Η πιθανή λήξη του πολέμου στην Ουκρανία διαμορφώνει μια νέα θετική προοπτική για την ελληνική οικονομία. Η σύγκρουση έχει επηρεάσει βαθιά τις αγορές ενέργειας, τις εμπορευματικές ροές και τη διεθνή σταθερότητα, με σημαντικό κόστος για αρκετούς κλάδους.
Η ειρήνευση θα μπορούσε να άρει πολλούς από αυτούς τους αρνητικούς παράγοντες, οδηγώντας σε χαμηλότερο ενεργειακό κόστος, αποκατάσταση εμπορικών διαδρομών και αναβίωση της εμπιστοσύνης στην περιοχή.
Παρακάτω αναλύονται οι κύριοι κλάδοι στην Ελλάδα – Ενέργεια, Μεταφορές, Κατασκευές, Εξαγωγές, Τρόφιμα, Λιπάσματα, Τράπεζες, Μέταλλα – που αναμένεται να ωφεληθούν από το τέλος του πολέμου, μαζί με συγκεκριμένες εισηγμένες εταιρείες του Χρηματιστηρίου Αθηνών που σχετίζονται άμεσα ή έμμεσα με αυτές τις εξελίξεις.
Οι πληροφορίες αντλήθηκαν από τις διαθέσιμες ανακοινώσεις των εταιρειών καθώς και από δημοσιεύματα που αφορούν την περίοδο 2022 έως σήμερα.
Ενέργεια
Ο πόλεμος στην Ουκρανία προκάλεσε μια πρωτοφανή ενεργειακή κρίση στην Ευρώπη, με τις τιμές φυσικού αερίου και ηλεκτρισμού να εκτοξεύονται. Στο αποκορύφωμα της κρίσης, οι τιμές του φυσικού αερίου έφτασαν έως και δεκαπλάσια επίπεδα σε σχέση με τους ιστορικούς μέσους όρους, επιβαρύνοντας νοικοκυριά και επιχειρήσεις.
Στην Ελλάδα, η ενεργειακή αγορά «βραχυκυκλώθηκε» από το σοκ, καθώς η εκτίναξη του κόστους φυσικού αερίου μεταφράστηκε σε εκρηκτικές αυξήσεις του κόστους ηλεκτροπαραγωγής.
Η λήξη του πολέμου αναμένεται να αντιστρέψει αυτή την τάση: ήδη η προοπτική ειρηνευτικών συνομιλιών συνέβαλε στην αποκλιμάκωση των τιμών, με το ευρωπαϊκό φυσικό αέριο να υποχωρεί στο χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων 18 μηνών. Η επίτευξη βιώσιμης ειρήνης θα μπορούσε να επαναφέρει την ομαλότητα στον ενεργειακό εφοδιασμό, μειώνοντας περαιτέρω το κόστος. Αυτό θα ευνοήσει τις ελληνικές ενεργοβόρες βιομηχανίες (Titan, Viohalco, Cenergy, Elvalhalkor, κλπ) και θα βελτιώσει τα περιθώρια κέρδους τους.
Επιπλέον, η αποκλιμάκωση της κρίσης θα άρει τις αβεβαιότητες για τις ελληνικές εταιρείες ενέργειας. Για παράδειγμα, οι μεγάλοι εγχώριοι όμιλοι διύλισης – HELLENiQ) και Motor Oil – αντιμετώπισαν έντονες διακυμάνσεις στις αγορές πετρελαίου και φυσικού αερίου λόγω του πολέμου. Ωστόσο αν τελικώς αρθούν οι κυρώσεις στην εμπορία Αργού Πετρελαίου καθώς και στα διυλησμένα προϊόντα θα πρέπει να αναμένεται υποχώρηση των σχετικών περιθωρίων.
Η ΔΕΗ ο μεγαλύτερος πάροχος ηλεκτρισμού, επίσης αναμένει οφέλη: χαμηλότερες τιμές καυσίμων (φυσικό αέριο) θα μειώσουν το κόστος παραγωγής ρεύματος. Παράλληλα, η ΔΕΗ προετοιμάζεται για νέες ευκαιρίες ανάπτυξης στην Ουκρανία – ήδη βρίσκεται σε συζητήσεις με την ουκρανική ενεργειακή εταιρεία DTEK για συνεργασία στην ανάπτυξη συστημάτων αποθήκευσης ενέργειας, βάζοντας τις βάσεις για συμμετοχή στην ανοικοδόμηση του ουκρανικού ενεργειακού τομέα.
Συνολικά, η ειρήνη θα μειώσει σημαντικά το ενεργειακό κόστος των επιχειρήσεων σε ευρωπαϊκό και ελληνικό επίπεδο, που τα τελευταία τρία χρόνια είχε εκτοξευθεί λόγω της κρίσης. Σύμφωνα με εκτιμήσεις, ήδη από το 2026 τα αποτελέσματα των εταιρειών θα αρχίσουν να αντικατοπτρίζουν τα οφέλη του φθηνότερου ενεργειακού κόστους στην κερδοφορία τους.
