Υπάρχει μια ιδιαίτερη, σχεδόν μυστική αξία στο πορτραίτο. Πέρα από το να αποτυπώνει ένα πρόσωπο με τη συγγενική ή ιστορική του βαρύτητα, ενεργοποιεί εκείνη τη λεπτή, αθέατη ύλη που κουβαλά ο θεατής μέσα του. Το πορτραίτο ζει όσο επενδύουμε σε αυτό το βλέμμα μας, ακόμη και σε πείσμα του χρόνου που έχει κάνει πια το πρόσωπο του μοντέλου «ιστορία». Τότε είναι που αρχίζει το αληθινό παιχνίδι.
Στα δωμάτια της Βίλας Μπιάνκα, στο κτίριο-κόσμημα της Δημοτικής Πινακοθήκης στη Θεσσαλονίκη, τα έργα της συλλογής του Ιορδάνη Κοτζαϊβάζογλου βρήκαν το «σπίτι» τους. Η παρουσίαση της συλλογής, κυρίως πορτραίτα που φιλοτέχνησαν καταξιωμένοι και νεότεροι στα χρόνια δημιουργοί, έχει δημιουργήσει μια συνθήκη που δεν είναι στενά προσωπική. Η βίλα χτίστηκε στις αρχές του περασμένου αιώνα, σε σχέδια του Πιέτρο Αρριγκόνι, για να στεγάσει την οικογένεια του Ιταλοεβραίου βιομήχανου Ντίνο Φερνάντεζ Ντίαζ. Ο πόλεμος σήμανε την άγρια φυγή των ανθρώπων, αλλά η ιστορία φέρθηκε καλά στην έπαυλη και η Θεσσαλονίκη χαίρεται σήμερα ένα μοναδικό κτίσμα με δημόσια χρήση.
Παρά τις μουσειολογικές ελλείψεις και τους περιορισμούς που εξαρχής θέτει το ιστορικό αρχοντικό, ο επισκέπτης νιώθει πως οι τοίχοι δεν φιλοξενούν απλώς πίνακες, μα «ενοίκους». Πρόσωπα και ιστορίες, βλέμματα που σε ψάχνουν μέσα από τον χρόνο, μορφές που διεκδικούν το δικαίωμά τους να υπάρξουν ξανά, ως παρούσες υπάρξεις. Πρόκειται για μια αφήγηση που συμπληρώνεται από εκείνον που στέκεται απέναντι.
Ένα πεδίο συνάντησης ανάμεσα στο «εγώ» που αποτυπώθηκε και στο «εσύ» που το αντικρίζει σήμερα. Και κάπως έτσι, ένας κόσμος «άλλος» όπως τον κατασκεύασε κομμάτι-κομμάτι ο Καθηγητής και Κοσμήτορας της Σχολής Επιστημών Σχεδιασμού του Διεθνούς Πανεπιστημίου της Ελλάδος, Δάνης (για τους φίλους) Κοτζαϊβάζογλου, έγινε ένας κόσμος οργανικός που σε υποδέχεται στην Πινακοθήκη.
Ο συλλέκτης Δάνης Κοτζαϊβάζογλου δίπλα από το πορτραίτο της Ε.Σ., αλλιώς «Πράσινη νύχτα» του Γιώργου Ρόρρη
Ανάμεσα στα έργα, ο θεατής γνωρίζει και τους ίδιους τους ζωγράφους που μιλούν για τη ζωγραφική και τον τρόπο τους. Τα μεγάλα σε διάσταση βίντεο λειτουργούν σαν ένα είδος αντιφωνίας: δίνουν χώρο στους «αφανείς» πρωταγωνιστές –εκείνους που βρίσκονται πίσω από τα βλέμματα και τις σιωπές των πορτραίτων– να εμφανιστούν και να σχολιάσουν τη δουλειά τους. Έτσι, η παρουσία τους δεν είναι πια μια αόρατη υπόθεση εργαστηρίου, αλλά μια «ζωντανή» συνομιλία μέσα στην εκθεσιακή εμπειρία.
