Το έναστρο τεχνούργημα - Νίκος Χουλιαράς

Το έναστρο τεχνούργημα - Νίκος Χουλιαράς

Δέκα χρόνια συμπληρώνονται από το «τελευταίο αντίο» στον ποιητή και ζωγράφο Νίκο Χουλιαρά, και ο Δημήτρης Καλοκύρης ξανασυστήνει τον σπουδαίο δημιουργό στη νεότερη γενιά μέσα από το γραπτό και την εικόνα του. Ποιητικός ο λόγος του και έμπλεος συναισθημάτων. 

Ο Καλοκύρης για τον Νίκο Χουλιαρά:

Θα το πω κατευθείαν: Όλα τα κείμενα του Νίκου Χουλιαρά περικλείουν, ουσιαστικά, το ίδιο κεντρικό σημείο: κάποιον που τρέχει να ξεφύγει από έναν ιπτάμενο εφιάλτη. Αυτό ισχύει, νομίζω, και για τη ζωγραφική του, εν πολλοίς.

Πριν από πολλά χρόνια, βλέποντας μια έκθεσή του στη Θεσσαλονίκη, είχα σκεφτεί, και του το είπα, ότι ζωγραφίζει τα πράγματα με όρους ονειρικούς και τα όνειρα με όρους ρεαλιστικούς. Και στα στατικά εκείνα τοπία έτρεχα να βυθιστώ, γυρεύοντας τη θαλπωρή της ώχρας τους και ταυτοχρόνως προσπαθώντας να ξεφύγω από το πανίσχυρο αγκάλιασμα των «κατοικήσιμων τόπων» τους.

Αλλά και στα περισσότερα κείμενά του κυριαρχεί μια αθωότητα που την καταδιώκει απηνώς μια περιιπτάμενη σκιά. Στο μυθιστόρημα Στο σπίτι του εχθρού μου, μάλιστα, κυνηγός και θήραμα ταυτίζονται. Το σπίτι του εχθρού μου είναι το σπίτι μου. «Το σπίτι που επισκέπτομαι συχνά το λένε μνήμη. Χιονίζει στα δωμάτια του νου κι αλλάζει ολοένα το τοπίο εντός μου».

Ας μη φανταστεί κανείς ότι επικρατεί κάπου εδώ ατμόσφαιρα ζόφου. Κάθε άλλο. Χιούμορ, λυρισμός, παλμός ζωής, δράση, συνδυάζονται ταχύτατα, από μια γλώσσα πολύστροφη, με ξαφνικές επιταχύνσεις και ριψοκίνδυνα προσπεράσματα. Το δε επόμενο βιβλίο του ειδικά δείχνει, Μια μέρα πριν, δυο μέρες μετά, ηλιόλουστο και διάφωτο.

Βέβαια, γενικά, στα έργα του ο τόπος είναι σχεδόν πάντοτε τα Γιάννενα· και μάλιστα συγκεκριμένη περιοχή με συγκεκριμένη θέα προς τη συγκεκριμένη λίμνη, συγκεκριμένη εποχή και με συγκεκριμένη κακοκαιρία. Ακόμα και την Αθήνα να περιγράφει ή τις Κυκλάδες, το κάνει με ύλη Ιωαννίνων.

Έργο του Νίκου Χουλιαρά

Το τοπίο είναι διακαώς χειμωνιάτικο. «Χειμώνας του δημοτικού με κείνον τον θερμό καπνό να ανεβαίνει...» στην πραγματικότητα, στα βιβλία του εκτυλίσσεται ακατάπαυστα Μια ιστορία του μακριού χειμώνα, όπου διακρίνονται διαυγείς εικόνες στο ύψος της ζωής, τουτέστιν λεπτομέρειες του μαύρου που ποτίζονται από τη μέσα βροχή ενώ, εξωτερικά, Το άλλο μισό δεν είναι ένα αμείλικτο Μπακακόκ που μου επιφυλάσσει ο χρόνος αλλά, απλούστατα, και ευτυχώς, Το χιόνι που ήξερα.

Το χιόνι που ήξερα, Το δέντρο που ήξερα, ομόρρυθμη στιχουργική και τιτλοποιία αορίστου χρόνου. Η χλωρίδα του υδροχαρής. Η πανίδα του κάτι παράξενα ζώα, μισά θηλαστικά μισά πάνινα. Το τοπίο του ο ύπνος· για την ακρίβεια, «η απαλή στολή του ύπνου». «Στου ύπνου το πεντάγραμμο συχνά μαζεύονται πουλιά». Όλα σχεδόν τα κείμενά του διαδραματίζονται στο Εργαστήριο του ακέραιου ύπνου.