Πρόσφατη ανάλυση της Citi κατέδειξε τους κλάδους που θα ωφεληθούν περισσότερο από την πτώση των τιμών φυσικού αερίου: σε αυτούς περιλαμβάνονται τα χημικά (π.χ. λιπάσματα, πλαστικά), οι κατασκευές, η βιομηχανία και οι μεταφορές/ταξίδια – πολλοί εκ των οποίων αφορούν και την ελληνική πραγματικότητα. Η αποκλιμάκωση, λοιπόν, του ενεργειακού κόστους θα έχει πολλαπλασιαστικά οφέλη, τόσο άμεσα (κόστος ενέργειας) όσο και έμμεσα (μειωμένος πληθωρισμός, σταθερότερο μακροοικονομικό περιβάλλον) για την Ελλάδα.
Μεταφορές
Οι μεταφορές – ιδίως η ναυτιλία, οι αερομεταφορές και οι χερσαίες εμπορευματικές ροές – επλήγησαν από την αστάθεια και τους περιορισμούς που έφερε ο πόλεμος. Το κλείσιμο ουκρανικών λιμανιών και ο αποκλεισμός της Μαύρης Θάλασσας για μεγάλα διαστήματα διατάραξαν σοβαρά τις θαλάσσιες εμπορευματικές οδούς.
Τα ελληνικά εμπορικά πλοία, που κατέχουν ηγετική θέση στις παγκόσμιες θαλάσσιες μεταφορές, βρέθηκαν αντιμέτωπα με αυξημένα κόστη και κινδύνους: τα ασφάλιστρα κινδύνου πολέμου για πλοία στη Μαύρη Θάλασσα εκτοξεύτηκαν σε επίπεδα έως 5% της αξίας του πλοίου ανά ταξίδι, προσθέτοντας σημαντικό κόστος στα δρομολόγια.
Με τη λήξη των εχθροπραξιών, αυτοί οι κίνδυνοι και τα κόστη θα επιστρέψουν σε κανονικά επίπεδα, επιτρέποντας την πλήρη επανέναρξη των ναυτιλιακών ροών στην περιοχή. Ελληνικές ναυτιλιακές εταιρείες θα μπορέσουν και πάλι να εξυπηρετήσουν απρόσκοπτα τις εξαγωγές της Ουκρανίας (π.χ. σιτηρά, μέταλλα) μέσω των λιμανιών της Μαύρης Θάλασσας, χωρίς τους σημερινούς περιορισμούς. Η άρση της αβεβαιότητας θα μειώσει και τα ασφάλιστρα, καθιστώντας οικονομικότερες τις μεταφορές.
Παράλληλα, η πολιτική αεροπορία και ο τουρισμός αναμένεται να επανεκκινήσουν την εξυπηρέτηση των εμπόλεμων γεωγραφικών ζωνών. Ο πόλεμος ουσιαστικά μηδένισε τις αφίξεις τουριστών από Ρωσία και Ουκρανία, αγορές που προ του 2022 συνεισέφεραν σημαντικά στο ελληνικό τουριστικό προϊόν. Το 2019 η Ελλάδα υποδέχθηκε ~580.000 Ρώσους τουρίστες και ~85.000 Ουκρανούς, ενώ το 2022 οι αφίξεις από τη Ρωσία μειώθηκαν σε μόλις 36.100 επισκέπτες. Οι τουριστικές δαπάνες από τη ρωσική αγορά, που το 2019 ανέρχονταν σε 433 εκατ. ευρώ, μειώθηκαν το 2022 σε μόλις 41,4 εκατ. ευρώ σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδας.
Η ειρήνη θα επιτρέψει σταδιακά την επάνοδο αυτών των ταξιδιωτικών ροών, εφόσον βέβαια αρθούν οι κυρώσεις και αποκατασταθούν οι αεροπορικές συνδέσεις. Εταιρείες όπως η Aegean Airlines θα ωφεληθούν από το άνοιγμα νέων δρομολογίων προς τη Ρωσία/Ουκρανία και την αύξηση της επιβατικής κίνησης, ενώ και οι ελληνικοί τουριστικοί προορισμοί (ξενοδοχειακοί όμιλοι, τουριστικές επιχειρήσεις) θα δουν ενίσχυση εσόδων.
Σημαντικό είναι και το κόστος καυσίμων για τον κλάδο: η ομαλοποίηση της πετρελαϊκής αγοράς θα μειώσει το κόστος των αεροπορικών καυσίμων και των ναυτιλιακών καυσίμων (bunker), βελτιώνοντας τα περιθώρια κέρδους τόσο των αερομεταφορέων όσο και των ακτοπλοϊκών εταιρειών (Attica Group κ.ά.).
Τέλος, και οι χερσαίες μεταφορές και τα logistics θα επωφεληθούν. Η Ελλάδα φιλοδοξεί να αποτελέσει διαμετακομιστικό κόμβο για τα Βαλκάνια και την Ανατολική Ευρώπη. Η λήξη του πολέμου θα ανοίξει ξανά οδικούς και σιδηροδρομικούς διαδρόμους μέσω Μαύρης Θάλασσας και Ουκρανίας προς τη Ρωσία, διευκολύνοντας το εμπόριο. Λιμένες όπως της Θεσσαλονίκης (ΟΛΘ) μπορούν να λειτουργήσουν ως πύλες εισόδου/εξόδου εμπορευμάτων προς την ανατολική Ευρώπη.
