Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα διαθέσιμα δεδομένα, σχεδόν 800.000 κατοικίες στην Ελλάδα παραμένουν κενές. Από αυτές, περισσότερες από 250.000 εντοπίζονται στην Αττική. Ωστόσο, ο αριθμός των ακινήτων που μπορούν να διατεθούν άμεσα προς ενοικίαση ή πώληση είναι σημαντικά χαμηλότερος, καθώς πολλά από αυτά παραμένουν ανενεργά για χρόνια, χωρίς καμία μορφή αξιοποίησης.
Ιδιαίτερα στην καρδιά της Αθήνας, η διαθεσιμότητα ακινήτων για στέγαση είναι εξαιρετικά περιορισμένη. Οι κατοικίες που προσφέρονται προς ενοικίαση ή αγορά είναι ελάχιστες και κατά κύριο λόγο πρόκειται για παλιά ακίνητα που απαιτούν σοβαρές παρεμβάσεις ανακαίνισης. Αυτή η πραγματικότητα καθιστά δύσκολη την άμεση επανένταξή τους στην αγορά και μειώνει την πραγματική δυναμική ενίσχυσης της προσφοράς.
Τι είναι ο φόρος αδράνειας
Η κυβέρνηση εξετάζει την επιβολή ενός νέου ειδικού τέλους για τα ακίνητα που παραμένουν αδιάθετα για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Στόχος είναι η κινητοποίηση των ιδιοκτητών, ώστε να τα διαθέσουν προς ενοικίαση ή πώληση, ενισχύοντας την ενεργή προσφορά στην αγορά.
Ένα από τα βασικά σενάρια προβλέπει προσαύξηση στον υφιστάμενο ΕΝΦΙΑ για τα αδρανή ακίνητα, ενώ ειδική μέριμνα σχεδιάζεται για ακίνητα που βρίσκονται στην κατοχή τραπεζών ή διαχειριστικών εταιρειών, με στόχο ακόμη και τον διπλασιασμό της επιβάρυνσης για αυτά από το 2026.
Το υπό εξέταση μέτρο αντλεί έμπνευση από ευρωπαϊκές πρακτικές, όπως για παράδειγμα στη Γαλλία, όπου οι ιδιοκτήτες κενών κατοικιών επιβαρύνονται με σημαντικό ποσοστό επί της θεωρητικής ενοικιαστικής αξίας, ή στην Ιρλανδία, όπου εφαρμόζεται πολλαπλάσια φορολόγηση για ακίνητα που μένουν κλειστά χωρίς τεκμηριωμένη αιτία.
Πώς το μέτρο μπορεί να βοηθήσει στο στεγαστικό πρόβλημα
Η ενεργοποίηση των ανεκμετάλλευτων κατοικιών θεωρείται καθοριστικός παράγοντας για την αποσυμπίεση της αγοράς, ιδιαίτερα σε περιόδους υψηλής ζήτησης και χαμηλής διαθεσιμότητας. Ακόμη και μία μικρή αύξηση στην προσφορά μπορεί να επιδράσει θετικά στην εξέλιξη των ενοικίων και να περιορίσει την επιβάρυνση που υφίστανται σήμερα τα νοικοκυριά, τα οποία συχνά αφιερώνουν μεγάλο μέρος του εισοδήματός τους για την κάλυψη στεγαστικών αναγκών.
Παράλληλα, προωθείται και η ενεργοποίηση ηλεκτρονικής απογραφής των ακινήτων μέσω πλατφόρμας που θα συγκεντρώνει στοιχεία από την κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας, προκειμένου να εντοπιστούν με ακρίβεια τα ακίνητα που είναι πραγματικά κενά και να ενεργοποιηθούν μηχανισμοί φορολόγησης ή κινήτρων.
Προβλέπεται επίσης η θέσπιση κινήτρων για όσους επιλέξουν να διαθέσουν κλειστά ακίνητα στην αγορά. Αυτά ενδέχεται να περιλαμβάνουν απαλλαγή από φόρο εισοδήματος για τα ενοίκια έως τρία έτη ή μειωμένους φορολογικούς συντελεστές για εισοδήματα από ενοικίαση, ιδίως όταν αυτά είναι χαμηλά.
Οι αντιδράσεις
Το προτεινόμενο μέτρο έχει προκαλέσει αντιδράσεις, κυρίως από μικροϊδιοκτήτες και ηλικιωμένους, που ενδεχομένως διατηρούν ακίνητα χωρίς τη δυνατότητα αξιοποίησης τους, είτε λόγω χαμηλών εισοδημάτων είτε εξαιτίας του υψηλού κόστους ανακαίνισης. Υπάρχουν ανησυχίες ότι ο φόρος θα πλήξει δυσανάλογα κοινωνικές ομάδες που δεν έχουν άμεση εναλλακτική, ούτε την πρόθεση να εκμεταλλευτούν τα ακίνητά τους εμπορικά.
Επιπλέον, ειδικοί επισημαίνουν ότι, χωρίς παράλληλη εφαρμογή επιδοτήσεων για ανακαίνιση και γενναίων φορολογικών κινήτρων, ο φόρος αδράνειας ενδέχεται να μην φέρει το προσδοκώμενο αποτέλεσμα, καθώς οι ιδιοκτήτες ίσως επιλέξουν απλώς να απορροφήσουν το κόστος ή να αφήσουν τα ακίνητα να παρακμάσουν περαιτέρω.
Μια πολιτική με προοπτική
Η εφαρμογή φόρου αδράνειας μπορεί να αποτελέσει ένα ουσιαστικό εργαλείο στην προσπάθεια εξισορρόπησης της αγοράς κατοικίας. Το πραγματικό όφελος θα προκύψει εάν το μέτρο συνδυαστεί με αξιόπιστη ηλεκτρονική καταγραφή των κενών ακινήτων, στοχευμένες εξαιρέσεις για ευάλωτες ομάδες, ουσιαστικά φορολογικά και χρηματοδοτικά κίνητρα για αξιοποίηση των κατοικιών.
Οι τελικές αποφάσεις αναμένεται να οριστικοποιηθούν προς το τέλος του καλοκαιριού, οπότε και θα καθοριστεί το εύρος και το δημοσιονομικό αποτύπωμα της παρέμβασης.
Σε κάθε περίπτωση, ο φόρος αδράνειας δεν αποτελεί από μόνος του λύση για το στεγαστικό, αλλά μπορεί να είναι ένα κομβικό στοιχείο σε μια ευρύτερη στρατηγική που στοχεύει σε μια πιο λειτουργική, δίκαιη και προσβάσιμη αγορά κατοικίας.