Χρόνος του είναι η νύχτα. Μια νύχτα «με τρεχούμενο νερό», φωτεινή σχεδόν, «θεόγκομενα, νταλίκα ακυβέρνητη, σε λασπωμένο δρόμο». «Πού να πηγαίνει μόνη, άραγε, τούτη η γυναίκα μες στη νύχτα;» Και «ο πόνος είναι νυχτοφύλακας. Παιδάκι είναι· μόνο του». Παντού κυριαρχεί μια ερημιά· ιδίως μέσα στο πλήθος: «Ένιωσα ξαφνικά ένα κενό / λες κι ήμουν μόνο το παλτό μου». (Με την ευκαιρία: το παλτό είναι ένα ισχυρό ψυχοδιωκτικό μοτίβο που επανέρχεται «με μπαλώματα χιονιού» στα γραπτά του Χουλιαρά πολύ συχνά.)

Έργο του Νίκου Χουλιαρά

Κατά κανόνα, οι άνθρωποί του αναζητούν τον εαυτό τους μέσα τους. Σε ένα «κρυμμένο δωμάτιο του μυαλού» όπου κατοικεί η αθωότητα. Τι είναι αυτή η αθωότητα; Είναι η λανθάνουσα θύελλα που σου ανανεώνει κάθε τόσο τον κόσμο, πλημμυρίζοντας το ασήμαντο της καθημερινότητας.

Ο Χουλιαράς κάποτε υιοθετεί θυμοσοφικούς αφορισμούς δίνοντας έτσι μια διάσταση της φιλοσοφίας όχι από τη μεριά του γραφείου αλλά από τα έγκατα της ζωής. Γιατί «Η ζωή είναι ισόβια», ομολογεί. Εκτός αυτού «φοράει συχνά στενά παπούτσια». «Η ζωή πολύ συχνά είναι μονάχα η συνήθειά της». Και είναι «μια κόλαση με διαλείμματα». Οπότε, βεβαίως, κάποτε παίρνει την απόφαση κανείς: Ζωή; Την άλλη φορά!

Έργο του Νίκου Χουλιαρά

Η Αντίπαρος, το επίνειο του Χουλιαρά, ανατέλλει μέσα από ένα βιβλίο του, όπου θα βρούμε τη νήσο στον οργασμό του θέρους, με περιπλανώμενες φυσιογνωμίες από τα 32 σημεία της Γης, να ζυμώνεται με τα βλέμματα των ντόπιων και με κορύφωση σε μια «εις Άδου κάθοδο» ή διανύοντας «μια εποχή στην Κόλαση»: δηλαδή μια βραδιά σ’ ένα ασήμαντο μπαρ.

Αλλά το βιβλίο αυτό, που επιγράφεται Μια μέρα πριν, δυο μέρες μετά, δεν είναι μνημόσυνο. Μόνο ο τίτλος, ίσως, αποτελεί μνημόσυνο σε μια εποχή που διαβάζαμε βιβλία όπως το Ένα βήμα μπρος, δυο βήματα πίσω, αν και με παραπέμπει περισσότερο στον έξοχο Ανδρέα Εμπειρίκο και στο Η σήμερον ως αύριον και ως χθες, με την έννοια της παρεμβολής στην πυξίδα κατά βούληση. Είτε μια μέρα πριν βρισκόμαστε, είτε δυο μέρες μετά, το σημείο αναφοράς είναι το ίδιο: η Σήμερον. Τώρα.

Έργο του Νίκου Χουλιαρά

Οι υπόλοιπες ιστορίες περιστρέφονται σ’ ένα κοινό μοτίβο: ένα θαμπωμένο παιδί. Θαμπωμένο από τις αισθήσεις, από τα φώτα, τις λέξεις, απ’ όλα. Ο Νίκος Χουλιαράς γράφει διά στόματος νηπίου· όχι βεβαίως φληναφήματα παιδαριώδους ηθικολογίας του είδους που αποκαλείται παιδική λογοτεχνία –και την οποία, με το δίκιο τους, βδελύσσονται τα παιδιά– αλλά με το βλέμμα του αθώου που το θάμβος το εξωθεί να ανακαλύψει τη σαρωτική διαύγεια. «Παιδάκι είμαι απ’ αλλού χωρίς κανένα φίλο», λέει σε έναν κρυμμένο δεκαπεντασύλλαβο ενός άλλου βιβλίου του.