Ήδη κατά τη διάρκεια του πολέμου συζητήθηκε η χρήση του λιμανιού της Θεσσαλονίκης ως εναλλακτικής οδού για ουκρανικά σιτηρά. Με την ειρήνη, το λιμάνι θα μπορεί να αξιοποιήσει πλήρως τη γεωγραφική του θέση, αυξάνοντας τους όγκους διακίνησης. Συνολικά, ο τομέας των μεταφορών προβλέπεται να ανακτήσει δυναμική: η σταθερότητα μειώνει τους χρόνους, τα κόστη και τους κινδύνους, καθιστώντας την Ελλάδα ξανά αξιόπιστο κόμβο σε αέρα, θάλασσα και ξηρά.
Κατασκευές
Ο κατασκευαστικός κλάδος στην Ελλάδα προσδοκά σημαντικές ευκαιρίες από την ανοικοδόμηση της Ουκρανίας μετά τον πόλεμο. Η έκταση των καταστροφών σε υποδομές, κτίρια, δρόμους και δίκτυα είναι τεράστια – η Παγκόσμια Τράπεζα εκτιμά το κόστος ανασυγκρότησης σε περίπου 500 δισ. δολάρια (ενώ άλλοι οίκοι τοποθετούν τον πήχη ακόμη υψηλότερα).
Η γεωγραφική εγγύτητα, οι φιλικές σχέσεις Ελλάδας-Ουκρανίας και η τεχνογνωσία των ελληνικών τεχνικών εταιρειών δημιουργούν ευνοϊκές συνθήκες εμπλοκής τους στα έργα που θα γίνουν. Η ρουμανική αγορά αναμένεται να λειτουργήσει ως «γέφυρα» για την επέκταση των ελληνικών επιχειρήσεων προς την Ουκρανία, δεδομένου ότι πολλές ελληνικές εταιρείες έχουν ήδη παρουσία στη Ρουμανία που συνορεύει με την Ουκρανία.
Σημαντικοί εισηγμένοι όμιλοι κατασκευών είναι σε θέση εκκίνησης. Η ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ, για παράδειγμα, δραστηριοποιείται έντονα στη Ρουμανία και πρόσφατα κέρδισε δύο μεγάλα σιδηροδρομικά έργα συνολικού προϋπολογισμού €1 δισ.. Έχοντας χτίσει τεχνική βάση εκεί, μπορεί να επεκταθεί βορειότερα όταν ξεκινήσουν έργα στην Ουκρανία. Πρόσφατα ανακοινώθηκε η ανάληψη έργου αντλησιοταμίεσης συνολικής δυναμικότητας 1,5GW.
Ομοίως, ο όμιλος ΑΒΑΞ έχει διεθνή εμπειρία σε μεγάλα έργα (Μέση Ανατολή, Βαλκάνια) και βρίσκεται σε επαγρύπνηση για ευκαιρίες – ήδη συμμετέχει σε κοινοπραξία για θερμοηλεκτρικό σταθμό 1.750 MW στη Ρουμανία, έργο €673,5 εκατ.. Δεν αποκλείεται αυτές οι εταιρείες να συμπράξουν με ευρωπαϊκούς ή ουκρανικούς ομίλους για εργολαβίες στην Ουκρανία, από την κατασκευή κατοικιών και εμπορικών κέντρων μέχρι την ανασυγκρότηση δρόμων, γεφυρών, σιδηροδρομικών γραμμών και ενεργειακών εγκαταστάσεων.
Πέρα από τα έργα στην ίδια την Ουκρανία, η λήξη του πολέμου θα αναζωογονήσει και την εγχώρια κατασκευαστική δραστηριότητα έμμεσα. Κατά τη διάρκεια του πολέμου, το κόστος οικοδομικών υλικών όπως ο χάλυβας, η ξυλεία και η άσφαλτος αυξήθηκε λόγω ελλείψεων και ακριβής ενέργειας. Με την ομαλοποίηση των διεθνών αγορών υλικών, οι τιμές θα σταθεροποιηθούν ή και θα μειωθούν, διευκολύνοντας τα ελληνικά έργα υποδομής (που χρηματοδοτούνται και από το Ταμείο Ανάκαμψης).
Οι κατασκευαστικές εταιρείες θα δουν μεγαλύτερα περιθώρια κέρδους στα συμβόλαιά τους, ενώ και νέα έργα ίσως ξεκινήσουν καθώς θα έχει μειωθεί η αβεβαιότητα. Εταιρείες δομικών υλικών, όπως η Τιτάν (τσιμέντα), θα ωφεληθούν από αυξημένη ζήτηση τσιμέντου για ανοικοδόμηση στην Ουκρανία αλλά και από φθηνότερη ενέργεια στην παραγωγή τους. Συνολικά, ο κλάδος των κατασκευών συνδυάζει άμεσες ευκαιρίες εξωστρέφειας (Ουκρανία) με έμμεση ενίσχυση στο εσωτερικό (φθηνότερες πρώτες ύλες, σταθερό κόστος), κάνοντας την προοπτική της ειρήνης ιδιαίτερα θετική.
