή των εισαγόμενων προϊόντων τους.
Η σχετική ρύθμιση για τον Μηχανισμό Εξισορρόπησης Άνθρακα στα Σύνορα (CBAM) ψηφίστηκε τον Μάιο του 2023, δίνοντας τον απαραίτητο χρόνο προσαρμογής στις επιχειρήσεις και στους κλάδους που εμπλέκονται σε αυτόν τον ειδικό φόρο.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση, αναγνωρίζοντας την πολυπλοκότητα του εγχειρήματος, θέσπισε μια μεταβατική περίοδο που εκτείνεται έως το τέλος του 2025, κατά την οποία οι εταιρείες όφειλαν να αρχίσουν τη συλλογή και αναφορά στοιχείων σχετικά με τις εκπομπές άνθρακα των εισαγόμενων προϊόντων τους.
Πλέον, έπειτα από σχεδόν τρία χρόνια προετοιμασίας, έφτασε το πλήρωμα του χρόνου για την πλήρη εφαρμογή του μέτρου από την 1η Ιανουαρίου 2026, σηματοδοτώντας την έναρξη μιας νέας εποχής περιβαλλοντικής συμμόρφωσης και οικονομικής προσαρμογής για την ευρωπαϊκή βιομηχανία και τις ελληνικές επιχειρήσεις.
Ο φόρος αυτός αποτελεί ένα εργαλείο της Ευρωπαϊκής Ένωσης για να αντιμετωπιστεί το φαινόμενο της «διαρροής άνθρακα» (carbon leakage), δηλαδή η μεταφορά της παραγωγής σε τρίτες χώρες με χαμηλότερες περιβαλλοντικές απαιτήσεις.
Ο CBAM ισχύει αρχικά για συγκεκριμένα εισαγόμενα προϊόντα στην Ε.Ε ιδίως για τους κλάδους σιδήρου & χάλυβα, τσιμέντου, λιπάσματα, αλουμινίου, ενέργειας (ηλεκτρισμός, υδρογόνο) καθώς και για προϊόντα που ενσωματώνουν αυτά τα υλικά.
Στη μεταβατική περίοδο (1η Οκτωβρίου 2023 έως 31 Δεκεμβρίου 2025) οι εισαγωγείς ήταν υποχρεωμένοι να δηλώνουν τις ενσωματωμένες εκπομπές των εισαγόμενων προϊόντων (άμεσες και έμμεσες). Από την 1η Ιανουαρίου 2026 εισάγονται οι πλήρεις απαιτήσεις, δηλαδή η αγορά πιστοποιητικών CBAM για τις ενσωματωμένες εκπομπές.
Ο CBAM απευθύνεται εισαγωγείς στην ΕΕ, αλλά έχει επιπτώσεις και για εξαγωγικές δραστηριότητες ή επιχειρήσεις οι οποίες ενσωματώνουν εισαγόμενα υλικά στους κόλπους της ΕΕ – αφού το κόστος μπορεί να μετακυλιστεί.
Για τις ελληνικές επιχειρήσεις, και ιδιαίτερα για αυτές που είναι εισηγμένες και λειτουργούν σε τομείς έντασης άνθρακα ή οι οποίες χρησιμοποιούν εισαγόμενα υλικά που καλύπτονται από τον CBAM, το νέο πλαίσιο έχει ενδιαφέρουσες – και εν δυνάμει κρίσιμες – επιπτώσεις. Η Ελλάδα έχει υψηλή έκθεση σε εισαγωγές προϊόντων που εμπίπτουν στον CBAM: για παράδειγμα, μελέτες δείχνουν ότι χώρες όπως η Ελλάδα είναι μεταξύ των πιο εκτεθειμένων σε “input costs” λόγω CBAM.