Αυτό, ασφαλώς, δεν ισχύει μόνο για την παιδική ηλικία των ηρώων του· και οι ενήλικες που περιγράφει παιδιά είναι που κρύβονται σε ένα σώμα το οποίο διαρκώς τους ξεφεύγει, οδεύοντας προς μια εφηβεία που ακόμα δεν έφτασε. «Πυκνή ομίχλη κρύβει, πια, τις μυθικές πλαγιές του παιδικού μου κήπου με τις ντάλιες.[...] Ένα παιδάκι είμαι και τώρα. Παιδάκι με κατάλευκα μαλλιά, που σχηματίζει με το δάχτυλο τις κορυφογραμμές του αντικρινού βουνού και κλαίει».

Έργο του Νίκου Χουλιαρά

Ο Λούσιας, επίσης, ο πρώτος ολοκληρωμένος του ήρωας, παραμένοντας παιδί μέσα στο σώμα ενός μεγάλου, είναι ο ήρωας μιας σειράς ομόκεντρων αφηγήσεων που καταλήγουν στο να ανακαλύψει –και να μας αποκαλύψει– το πιο πολύτιμό του μυστικό: το όνομά του.

Αλλά και τα περισσότερα ονόματα των μορφών του Χουλιαρά παραμένουν στην εκδοχή της παιδικής τους ηλικίας με παπαδιαμάντειες αποχρώσεις: ο Βασιλάκης (Γαλαζούλας), ο Δημητράκης (Μαντζαρόπουλος), ο Κωστάκης (Δαραμπασίνας) και ο άλλος Κωστάκης (ο Φράττας), ο Φωτάκης (Σεβαστοκράτορας), ο Ασημάκης (Λάππας) και ο Θοδωράκης (ο Τσιγγρής, ο λεγόμενος «το βλέμμα») δεν είναι παιδιά. Ούτε καν ο υπέροχος διετής Δαμιανός Φιλολίας με τον απελπισμένο του μονόλογο, ή ο πεντάχρονος Άρης (ο γιος του επιλεγόμενου Τζιμάκου) Πανούσης που συνεχώς καταθέτει κι αυτός το όνομά του· δεν είναι παιδιά, είναι «Μαγικές εικόνες»: «δεν είμαι ακόμη σίγουρος / αν ήτανε κισσός ή σαύρες / το αναρριχώμενο / της παιδικής μου ηλικίας», γράφει. Ή, αν θέλετε, όλοι αυτοί είναι «τα παιδιά που αρνούνται», αυτά στα οποία ακριβώς αφιερώνει ένα ποιητικό του βιβλίο. Άντρες χαμένοι στα περιθώρια του μυαλού τους. Όλοι τους αντιπαραθέτουν στο τρυφερό χαϊδευτικό ένα οξύρρυγχο επώνυμο, γεμάτο δυσπρόσιτα βλάχικα σύμφωνα: ο Σιχλιρίμης, ο Μπαμπανάτσας, ο Πρέντζας, ο Μπαβαρτζίκης, ο Μαϊδάτσης, ο Γκαβανόζης, ο Μπαμπασίκας, ο Φαρούπος κ.ά.

Έργο του Νίκου Χουλιαρά

Όλοι σχεδόν οι ήρωές του είναι παιδιά, ή υποδύονται τα παιδιά: ο Γιάννης ο μάγκας («ένα παιδί μπροστά στο θαύμα»), ο Ιρλανδός που αναχωρεί αξιοπρεπώς μονολογώντας: «Εσθήρ. Παλιά μαμά, Εσθήρ! Ο μικρός σου Ντέιβ, πενηντατρία χρόνια όρθιος σ’ τούτη τη σκατοζωή, κουράστηκε». Αλλά και ο μακαρίτης σύζυγος της Αντιγόνης «δεν ήτανε παρά ένα παιδί: παιδί φυλακισμένο απ’ αυτήν, που τα κατάφερε» πεθαίνοντας «να δραπετεύσει». Ακόμα και ο Αβράμ «δεν είναι ένα γεροντάκι ογδόντα δυο χρονών· αλλά ένας νέος πολύ μεγαλύτερης ηλικίας».