Εξαγωγές
Ο τερματισμός του πολέμου αναμένεται να αναβιώσει το εμπόριο και τις εξαγωγές προς τις αγορές της Ουκρανίας, της Ρωσίας και των γύρω χωρών, από τις οποίες πολλές ελληνικές επιχειρήσεις είχαν αποκοπεί. Οι κυρώσεις και οι εχθροπραξίες περιόρισαν δραστικά τις ελληνικές εξαγωγές προς τη Ρωσία: το 2022 οι εξαγωγές μειώθηκαν κατά 24,3%, πέφτοντας στα 156,4 εκατ. ευρώ, ενώ το 2023 μειώθηκαν περαιτέρω στα 96,3 εκατ. ευρώ (-38,4% ετήσια πτώση). Πρόκειται για απώλειες κυρίως σε αγροτικά προϊόντα, τρόφιμα, φάρμακα και βιομηχανικά είδη που παλαιότερα απορροφούσε η ρωσική αγορά. Με τη λήξη του πολέμου και υπό την προϋπόθεση άρσης ή χαλάρωσης των κυρώσεων, αυτές οι εξαγωγικές ροές μπορούν να αποκατασταθούν.
Οι Έλληνες παραγωγοί νωπών φρούτων (π.χ. ροδάκινα, ακτινίδια) έχασαν μετά το 2014 τη σημαντική ρωσική αγορά λόγω εμπάργκο· μια συμφωνία ειρήνης ίσως ανοίξει τον δρόμο για επανέναρξη του εμπορίου σε τέτοια προϊόντα. Επίσης, ελληνικές βιομηχανίες όπως η Sarantis (είδη οικιακής χρήσης και καλλυντικά) και η Coca-Cola HBC (αναψυκτικά) είχαν παρουσία στις χώρες αυτές και επλήγησαν από τον πόλεμο.
Συγκεκριμένα, η Coca-Cola HBC αντλούσε πριν τον πόλεμο περίπου το 20% των πωλήσεων όγκου και των κερδών της από τη Ρωσία και την Ουκρανία. Η εισβολή την ανάγκασε να αναστείλει το εργοστάσιο στο Κίεβο και τελικά να περιορίσει δραστικά τις δραστηριότητες στη Ρωσία (υπό νέο τοπικό brand), με κόστος 190 εκατ. ευρώ στο α’ εξάμηνο 2022 και πρόσθετη επιβάρυνση 82 εκατ. ευρώ στο β’ εξάμηνο του 2022. Η ειρήνη θα επιτρέψει στη Coca-Cola HBC να επαναφέρει την κανονική λειτουργία στην Ουκρανία και δυνητικά να ανακτήσει μέρος της χαμένης ρωσικής αγοράς αν αυτή ανοίξει στο μέλλον, βελτιώνοντας τις προοπτικές πωλήσεών της.
Ομοίως, ο όμιλος Sarantis είχε σημαντική παρουσία: μέσω των θυγατρικών του Ergopack LLC (Ουκρανία) και Hoztorg LLC (Ρωσία) αντλούσε το 2021 περίπου το 7,2% του συνολικού τζίρου του ομίλου. Με τον πόλεμο, το ουκρανικό εργοστάσιο ανεστάλη προσωρινά και ο όμιλος αποφάσισε το οριστικό κλείσιμο της ρωσικής Hoztorg, δεδομένης της μικρής συμβολής (πωλήσεις μόλις €0,75 εκατ. στο α’ εξάμηνο 2022, ~0,4% του συνόλου).
Σε καθεστώς ειρήνης, η Sarantis θα μπορέσει να επανεκκινήσει πλήρως την παραγωγή στην Ουκρανία και να αναπτύξει ξανά τις δραστηριότητές της στις γειτονικές αγορές, όπου η Ergopack είχε έντονη εξαγωγική δραστηριότητα (περίπου το 50% των πωλήσεών της σε γειτονικές χώρες).
Και άλλες εισηγμένες εταιρείες είχαν παρουσία ή εξαγωγές στην περιοχή και θα ωφεληθούν από την αποκλιμάκωση: η Frigoglass (βιομηχανία ψυγειοκαταψυκτών) διέθετε εργοστάσια σε Ρωσία και ανατολική Ευρώπη και είδε την παραγωγή της να διαταράσσεται – η ειρήνη θα εξομαλύνει την εφοδιαστική της αλυσίδα, όπως και για την Πλαστικά Κρήτης, η οποία αντιμετώπισε δυσκολίες προμήθειας πρώτων υλών στο εργοστάσιο Ρωσίας οδηγώντας σε μειωμένη παραγωγή. Η Plastika κατάφερε να συγκρατήσει την πτώση κερδών προ φόρων στο ~3,5% το α’ εξάμηνο 2022, όμως εκτιμάται ότι τα EBITDA του 2022 μειώθηκαν 7-10% λόγω των προβλημάτων στη ρωσική αγορά.
Με τη λήξη του πολέμου, οι εφοδιαστικές αλυσίδες θα επανασυνδεθούν: τα ελληνικά εργοστάσια θα προμηθεύονται απρόσκοπτα πρώτες ύλες από Ουκρανία/Ρωσία (π.χ. μέταλλα, ξυλεία, δημητριακά για βιομηχανίες τροφίμων), και οι Έλληνες εξαγωγείς θα μπορούν να στείλουν προϊόντα χωρίς εμπόδια. Συνολικά, λοιπόν, ο τομέας των εξαγωγών προβλέπεται να ανακτήσει αγορές και να αυξήσει τον κύκλο εργασιών, ενισχύοντας το ελληνικό εμπορικό ισοζύγιο.
