«Η μουσική των λέξεων με επισκέφθηκε πριν από τις λέξεις, τότε δεν άκουγα παρά φωνήματα, τη σημασία των οποίων κατάλαβα σιγά - σιγά αργότερα …ποτέ μου δεν έγραψα στίχους χωρίς μουσική, ούτε ξέρω πώς να το κάνω αυτό…. γράφω μουσική και στίχο σχεδόν ταυτόχρονα και μέσα μου προπορεύεται λιγάκι η μουσική και ο ρυθμός…» είχε πει ο Διονύσης Σαββόπουλος τον Νοέμβριο του 2017, κατά την αναγόρευσή του σε επίτιμο διδάκτορα του Τμήματος Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Η μουσική και οι στίχοι τον καθόρισαν και τον συντρόφευσαν στην πορεία του, ανακαλούνται και ηχούν από τα ραδιόφωνα και τα ηχεία του υπολογιστή, ξανά, το βράδυ της Τρίτης (21/10), οπότε και έγινε γνωστή η είδηση του θανάτου του, σε ηλικία 81 ετών. Εμπνευσμένος βάρδος, με την αστείρευτη ποιητική φλέβα, εξέφρασε διαχρονικά, τις ατομικές αναζητήσεις μας, τις συλλογικές μας τάσεις, μας διαμόρφωσε με τα τραγούδια του, την ποίησή του, τις καθηλωτικές κοινωνικές και πολιτικές παρεμβάσεις του, σφραγίζοντας μια ολόκληρη εποχή. «Πορεύτηκε» στην τέχνη και στη ζωή με αγάπη και κόπο, σμιλεύοντας τις λέξεις, διότι οι λέξεις έχουν δύναμη.
«Στη δουλειά μου, οι στίχοι και η μουσική είναι ένα. Και εάν υπάρχει ποίηση σε αυτά που κάνω, αυτά δεν βρίσκονται μόνο στα λόγια, αλλά στο τραγούδι, εν τω συνόλω…. Άκουγα εντελώς διαφορετικά είδη μουσικής, μόνο που με τα χρόνια, ένας εσωτερικός θα έλεγα κρυφός, τεχνίτης τα σμίλευε, ένωνε τα διάφορα είδη δημιουργώντας ένα αμάγαλμα μια καινούργια μορφή. Ούτε εγώ ο ίδιος πια δεν ξέρω να ξεχωρίσω στα τραγούδια μου, ποιο είναι το λαϊκό στοιχείο, ποιο το ελαφρύ, ποιο το έντεχνο, ποιο το παλιό και πιο το νέο» είχε υπογραμμίσει τότε (σ.σ. το 2017) στην τελετή αναγόρευσης.
Πολυπράγμων, επηρέασε καταλυτικά όλα τα ρεύματα και τις μουσικές τάσεις. Η διαδρομή του στο τραγούδι ξεκινά το 1963 οπότε και για πρώτη φορά ερμήνευσε τραγούδια που είχε γράψει ο ίδιος, ξεχωρίζοντας για το καθαρά προσωπικό και πρωτότυπο ύφος του με το οποίο προσπαθεί να ανανεώσει, νοηματικά και μουσικά το ελληνικό τραγούδι. Μοναδικές οι ερμηνείες του και επίκαιρα τα τραγούδια του όπως τα «Φορτηγό», «Περιβόλι του τρελλού», «Μπάλλος», «Βρώμικο ψωμί», «Ρεζέρβα», «Τραπεζάκια έξω», «τι έπαιξα στο Λαύριο» (σ.σ. είχε διδαχθεί στο σχολείο) παρά τον πανδαμάτωρα χρόνο.
Από τις πιο συγκινητικές ερμηνείες του, η διασκευή του κομματιού του Nick Cave «Into my arms». Είχε συμπεριληφθεί στο άλμπουμ του «Ξενοδοχείο» (1997), το οποίο ήταν αφιερωμένο στους καλλιτέχνες που θαύμαζε και τον ενέπνευσαν, στην (μέχρι τότε) τριαντάχρονη πορεία του, στους Bob Dylan, Lucio Dalla, Nick Cave, Lou Reed, Van Morisson, Cream, Jethro Tull, Spencer Davis Group, Talking Heads και Quicksilver Messenger Service.
Το άλμπουμ του εκείνο είχε αποδοχή όπως και όσα μέχρι τότε είχε βγάλει, όπως και όσα έβγαλε έπειτα. Ήταν αγαπητός αλλά όχι από όλους, ειδεμή σε μία συγκεκριμένη περίοδο. Τα έντονα πολιτικά και με κοινωνικό περιεχόμενο τραγούδια του δεν ήταν αποδεκτά από την αδηφάγα δικτατορία κατά την οποία και φυλακίστηκε δύο φορές για τις πολιτικές πεποιθήσεις του.