Εισηγμένες εταιρείες που εμπλέκονται σε κλάδους όπως τσιμέντο, χάλυβας, αλουμίνιο, επίσης εκείνες που εξαρτώνται από εισαγόμενα υλικά καλυπτόμενα από τον CBAM, θα πρέπει να εκτιμήσουν έγκαιρα τον αντίκτυπο: κόστος εισαγόμενων υλικών, ανάγκη αναθεώρησης σύμβασης προμηθευτών, πιθανές αλλαγές στην αλυσίδα εφοδιασμού.
Επιπλέον, ακόμη και εάν η εταιρεία δεν εισάγει άμεσα κάποια από αυτά τα υλικά, εάν χρησιμοποιεί προϊόντα που περιλαμβάνουν εισαγόμενα καλυπτόμενα υλικά (π.χ. δομικά στοιχεία), τότε το κόστος μπορεί να μετακυλιστεί σε αυτήν.
Από την άλλη πλευρά όσες εταιρίες έχουν εγχώρια παραγωγή η οποία καλύπτεται από την υποχρέωση αγορών δικαιωμάτων εκπομπών ρύπων αποκτούν ένα πλεονέκτημα. Τα προϊόντα γίνονται πιο ανταγωνιστικά και θα μετρήσουν διαφορετικά υπηρεσίες που σχετίζονται με τον εφοδιασμό, τη συντήρηση και τον τρόπο πληρωμής.
Οι παράμετροι αυτές μπορεί να ενισχύσουν τη θέση τους στην αγορά αποκτώντας μεγαλύτερο μερίδιο και λόγω κλίμακας καλύτερα περιθώρια κερδοφορίας.
Παράλληλα, οι εισηγμένες εταιρείες οφείλουν να ενσωματώσουν στην ESG στρατηγική τους τον CBAM — για παράδειγμα στην καταγραφή εκπομπών, στα συμβόλαια προμηθειών, και στην ενημέρωση επενδυτών. Για πολλές εταιρίες, αυτή η διάσταση μπορεί να γίνει θέμα εταιρικής διακυβέρνησης, ESG (περιβάλλον, κοινωνία, διακυβέρνηση) και πιθανώς οικονομικής πληροφόρησης.
Η πρώτη ανάγνωση αυτής της αλλαγής δίνει πλεονέκτημα σε μεγάλους βιομηχανικούς εισηγμένους ομίλους όπως Metlen (Αλουμίνιο Ελλάδος), Τιτάνας, Όμιλος Βιοχάλκο (και θυγατρικές) αλλά και σε μικρότερες εταιρίες όπως τα Πλαστικά Θράκης και Πλαστικά Κρήτης.
Το σημαντικότερο είναι ότι πλέον μια «αδικία» στην Ευρωπαϊκή αγορά αρχίζει να διορθώνεται. Για δεκαετίες, οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις πλήρωναν το κόστος της πράσινης μετάβασης, ενώ ανταγωνιστές εκτός Ε.Ε. απολάμβαναν χαμηλότερες περιβαλλοντικές υποχρεώσεις και κόστος παραγωγής.
Με τον CBAM, η Ευρωπαϊκή Ένωση επιχειρεί να αποκαταστήσει την ισορροπία, επιβάλλοντας το ίδιο «τίμημα άνθρακα» σε όλα τα προϊόντα, ανεξάρτητα από τον τόπο προέλευσής τους. Η μετάβαση δεν θα είναι εύκολη — απαιτεί επενδύσεις, αναδιοργάνωση και διαφάνεια — όμως ανοίγει τον δρόμο για μια πιο δίκαιη, ανταγωνιστική και βιώσιμη ευρωπαϊκή βιομηχανία. Για τις ελληνικές εισηγμένες, το στοίχημα είναι διπλό: να αξιοποιήσουν το νέο πλαίσιο ως ευκαιρία αναβάθμισης της παραγωγής και ταυτόχρονα να αποδείξουν ότι η «πράσινη οικονομία» μπορεί να είναι και οικονομικά ανθεκτική και επιχειρηματικά κερδοφόρα.