Τρόφιμα
Ο πόλεμος προκάλεσε σοβαρές αναταράξεις στην αγορά τροφίμων διεθνώς και στην Ελλάδα. Η Ουκρανία και η Ρωσία είναι τεράστιοι προμηθευτές σιτηρών, ηλιέλαιου και ζωοτροφών στην παγκόσμια αγορά, και οι ελλείψεις που δημιουργήθηκαν οδήγησαν σε απότομη άνοδο τιμών. Για την Ελλάδα, αυτό σήμαινε ότι οι βιομηχανίες τροφίμων, οι μύλοι αλεύρων, οι κτηνοτροφικές μονάδες και οι βιοτεχνίες αρτοποιίας βρέθηκαν αντιμέτωποι με εκτίναξη του κόστους πρώτων υλών. Ενδεικτικό είναι το στοιχείο από την εισηγμένη Μύλοι Κεπενού: το 2021 περίπου το 33% της συνολικής αξίας των αγορών σιτηρών της εταιρείας προερχόταν από Ρωσία και Ουκρανία.
Με τον πόλεμο, η εταιρεία αναγκάστηκε να βρει εναλλακτικές πηγές σε υψηλότερες τιμές, κάτι που πίεσε τα περιθώρια κέρδους της. Η ειρήνη θα επιτρέψει την ελεύθερη ροή σιτηρών από την Μαύρη Θάλασσα στις διεθνείς αγορές, επαναφέροντας τις τιμές σε φυσιολογικά επίπεδα. Ή
δη οι διεθνείς τιμές σιτηρών έχουν υποχωρήσει από τα υψηλά του 2022 και μια σταθερή λύση στην Ουκρανία θα διασφαλίσει ότι χώρες όπως η Ελλάδα θα προμηθεύονται φθηνά σιτάρι, καλαμπόκι και ηλιέλαιο. Αυτό μεταφράζεται σε χαμηλότερο κόστος για μυλωνάδες, αρτοβιομηχανίες, ζυθοποιίες, ζαχαροπλαστικές, παραγωγούς ζυμαρικών κ.ά. – άρα και σε πιθανή αποκλιμάκωση τιμών καταναλωτή στα τρόφιμα.
Εκτός από το κόστος, θα βελτιωθεί και η διαθεσιμότητα των πρώτων υλών. Κατά τη διάρκεια του πολέμου, ορισμένα προϊόντα έγιναν δυσεύρετα (π.χ. το ηλιέλαιο, όπου η Ουκρανία είναι ο κορυφαίος εξαγωγέας παγκοσμίως, εξαφανίστηκε από τα ράφια τους πρώτους μήνες της εισβολής). Με την ειρήνη, οι Έλληνες εισαγωγείς θα μπορούν να εξασφαλίζουν σταθερές ποσότητες από τους παραδοσιακούς αυτούς προμηθευτές.
Οι βιομηχανίες τροφίμων που είναι εισηγμένες στο Χρηματιστήριο – όπως η Κρι Κρι (γαλακτοκομικά) κ.ά. – θα έχουν οφέλη από την ομαλοποίηση της αγοράς πρώτων υλών. Επίσης, θα αρθεί και η πίεση στις τιμές ενέργειας, που για τον κλάδο των τροφίμων είναι κρίσιμο κόστος (λειτουργία φούρνων, ψυκτικών θαλάμων κλπ.), ενισχύοντας την κερδοφορία.
Δεν πρέπει να παραβλέψουμε και την πλευρά της ζήτησης: η Ρωσία αποτελούσε σημαντική αγορά για ορισμένα ελληνικά τρόφιμα (π.χ. κονσερβοποιημένα ροδάκινα, φράουλες, κρασί). Οι εξαγωγές αυτές είχαν περιοριστεί λόγω κυρώσεων.
Με τη λήξη του πολέμου και πιθανή βελτίωση των σχέσεων, οι Έλληνες εξαγωγείς τροφίμων μπορεί να δουν ξανά ζήτηση από τη ρωσική αγορά. Ανάλογα, η ουκρανική αγορά, μόλις αποκατασταθεί η οικονομική της λειτουργία, θα χρειαστεί εισαγωγές τροφίμων για να καλύψει τα κενά της εγχώριας παραγωγής που προκάλεσε ο πόλεμος – μια ευκαιρία για ελληνικές επιχειρήσεις του κλάδου.
Συνολικά, ο τερματισμός της σύγκρουσης υπόσχεται σταθεροποίηση και μείωση του κόστους παραγωγής τροφίμων και ταυτόχρονα νέες εξαγωγικές δυνατότητες, κάτι που θα ωφελήσει τόσο τις επιχειρήσεις όσο και τους καταναλωτές μέσω πιθανόν χαμηλότερων τιμών.
Λιπάσματα (Χημικά)
Ο κλάδος των λιπασμάτων και γενικότερα της χημικής βιομηχανίας στην Ελλάδα επλήγη από τον πόλεμο, καθώς η Ρωσία και η σύμμαχός της Λευκορωσία είναι από τους μεγαλύτερους παραγωγούς λιπασμάτων παγκοσμίως. Οι κυρώσεις και οι διακοπές στις ροές είχαν ως αποτέλεσμα μια παγκόσμια έλλειψη λιπασμάτων το 2022, με αλματώδη αύξηση τιμών.
