Αυτήν τη χρονιά, τα αμερικανικά ομόλογα είναι ιδιαίτερα ασταθή. Ως ασφαλές καταφύγιο, κάτι τέτοιο δεν είναι συνηθισμένο. Η αγορά κρατικών ομολόγων ήταν για τους επενδυτές μια βαρετή κατηγορία επενδύσεων. Συνήθως χρησιμοποιούνται αντί ρευστών, ή για την είσπραξη ενός σίγουρου τόκου.
Τα τελευταία χρόνια αυτό έχει πάψει να ισχύει. Το αποκορύφωμα ήρθε πριν λίγο καιρό, όταν το δεκαετές ομόλογο της Microsoft είχε χαμηλότερη απόδοση από το αμερικανικό δεκαετές. Ο επενδυτικός κόσμος απόρησε. Τι σημαίνει άραγε αυτό; Η ραγδαία πτώση του δολαρίου το 2025 και οι τιμές-ρεκόρ του χρυσού δείχνουν ότι κάτι έχει αλλάξει στο οικονομικό περιβάλλον. Διαφαίνεται κρίση;
Μέσα σε όλα αυτά, ήρθε και η αναστολή λειτουργίας της κυβέρνησης των ΗΠΑ. Με το πολιτικό σκηνικό σε πόλωση, η Βουλή και η Γερουσία αδυνατούν να συμφωνήσουν στη διαμόρφωση του Προϋπολογισμού. Οι μεν Ρεπουμπλικάνοι προωθούν ένα περιορισμένο πακέτο δαπανών, το οποίο περιλαμβάνει τις αμελητέες περικοπές που ψηφίστηκαν το καλοκαίρι. Οι δε Δημοκρατικοί πιέζουν για την ανανέωση των επιδοτήσεων ασφάλισης υγείας, τις οποίες οι ίδιοι θεσμοθέτησαν ως έκτακτο μέτρο για την πανδημία και είχαν περιορίσει μέχρι το 2025. Δίχως δημοσιονομική υπευθυνότητα, πιέζουν για την περαιτέρω αύξηση του ελλείμματος.
Την έλλειψη συνεννόησης τη βλέπουν οι επενδυτές. Ενώ τα ομόλογα και το δολάριο είναι σχετικά σταθερά τον τελευταίο καιρό, ο χρυσός έσπασε για πρώτη φορά το φράγμα των τεσσάρων χιλιάδων δολαρίων.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κογκρέσου, το έλλειμμα για το 2025 ήταν σχεδόν στα ίδια επίπεδα με το 2024. Από τη μια, καλά νέα. Σε πολιτικό επίπεδο, όμως, η έλλειψη συνεννόησης φαίνεται ικανή να τορπιλίσει τα δημόσια οικονομικά. Οι επενδυτές, λοιπόν, ως λύση ύστατης ανάγκης, χρησιμοποιούν τον χρυσό ως ασφαλές καταφύγιο. Ενώ δεν δίνει ούτε μέρισμα ούτε απόδοση, προφυλάσσει από τον πληθωρισμό και είναι άμεσα ρευστοποιήσιμος.
Η οικονομία των ΗΠΑ βρίσκεται σε ένα κρίσιμο σημείο καμπής. Δημοσιονομικά δεν φαίνεται αξιόπιστη. Ο ιδιωτικός της τομέας και η κατανάλωση ασθμαίνουν από τα υψηλά επιτόκια και την πολιτική αβεβαιότητα. Η μόνη αχτίδα είναι το AI. Οι επενδύσεις έχουν ξεπεράσει τα 500 δισεκατομμύρια. Λιγοστές τεχνολογικές εταιρείες, όπως η Nvidia με τις κάρτες γραφικών, η Oracle ως βασικός κατασκευαστής Data Centers και η OpenAI με τη Microsoft, ξοδεύουν ήδη εκατοντάδες δισεκατομμύρια για την ανάπτυξη υπολογιστικής ισχύος. Οι συνολικές επενδύσεις θα φτάσουν μερικά τρισεκατομμύρια. Αυτά είναι αρκετά χρήματα ώστε η οικονομία των ΗΠΑ να έχει αρκετή ανάπτυξη, και οι επενδυτές να κάνουν τα στραβά μάτια στην κακή διαχείριση των δημόσιων οικονομικών.
Σε αντίθεση με τη «φούσκα» του Ίντερνετ το 2000, αυτήν τη φορά οι επενδύσεις εστιάζουν στην κατασκευή φυσικού κεφαλαίου. Τότε η φούσκα έσκασε γιατί οι επενδύσεις ήταν σε ιδέες, παρά σε χειροπιαστά business plans. Τα data centers θεωρούνται απαραίτητη υποδομή για την εποχή της πληροφορίας - παρομοιάζονται με τον σιδηρόδρομο, τους αυτοκινητοδρόμους ή τα δίκτυα τηλεπικοινωνιών. Η κατασκευή τους είναι αναγκαία και η χρησιμότητά τους θα εδραιωθεί με τον καιρό.
Αυτές οι επενδύσεις, προς το παρόν, δίνουν ώθηση στην οικονομία των ΗΠΑ, παράγουν θέσεις εργασίας και φέρνουν έσοδα στα κρατικά ταμεία. Ενώ μια οικονομική κρίση δεν διαφαίνεται, οι συστηματικές αποτυχίες της δημοσιονομικής πολιτικής να μειώσει τα ελλείμματα, και της νομισματικής πολιτικής να περιορίσει τον πληθωρισμό, έχουν αυξήσει την οικονομική αβεβαιότητα.
Οι επενδυτές πλέον δεν θεωρούν τα κρατικά ομόλογα ως τον ακρογωνιαίο λίθο της οικονομικής ασφάλειας. Το δολάριο έχει πλέον τον χρυσό ως ανταγωνιστή στην αποθήκευση πλούτου.
* Ο Ηλίας Αρβανιτάκης είναι Οικονομολόγος - Αναλυτής, Morgan Stanley