«Έχω μείνει σε ένα κελί για πάρα πολύ καιρό. Μπορεί βέβαια να ήμουν στενεμένος, αλλά ένα φως μέσα μου έγραφε τραγούδια. Το τραγούδι ''Δημοσθένους λέξις'' γράφτηκε εκεί. Μάλιστα ο πρώτος τίτλος του τραγουδιού ήταν ''Εμβατήριο για μετέωρο φυλακισμένο''. Ανακάτεψα εκ των υστέρων τον Δημοσθένη για να ξεγελάσω τη λογοκρισία. Τους δούλεψα κανονικά! Δεν με επηρέασε η στενότης ή ο περιορισμός, πετούσα μέσα μου. Πάντα έφερνα εκείνο που συνέβη τότε και το ζούσα στο τώρα. Δεν πήγαινα στο παρελθόν. Έφερνα το παρελθόν στον παρόντα χρόνο», είχε πει για την περίοδο που βρισκόταν στη φυλακή, τον Αύγουστο και τον Σεπτέμβριο 1967.
Οι λέξεις και οι στίχοι του προχωρούν παράλληλα με τα χρόνια ώσπου φτάνει η ώρα του απολογισμού. Αυτή τη φορά οι λέξεις δεν συνοδεύονται από μουσική, αλλά από μία έκδοση με τον τίτλο: «Γιατί τα χρόνια τρέχουν» (εκδ. «Πατάκη», 2024), περιγράφοντας πώς έγινε ο Σαββόπουλος που ξέρουμε. «Αυτό που λέμε Σαββόπουλος δεν υπάρχει. Ο Σαββόπουλος είναι ένας ρόλος που τον έπλασα σιγά σιγά με τα χρόνια: Ο τύπος με τα στρόγγυλα γυαλιά, τις τιράντες, αργότερα το γενάκι, που βγαίνει στη σκηνή, φτιάχνει αυτά τα τραγούδια, κάνει σχόλια και λέει ιστορίες. Είναι ο "Σάββο", όπως τον έλεγε ο συγχωρεμένος ο Τάσος Φαληρέας. Είναι ένας άλλος. Εγώ είμαι εγώ. Χώνομαι πολλές φορές μέσα σ’ εκείνον τον άλλο. Δικός μου είναι. Χωρίς εμένα θα ήταν αέρας κοπανιστός.
»Τώρα όμως τον χρειάζομαι, γιατί μεγάλωσα και θα ’θελα να δω πώς ήμουν πιτσιρίκος, πώς φέρθηκα στον επαγγελματικό μου βίο, πώς ήμουν σαν σύζυγος, πατέρας και παππούς, κι ακόμα πώς ήμουν σαν πολίτης, σαν φίλος και σαν γιος. Σ’ αυτά είναι καλός ο Σάββο», όπως αναγράφεται – μεταξύ άλλων – στην αυτοβιογραφία του.
Πηγή φωτ.: Εκδόσεις «Πατάκη»
Ο Σαββόπουλος έδωσε την παράστασή του προσφέροντας χαμόγελο, ανάγοντας την ψυχή, φρεσκάροντας ιδέες. Εν ζωή καταπιάστηκε επίσης με το θέατρο: ήδη από τα πρώτα του βήματα σκηνοθετώντας τις παραστάσεις του που έγιναν σημεία αναφοράς για την θεατρικότητά τους, αλλά και αργότερα, το 1985, καταπιάστηκε με τον «Πλούτο» του Αριστοφάνη, ως μουσικοσυνθέτης, το καλοκαίρι του 1985 στην παράσταση του Εθνικού Θεάτρου, σε σκηνοθεσία Λούκα Ρονκόνι, στην Επίδαυρο. Με τον «Πλούτο» επανήλθε στο αργολικό θέατρο το 2013, υπογράφοντας τη μετάφραση και τη σκηνοθεσία υποδυόμενος τον πρωταγωνιστικό ρόλο.
Φωτογραφία αρχείου/ Eurokinissi
Ο αποθανών σήμερα Διονύσης Σαββόπουλος, με τα λευκά μαλλιά και τα στρογγυλά γυαλιά, το χαρακτηριστικό καπέλο, την κίνηση των χεριών του ενώ τραγουδούσε, που έμελλε να αποτελέσει μία από τις πλέον εμβληματικές μορφές του σύγχρονου ελληνικού πολιτισμού, γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1944 έχοντας ρίζες από την Κωνσταντινούπολη.
Ξεκίνησε σπουδές στη Νομική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης αλλά τις εγκατέλειψε για να αφοσιωθεί στη μουσική, αποφασίζοντας να μετακομίσει στην Αθήνα απ’ όπου και η φωνή του ήχησε σε όλη την Ελλάδα και τον εξωτερικό. Τα τραγούδια του τραγουδιούνται στις συναυλίες ομότεχνών του, «μπαίνουν» στις σχολικές τάξεις, «πρωταγωνιστούν» σε μελέτες και στίχοι του διδάσκονται μεταφρασμένοι στα ιταλικά από την έδρα Ελληνικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Sapienza της Ρώμης.
Αν μη τι άλλο, πρόκειται για ορισμένα από όσα συμπυκνώνονται στο όνομα του Διονύση Σαββόπουλου, ενός ποιητή των μουσικών λέξεων, ενός που με την ψυχή του διέδωσε την ελληνική μουσική, βρισκόμενος, πλέον «εις των ιδεών την πόλι» (από το ποίημα «Το πρώτο σκαλί» του Κ. Π. Καβάφη).