Οι τιμές των βασικών αζωτούχων λιπασμάτων (όπως η ουρία και η αμμωνία) υπερδιπλασιάστηκαν μέσα στο 2021-2022, φθάνοντας ιστορικά υψηλά, γεγονός που αύξησε κατακόρυφα το κόστος για τους αγρότες και τις αγροτικές προμηθευτικές επιχειρήσεις.
Στην Ελλάδα, οι παραγωγοί σιτηρών, βαμβακιού και άλλων καλλιεργειών επιβαρύνθηκαν με υψηλότατο κόστος λίπανσης, ενώ εταιρείες που εμπορεύονται λιπάσματα αναγκάστηκαν να περιορίσουν τις πωλήσεις τους λόγω έλλειψης προϊόντων.
Η αποκλιμάκωση του πολέμου θα απελευθερώσει ξανά τις προμήθειες λιπασμάτων: η Ρωσία θα μπορεί να εξάγει χωρίς εμπόδια νιτρικά, φωσφορικά και ποτάσα, γεμίζοντας το κενό στην παγκόσμια αγορά.
Αυτό αναμένεται να ρίξει σημαντικά τις τιμές. Ήδη το 2023 παρατηρήθηκε αποκλιμάκωση από τα ακραία επίπεδα του 2022, αλλά οι τιμές παραμένουν υψηλότερες από τα ιστορικά μέσα. Με την πλήρη επανένταξη των ρωσικών/ουκρανικών προϊόντων, οι τιμές θα μπορούσαν να επανέλθουν σε «κανονικότερα» επίπεδα. Αυτό είναι καίρια θετικό για την ελληνική αγροτική οικονομία και τις σχετικές επιχειρήσεις: οι αγρότες θα αγοράζουν φθηνότερα λιπάσματα, βελτιώνοντας το εισόδημά τους και ενισχύοντας την παραγωγή. Επιπλέον, εταιρείες εισαγωγής και διακίνησης λιπασμάτων θα δουν τον όγκο εργασιών τους να αυξάνεται.
Μια τέτοια εισηγμένη εταιρεία είναι η Elton Chemicals, η οποία διανέμει χημικά και λιπάσματα και διατηρεί θυγατρική στην Ουκρανία. Κατά δήλωσή της, η ουκρανική θυγατρική (Elton Corporation LLC) αντιστοιχούσε στο 2% του ενοποιημένου τζίρου και ~1,6% του ενεργητικού του ομίλου, ποσοστό μικρό που η προσωρινή αναστολή λειτουργίας της δεν επηρέασε σημαντικά τον Όμιλο. Με την ειρήνη, η θυγατρική αυτή θα επανέλθει πλήρως σε λειτουργία, συμβάλλοντας στην ανάπτυξη της Elton στην ανατολική αγορά.
Παράλληλα, η μείωση των τιμών φυσικού αερίου – βασικής πρώτης ύλης για τα αζωτούχα λιπάσματα – θα ρίξει περαιτέρω το κόστος παραγωγής διεθνώς.
Η Citi συγκαταλέγει τα Χημικά στους κλάδους με τις μεγαλύτερες ωφέλειες από το φθηνότερο φυσικό αέριο στην Ευρώπη, κάτι που αντανακλά και την ελληνική περίπτωση. Εν τέλει, η λήξη του πολέμου προμηνύει ομαλοποίηση της αγοράς λιπασμάτων, με ό,τι θετικό συνεπάγεται αυτό για αγρότες, εφοδιαστές και εν γένει την αγροδιατροφική αλυσίδα της Ελλάδας.
Τράπεζες
Ο τραπεζικός κλάδος δεν είχε μεγάλες άμεσες εκθέσεις στη Ρωσία ή την Ουκρανία, ωστόσο επηρεάστηκε από τις μακροοικονομικές επιπτώσεις του πολέμου και το κλίμα αβεβαιότητας. Οι ελληνικές τράπεζες είδαν το κόστος χρήματος να αυξάνεται και το ρίσκο για την οικονομία να μεγαλώνει, καθώς ο πληθωρισμός εκτινάχθηκε και η ΕΚΤ αναγκάστηκε να αυξήσει επιτοκιακά τις βάσεις δανεισμού πιο γρήγορα. Η Τράπεζα Πειραιώς ήταν η μόνη με παρουσία στην Ουκρανία μέσω μικρής θυγατρικής (JSC Piraeus Bank ICB), αλλά το συνολικό ενεργητικό της στην Ουκρανία ήταν μόλις 0,2% του ομίλου στο τέλος του 2021 – μια έκθεση ουσιαστικά αμελητέα,. Και άλλες τράπεζες ανέφεραν μηδαμινή έκθεση: π.χ. η Alpha Bank και η Εθνική Τράπεζα δεν διατηρούσαν θυγατρικές στις εμπόλεμες χώρες. Ωστόσο, οι έμμεσες επιπτώσεις (ακρίβεια, πιθανή ύφεση στην ΕΕ, μεταβλητότητα αγορών) αποτελούσαν παράγοντες ανησυχίας.