Παρακάτω περιγράφει «μια εσωτερική γιορτή με ανοιχτά ηλιοβασιλέματα, όπως εκείνα που είχαμε ονειρευτεί όταν ήμασταν παιδιά...». Και πιο πέρα εμφανίζεται «ο πεντάχρονος Γιαννάκης Παπαγγελής» που «δεν καταφέρνει ακόμη να πει το ρο και το λέει πάντα λο» μετατρέποντας την Αντίπαρο σε αντίπαλο. Παράλληλα, κατά μήκος του βιβλίου, αναβλύζουν πού και πού ψήγματα από τη λυπητερή ιστορία της Σιλόνας, μιας μικρής Ρουμάνας που περιφέρει, από διήγημα σε διήγημα, έναν αόρατο εφιάλτη.

Έργο του Νίκου Χουλιαρά

Έκανα μια νύξη πριν για κάποια Νέκυια, μια κάθοδο, ας πούμε, σε έναν πολυεθνικό Κάτω Κόσμο: Είναι ένα μπαρ που χοροστατεί στο εκτενέστερο αφήγημα αυτού του βιβλίου. Θαμώνες του διάφοροι απόμαχοι της ρυθμ αντ μπλουζ, συνειδητοί συνταξιούχοι του φωτός, έμποροι των εθνών που τους ξέβρασε εδώ κάτω ένα ανεξέλεγκτο κύμα. «Ο ήχος απ’ τα κύματα που σπάγανε στα βράχια της ακτής έφτανε ως εκεί και σιγοντάριζε τον γερο Χουκ: τον Τζων Λη Χούκερ το φονιά, που ανέβαζε απ’ τα σπλάχνα του τα μαύρα του βραχνά φωνήεντα και τ’ άδειαζε, σα νά ’ταν ρεύμα ηλεκτρικό, που χτύπαγε εκείνους που πονούσαν». Όλα εδώ: η μουσική, η ηλικία, η μέθη, η αόρατη πλήξη, ο αφόρητος ερωτισμός, έρχονται από έναν άλλο κόσμο, από μια παλαιότερη θερμοκρασία. Σαν αναμνήσεις από τη μακάρια εποχή που ο καθρέφτης δεν έδειχνε την αντίστροφη απλώς πλευρά του ονείρου, αλλά τις Ζωγραφιές του νυχτερινού χάρτη του, περίλαμπρες.

Το βιβλίο αυτό, το Μια μέρα πριν, δυο μέρες μετά (στο οποίο στάθηκα περισσότερο, γιατί αποτελεί ένα παραδειγματικό υπόδειγμα της συγγραφικής δουλειάς του) κλείνει, με μια αντιστικτική λεπτομέρεια· έναν άνθρωπο που αισθάνεται για μια στιγμή ευτυχισμένος, αναβιώνοντας μια χειρονομία από την παιδική του εποχή. «Όχι, δεν πρόκειται να σας την πω», γιατί, όπως γράφει κάπου, «είμαι σίγουρος ότι αυτή είναι κι η μόνη εκδοχή για το μυστήριο που είστε έτοιμοι να πιστέψετε».

Ένα μυθιστόρημα υπό τύπον διηγημάτων ίσως ήταν το βιβλίο αυτό, ενώ το επόμενο είναι σαφώς διηγήματα με τη μορφή μυθιστορήματος.

Έργο του Νίκου Χουλιαρά

Η ιδέα ότι η ζωή είναι όνειρο αποτελεί από την αρχαιότητα κοινό τόπο της λογοτεχνίας. Ακόμα και η εκδοχή ότι ο κόσμος είναι σκιάς (Πίνδαρος) όνειρο ενός ονείρου (Καζαντζάκης)· ή, εντέλει, ότι είμαστε το όνειρο που βλέπει κάποιος άλλος (Μπόρχες). Ο Χουλιαράς εγκαθιστά Το εργαστήριο του ύπνου του όπως πάντα στα Γιάννενα και με το πρόσχημα ενός ονειρικού ιστού, ξεδιπλώνει 21 αφηγηματικές περιοχές μεταξύ φαντασιακού ρεαλισμού και υπνοβατικής φαντασίας.

Διαχέεται σε ένα διαρκές όνειρο στο οποίο συμβαίνουν εύθυμα ή πικρά περιστατικά και συμπιέζουν σταδιακά τον αφηγητή-συγγραφέα στην αντιστροφή της ηλικίας του, ώσπου να τον διασπείρουν σε ένα παλαιότατο παραμύθι.