Η ζωγραφική δεν αντιμετωπίζεται μόνο ως τετελεσμένο αποτέλεσμα, αλλά ως μια διαδικασία που διαρκεί, που φέρει τη θερμοκρασία του δημιουργού της. Τα πορτραίτα αποκτούν φωνή, και ο θεατής αποκτά πρόσβαση στην «αναπνοή» τους, στο πριν και στο μετά του τελικού αποτελέσματος. Σαν να «συστήνονται» οι πίνακες ξανά, αυτή τη φορά μαζί με εκείνους που τους γέννησαν.
Στο διπλό πορτραίτο του Δημήτρη Αγγελόπουλου - από τους νεότερους ζωγράφους της συλλογής - απεικονίζονται ο παππούς και η γιαγιά του καλλιτέχνη και έχει τίτλο Το πρωινό τους
Εκτός από την ποιότητα των έργων, για την οποία έχουν ήδη γραφτεί πολλά και δικαίως, η έκθεση έχει και μια άλλη, εξίσου κρίσιμη σημασία: καλλιεργεί το συλλέγειν. Την αξία του να χτίζεις έναν κόσμο εσωτερικό και να τον υπερασπίζεσαι. Το συλλέγειν, στην ουσία του, δεν είναι συσσώρευση, αλλά πράξη αυτογνωσίας. Ένας αργός τρόπος να διαλέγεις τι σε συγκροτεί και τι σε σώζει. Και όσο αυτός ο κόσμος συμπυκνώνεται, όπως γράφει ο ίδιος ο συλλέκτης, τόσο αποκτάς τη δυνατότητα να τον μοιραστείς. Η έκθεση στη Βίλα Μπιάνκα (έως 6/12) επαναφέρει στον δημόσιο χώρο την ιδέα ότι η τέχνη είναι σχέση αλλά και χρέος: προς τον εαυτό, προς τον δημιουργό, προς την κοινότητα. Κι αυτό, στις μέρες μας, είναι ίσως η πιο ουσιαστική υπενθύμιση.
Ανεβαίνοντας την ξύλινη σκάλα για τον τελευταίο όροφο, προβάλλει η εντυπωσιακή «Σκάλα» της Μαρίας Φιλοπούλου από την πρώιμη δουλειά της @Liberal
«Όψεις παραστατικότητας στη σύγχρονη ελληνική ζωγραφική» από τη συλλογή του Ιορδάνη Κοτζαϊβάζογλου με έργα σε λάδια, ακρυλικά, τέμπερες και υδατογραφίες, καταξιωμένων νεοελλήνων ζωγράφων των γενεών του 1960, του 1970, και κυρίως του 1980 και μετά, όπως οι Α. Φασιανός, Δ. Μυταράς, Π. Τέτσης, Κ. Γραμματόπουλος, Χ. Μπότσογλου, Ι. Ψυχοπαίδης, Σ. Σόρογκας, Π. Σάμιος, Σ. Δασκαλάκης, Γ. Ρόρρης, Ε. Σακαγιάν, Μ. Μακρουλάκης, Ε. Κανά, Μ. Χάρος, Α.Μ. Τσακάλη, Μ. Φιλοπούλου, Μ. Κτιστόπουλου, Τ. Μαντζαβίνου, Α. Δρούγκα, Π. Ζουμπουλάκη κ.ά.
Η εντυπωσιακή εγκατάσταση από ανακυκλώσιμα υλικά του Τριαντάφυλλο Βαϊτση στη σοφίτα της Πινακοθήκης με τίτλο Ένας γέρος @Liberal
Επίσης, σχέδια και χαρακτικά (ξυλογραφίες και χαλκογραφίες) των Ν. Χατζηκυριάκου-Γκίκα, Ι. Τσαρούχη, Α. Φασιανού. Επιμέλεια – Σχεδιασμός: Θάλεια Μαρία Αλεξάκη. Η πινακοθήκη είναι ανοικτή από Τρίτη έως Παρασκευή, 10.00-18.00 και το Σάββατο, 10.00-16.00. Η είσοδος για το κοινό είναι δωρεάν.
Κεντρική φωτ.: Από τα έργα που μας κέρδισαν στον ισόγειο χώρο, η «Όλγα» του Στέφανου Δασκαλάκη @Liberal