Με την αποκατάσταση της ειρήνης, το συνολικό ρίσκο μειώνεται και δημιουργούνται συνθήκες ευνοϊκές για τις τράπεζες. Πρώτον, ο πληθωρισμός αναμένεται να υποχωρήσει πιο γρήγορα, κάτι που με τη σειρά του θα περιορίσει την ανάγκη για περαιτέρω αύξηση επιτοκίων – ενδεχομένως σταθεροποιώντας το κόστος δανεισμού.
Οι τράπεζες θα ωφεληθούν από τη σταθεροποίηση των επιτοκίων: αν και οι ίδιες βραχυπρόθεσμα κέρδισαν από την αύξηση των επιτοκιακών περιθωρίων το 2022-2023, σε βάθος χρόνου χρειάζονται ένα ισορροπημένο περιβάλλον χωρίς υπερβολική πίεση στα κόκκινα δάνεια.
Ο πόλεμος, αν συνεχιζόταν, θα διατηρούσε τον πληθωρισμό υψηλά και θα οδηγούσε σε περαιτέρω σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής, αυξάνοντας το χρηματοοικονομικό κόστος.
Η λήξη του πολέμου αφαιρεί αυτό το σενάριο: μια ήπια αποπληθωριστική τάση θα βελτιώσει την ικανότητα αποπληρωμής δανείων των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών, μειώνοντας τον κίνδυνο νέας γενιάς μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Επιπλέον, η συνολικότερη ενίσχυση της οικονομικής ανάπτυξης λόγω της ειρήνης (περισσότερο εμπόριο, τουρισμός, επενδύσεις) σημαίνει περισσότερες ευκαιρίες χρηματοδότησης για τις τράπεζες. Οι ελληνικές τράπεζες βρίσκονται σε φάση αύξησης χορηγήσεων και χρηματοδότησης έργων – η ανοικοδόμηση της Ουκρανίας μπορεί να δημιουργήσει δουλειές για ελληνικές εταιρείες, οι οποίες θα προσφύγουν σε τραπεζικό δανεισμό για κεφάλαια κίνησης ή επενδύσεις.
Δεν αποκλείεται ελληνικές τράπεζες να συμμετέχουν και άμεσα στη χρηματοδότηση έργων υποδομών στην Ουκρανία σε συνεργασία με διεθνείς οργανισμούς (EBRD, EIB κ.λπ.). Επίσης, η γεωπολιτική σταθερότητα στα Βαλκάνια μετά το τέλος της σύγκρουσης θα ενισχύσει τα οικονομικά των γειτονικών χωρών όπου έχουν παρουσία ελληνικές τράπεζες (Βουλγαρία, Ρουμανία, Σερβία μέσω θυγατρικών), βελτιώνοντας και εκεί την ποιότητα του ενεργητικού τους.
Επομένως, παρότι οι τράπεζες δεν υπέστησαν άμεσο πλήγμα από τον πόλεμο, το τέλος του δημιουργεί ευνοϊκότερο περιβάλλον μειωμένου ρίσκου, αυξημένης επενδυτικής εμπιστοσύνης και πιθανής πιστωτικής ανάπτυξης, προς όφελος τόσο των ίδιων όσο και της οικονομίας συνολικά.
Μέταλλα
Ο κλάδος των μετάλλων και της μεταλλουργίας (χάλυβας, αλουμίνιο, χαλκός κ.λπ.) στην Ελλάδα είναι άμεσα συνδεδεμένος με τις διεθνείς αγορές εμπορευμάτων και επηρεάστηκε από τον πόλεμο σε πολλά επίπεδα. Πρώτον, η Ουκρανία και η Ρωσία είναι προμηθευτές βασικών πρώτων υλών μεταλλουργίας: η Ουκρανία εξήγαγε σιδηρομετάλλευμα και ημιέτοιμο χάλυβα (π.χ. πλάκες), ενώ η Ρωσία εξάγει αλουμίνιο, νικέλιο και παλλάδιο. Οι ελληνικές βιομηχανίες χρειάστηκε να αναζητήσουν εναλλακτικές πηγές για αυτά τα υλικά.
Δεύτερον, το ενεργειακό κόστος – που είναι κομβικό για τη μεταλλουργία – εκτοξεύθηκε λόγω του πολέμου, πλήττοντας παραγωγούς μετάλλων. Στην Ελλάδα, ο μεγαλύτερος μεταλλουργικός όμιλος, η Metlen, λειτουργεί τη μοναδική καθετοποιημένη μονάδα παραγωγής αλουμίνας-αλουμινίου στην ΕΕ. Η παραγωγή αλουμινίου είναι εξαιρετικά ενεργοβόρα, και η Metlen αντιμετώπισε υψηλό κόστος ρεύματος/αερίου το 2022, το οποίο έθεσε πίεση στα περιθώριά της (αν και αντισταθμίστηκε εν μέρει από τις υψηλές τιμές αλουμινίου εκείνης της περιόδου). Με την ειρήνη και την πτώση των τιμών ενέργειας, οι μεταλλουργίες θα δουν θεαματική μείωση κόστους παραγωγής. Σύμφωνα με εκτιμήσεις, τα βιομηχανικά μέταλλα είναι από τους κλάδους με τη μεγαλύτερη ωφέλεια από φθηνότερο φυσικό αέριο, καθώς η ενέργεια αποτελεί μεγάλο μέρος του κόστους τους. Αυτό σημαίνει αυξημένη ανταγωνιστικότητα για το ελληνικό αλουμίνιο, τον χάλυβα και τα προϊόντα τους στις διεθνείς αγορές.