Το καταληκτικό κείμενο του βιβλίου λέγεται «Ο δρόμος του Ωκεανού» και αποτελεί το δίαυλο ανάμεσα στη γλώσσα της γραφής που διακονεί ο συγγραφέας και τη μεταγλώσσα του ενυπνίου που διαχειρίζεται ο ζωγράφος.

Για να περιοριστούμε, προσωρινά, στη συγγραφική του όψη (που κι αυτή είναι διφυής, αφού διακλαδίζεται τόσο στην πεζογραφία όσο και στην ποίηση), πιστεύω ότι ο Χουλιαράς είναι από τους λίγους σύγχρονους μας συγγραφείς αυτής της γλώσσας που αξίζει να διαβάσει κανείς, αν τον ενδιαφέρει να ακολουθήσει το νήμα ενός ποιητή να τυλίγει στα χρώματα της ψυχής μας το θυμωμένο του αεράκι.

Έργο του Νίκου Χουλιαρά

Μέσα στη νύχτα του κουβαλά ζωντανή τη γλώσσα της χαμένης Ιστορίας μας. «Χρόνια και χρόνια», λέει, «βασανίζομαι να βρω έναν τρόπο να υπηρετώ ζωή και θάνατο στον ίδιο τόνο». Γιατί μπορεί «ο χρόνος να μας φυσάει, το ίδιο, όπως μας φύσαγε παλιά», αλλά «μια πεταλούδα ετοιμόρροπη κόβει βολτίτσες στα δωμάτια του μυαλού μου κάθε βράδυ».

Και δεν μπορεί να ησυχάσει. Ώσπου σε κάποιο ποίημα ξεσπά:

Το ξέρω, υπάρχει μέσα μου

αλλά ποτέ μου δεν κατάφερα να κάνω

κάτι απείρως πιο πολύτιμο

μα δε με θέλει όσο ζω

απ’ όλα εκείνα που ήθελα

παρ’ όλο ότι ζω μόνο γι’ αυτό το λόγο.

Θα συμφωνήσω πως «Εκτός απ’ το δικό μου ξήλωμα, ταυτόχρονα, και το δικό του λαγούμι σκάβει ο χρόνος», όμως, εκείνο το πολύτιμο που υπάρχει μέσα του είναι ο ρυθμός του χρόνου· και τον θέλει παράφορα. Και εντέλει, ο χρόνος ήταν πάντα με το μέρος του Νίκου Χουλιαρά, έστω και λυπημένος.

Έργο του Νίκου Χουλιαρά

Το κείμενο του Δημήτρη Καλοκύρη εκφωνήθηκε στις 18 Οκτωβρίου 2025, σε αφιερωματική εκδήλωση για τον Νίκο Χουλιαρά, στο Συνεδριακό Κέντρο «Διάσελο» του Μετσόβου, στο πλαίσιο της διατομικής έκθεσης με τίτλο «Άηχοι διάλογοι. Νίκος Χουλιαράς, Ζωγραφική – Γιώργος Χουλιαράς, Γλυπτική» (Πινακοθήκη Αβέρωφ, Μέτσοβο). Η έκθεση διαρκεί έως τις 12 Ιανουαρίου 2026.

Ο Δημήτρης Καλοκύρης (Ρέθυμνο, 1948) είναι συγγραφέας 55 βιβλίων. Έχει ασχοληθεί με την ποίηση, την πεζογραφία, τις μελέτες, τις μεταφράσεις και τη θεωρία της φωτογραφίας, ενώ έχει πραγματοποιήσει πέντε εκθέσεις κολάζ. Έχει τιμηθεί δύο φορές με το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος και με το Βραβείο Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών για το σύνολο του έργου του. Διατέλεσε για μια τετραετία Πρόεδρος της Εταιρείας Συγγραφέων και σήμερα εκδίδει το ηλεκτρονικό περιοδικό «Χάρτης».

Τον ευχαριστούμε θερμά για τη δημοσίευση της ομιλίας στο Liberal. Τα έργα του Νίκου Χουλιαρά που συνοδεύουν το κείμενο, παρουσιάζονται στην Πινακοθήκη Αβέρωφ.  


Κεντρική φωτ.: Έργο του Νίκου Χουλιαρά