Δεν υπάρχει «ουδέτερο» κόκκινο στην Ιστορία της Τέχνης· κάθε του εμφάνιση είναι ένα χρωματικό γεγονός, ένα φορτίο νοήματος που μεταβάλλεται ανάλογα με το ιστορικό, κοινωνικό και εικονογραφικό του πλαίσιο. Στη βυζαντινή εικονογραφία, το κόκκινο δηλώνει βασιλική εξουσία, θεϊκή ενέργεια ή θαβώρεια έκσταση.
Στην ιταλική Αναγέννηση, το συναντάμε στο ρούχο της Παναγίας ή των αποστόλων, όχι για να τους διακρίνει μόνο, αλλά για να καταστήσει αισθητό το βάρος του ρόλου τους. Ο Giotto το χρησιμοποιεί για να διαρρήξει την παγωμένη ιερότητα του φόντου και να εγγράψει ψυχική ένταση. Ο El Greco, αργότερα, του προσδίδει άυλη φλόγα, μεταφυσική μετατόπιση της ύλης σε φως. Στους Rubens και Caravaggio, το κόκκινο αποκτά σωματική υπόσταση – είναι αίμα, είναι σάρκα, είναι το πάθος στην πιο απτή του μορφή. Στον Matisse, γίνεται παράθυρο φαντασίας, χώρος ελευθερίας της μορφής. Ενώ στον Rothko ή στον Bacon, το κόκκινο πια δεν είναι περιγραφή, αλλά ψυχολογική καταβύθιση – ένας τρόμος που δεν έχει πηγή, μόνο βάθος.
Αντίστοιχα, στην ελληνική ζωγραφική του 20ού αιώνα, το κόκκινο διατηρεί την αμφισημία του: στον Τσαρούχη συναντάμε το χοντροκόκκινο ως υπόμνηση της πολυγνώτειας συνέχειας και ταυτόχρονα φλόγα εσωτερική· στον Μόραλη, είναι σχεδόν αποσυμβολοποιημένο, μέρος της αρχιτεκτονικής του έργου· στον Σπυρόπουλο, καθίσταται ενεργός φλέβα, ενώ στον Τέτση, ξαναγίνεται ύλη του βλέμματος – απόηχος του ελληνικού ήλιου επάνω στο τοπίο.
Μέσα σε αυτό το ιστορικό φορτίο, ο Αλέκος Κυραρίνης επιχειρεί την εστίασή του. Ο καλλιτέχνης, που εδώ και χρόνια έχει συγκροτήσει ένα εικονογραφικό σύμπαν όπου η θεολογία, η λαϊκή μνήμη και το προσωπικό βίωμα συνυπάρχουν, επανέρχεται με μια χειρονομία ριζικής απλότητας: εργάζεται αποκλειστικά στην κλίμακα του κόκκινου, όχι ως επίφαση μονοχρωμίας, αλλά ως χρωματική αναμέτρηση. Το κόκκινο τώρα γίνεται ο «κανόνας».
Αλέκος Κυραρίνης, «Υπέρ ευχής» (2024). Πηγή φωτ.: Citronne Gallery
Όπως στα παλαιά εικονοστάσια ή στα στρώματα των λαϊκών τοιχογραφιών, το χρώμα δεν περιγράφει, αλλά προβάλλεται. Το κόκκινο αποκτά το βάρος της υλικότητας: δεν διαπερνάται από το βλέμμα· το σταματά. Μέσα σε αυτόν τον ασφυκτικά πυκνό ερυθρό χώρο, ο ζωγράφος εμβαπτίζει τις μορφές του –Άγγελους και δράκους– όχι ως μύθους, αλλά ως ερωτήματα.
Έργο του Αλέκου Κυραρίνη. Πηγή φωτ.: Citronne Gallery
Σε έναν κόσμο εικόνων όπου η πολυχρωμία λειτουργεί συχνά ως διάσπαση, ο Τηνιακός ζωγράφος αναζητά έναν μονοχρωματικό κόσμο που να περιέχει και να υπονομεύει ταυτόχρονα την ενότητά του. Το κόκκινο είναι η ύλη της κρίσης, ο χρωματικός τρόμος που επιβάλλεται στο βλέμμα, το ρίσκο που διαταράσσει τη βεβαιότητα της εικόνας. Ένα εικαστικό πεδίο όπου το έργο επιχειρεί να συνομιλήσει με το τώρα και το επέκεινα. Να γίνει συγχρόνως αρχέγονο και μελλοντικό. Και να εδραιώσει τη ζωγραφική όχι ως αναπαράσταση, αλλά ως άσκηση.
Εδώ ο Κυραρίνης δεν εκσυγχρονίζει απλώς τη θρησκευτική ζωγραφική· τη μεταφράζει σε μια κατάσταση εσωτερικής όρασης. Ένα τοπίο μνήμης, όπου ο θεατής δεν καλείται να ερμηνεύσει, αλλά να παραμείνει: να σταθεί μέσα στην εικόνα όπως θα στεκόταν κάποτε μπροστά σε ένα εικονοστάσι, όχι για να «δει», αλλά για να δοκιμαστεί.
Έργο του Αλέκου Κυραρίνη, λεπτομέρεια στην κεντρική φωτ. του παρόντος σημειώματος. Πηγή φωτ.: Citronne Gallery
Αλέκος Κυραρίνης «Χρώμα Κόκκινο», CITRONNE Gallery – Αθήνα, Πατριάρχου Ιωακείμ 19, 4ος όροφος. Έως 26/7/25