Επιπλέον, η σταθεροποίηση των τιμών μετάλλων διεθνώς θα βοηθήσει στον προγραμματισμό και την ζήτηση. Ο πόλεμος προκάλεσε έντονες διακυμάνσεις: αρχικά άνοδο τιμών (φόβοι ελλείψεων), μετά απότομες πτώσεις καθώς η ζήτηση μαζεύτηκε. Με την ειρήνη, οι τιμές θα αντανακλούν καλύτερα τα θεμελιώδη χωρίς γεωπολιτικά risk premiums.
Οι ελληνικές εταιρείες μετάλλων – όπως η ElvalHalcor (έλαση αλουμινίου-χαλκού) και η Viohalco (μητρική διάφορων μεταλλουργικών μονάδων συμπεριλαμβανομένης της Σιδενόρ) – θα έχουν ένα πιο προβλέψιμο περιβάλλον για τις πρώτες ύλες τους. Ήδη η Viohalco ανέφερε ότι αρκετοί παραγωγοί χάλυβα εξαρτώνται σημαντικά από πρώτες ύλες από Ουκρανία/Ρωσία και ότι το παρατεταμένο conflict θα καθιστούσε αδύνατη την εκτίμηση επιπτώσεων στην εφοδιαστική αλυσίδα.
Η λήξη της σύγκρουσης αίρει αυτή την αβεβαιότητα. Επίσης, ανοίγει ενδεχομένως και νέες αγορές: η Ουκρανία θα χρειαστεί τεράστιες ποσότητες χαλύβδινων προϊόντων για ανοικοδόμηση (οικοδομικό σίδερο, λαμαρίνες, σωλήνες). Ήδη ελληνικές εταιρείες όπως η Corinth Pipeworks (αγωγοί χαλύβδινων σωλήνων) θα μπορούσαν να διεκδικήσουν έργα υποδομών (αγωγοί φυσικού αερίου, ύδρευσης) στη μεταπολεμική Ουκρανία. Αντίστοιχα, ζήτηση θα υπάρξει και για καλώδια (όπου η Cenergy Holdings – θυγατρική της Viohalco – κατέχει ισχυρή θέση) για την αποκατάσταση δικτύων ενέργειας και τηλεπικοινωνιών.
Τέλος, η ειρήνη φέρνει και μια ανάσα στις βιομηχανίες μεταποίησης μετάλλου: κλάδοι όπως οι κατασκευαστές μηχανημάτων, ειδών αλουμινίου (κουφώματα κ.λπ.) και οι αυτοκινητοβιομηχανίες θα επωφεληθούν από τη μείωση τιμών χάλυβα και αλουμινίου. Αυτό θα περάσει ως αυξημένη ζήτηση προς τους παραγωγούς πρώτων υλών.
Εν ολίγοις, η λήξη του πολέμου στην Ουκρανία υπόσχεται ένα περιβάλλον χαμηλότερου κόστους και υψηλότερης ζήτησης για τον ελληνικό μεταλλουργικό κλάδο, επιτρέποντάς του να ανακάμψει πλήρως από τους κλυδωνισμούς των τελευταίων ετών.
Συμπερασματικά, η ειρήνη στην Ουκρανία διαφαίνεται ως καταλύτης θετικών εξελίξεων για ένα ευρύ φάσμα κλάδων της ελληνικής οικονομίας. Από την ενέργεια μέχρι τα τρόφιμα και από τις μεταφορές έως τις τράπεζες, η σταθεροποίηση του γεωπολιτικού σκηνικού θα μειώσει κόστη, θα ανοίξει νέες αγορές και θα τονώσει την επενδυτική εμπιστοσύνη.
Οι ελληνικές εισηγμένες επιχειρήσεις που είχαν άμεση έκθεση (γεωγραφική ή μέσω εμπορευμάτων) στον πόλεμο αναμένεται να ανακτήσουν χαμένο έδαφος: οι ζημιές και απώλειες του διαστήματος 2022-2023 θα μετατραπούν σε ευκαιρίες ανάπτυξης το επόμενο διάστημα.
Φυσικά, τίποτα δεν γίνεται αυτόματα· θα απαιτηθεί χρόνος για την πλήρη ομαλοποίηση, και παράλληλα η ανοικοδόμηση της Ουκρανίας θα είναι μια μακρά διαδικασία με έντονο διεθνή ανταγωνισμό.
Ωστόσο, η Ελλάδα φαίνεται καλά τοποθετημένη, με ισχυρούς εταιρικούς παίκτες στους κρίσιμους κλάδους και με στρατηγικές κινήσεις (π.χ. μέσω Ρουμανίας) ήδη σε εξέλιξη.
Εφόσον η ειρήνη παγιωθεί, οι οικονομικοί δεσμοί θα αρχίσουν να ξαναϋφαίνονται και η χώρα μας μπορεί να είναι από τους ωφελημένους, βλέποντας ανάπτυξη σε τομείς-κλειδιά και ενίσχυση της παρουσίας των επιχειρήσεών της στο νέο τοπίο που θα διαμορφωθεί. Και αυτά είναι πολύ καλά νέα μακροπρόθεσμα για το Χρηματιστήριο.
