Το alter ego του Μεγάλου Αλεξάνδρου
Γέφυρες στο χρόνο

Το alter ego του Μεγάλου Αλεξάνδρου

Επτά χρόνια μετά τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, το 318 π.Χ., γεννήθηκε στην Ήπειρο ο γιος του βασιλιά Αιακίδη και της βασίλισσας Φθίας. Ο πρίγκιπας της Ηπείρου, έμελλε να γίνει μεγάλος στρατηλάτης και κατακτητής. Θα γινόταν ένας βασιλιάς που θα έχαιρε σεβασμού και καλής φήμης. Θα στιγματιζόταν, όμως, από ένα αναπάντεχο τέλος…

Ξεκινώντας πάντα από τις μυθολογικές βάσεις κάθε τόπου, βλέπουμε ότι ο Νεοπτόλεμος, ο γιος του περίφημου ομηρικού ήρωα Αχιλλέα και της πριγκίπισσας της Σκύρου Δηιδάμειας, μετά τον θάνατο του πατέρα του, έφυγε από το νησί της μητέρας του και εγκαταστάθηκε στην περιοχή της Ηπείρου. Εκεί, ο λαός, λόγω του ότι ήταν κοκκινομάλλης, τον έλεγε «Πύρρο». Από αυτόν, τον γιο του ξακουστού Αχιλλέα, θεωρούνταν ότι προέρχονταν οι βασιλιάδες της Δυναστείας των Αιακιδών, στην οποία ανήκε και ο βασιλιάς Αιακίδης (όπως μαρτυρεί και το όνομά του). 

Εν μέσω της ταραγμένης περιόδου των μαχών ανάμεσα στους Διαδόχους του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ο Αιακίδης έχασε τον θρόνο του. Σε αυτό το σημείο, ξεκινά η ιστορία του γιου του, στον οποίο έδωσε το όνομα του προγόνου τους, του Πύρρου Α’. 

Ο μικρός πρίγκιπας, ανυπεράσπιστος όπως ήταν, φυγαδεύτηκε στην Ιλλυρία (περιοχή δυτικά της Ηπείρου) και έμεινε στην Αυλή του τοπικού ηγεμόνα. Εκεί εκπαιδεύτηκε στην τέχνη του πολέμου και πάντα αδημονούσε για την επιστροφή στην πατρίδα του και τον θρόνο που δικαιωματικά του ανήκε. Μετά από τη συμμετοχή του στη μάχη της Ιψού (πόλη της Φρυγίας, στην Μικρά Ασία), όταν ήταν ακόμα μόνο 18 ετών, φάνηκαν τα πρώτα σημάδια των εξεχουσών στρατιωτικών ικανοτήτων του. Με ένα σύμφωνο ειρήνης μεταξύ των αντίπαλων διαδόχων, ο Πύρρος κατέληξε ως όμηρος του βασιλιά Πτολεμαίου, για να επισφραγιστεί η συμφωνία. Έτσι, μεταφέρθηκε στο βασίλειο της πτολεμαϊκής Αιγύπτου. 

Σύμφωνα με αρχαίες πηγές, στην Αίγυπτο ο Πύρρος ξεκίνησε να εμπλέκεται με τα θέματα των Διαδόχων. Φαίνεται ότι έγινε αγαπητός ανάμεσα στην βασιλική οικογένεια των Πτολεμαίων, λόγω του καλού χαρακτήρα του και των επιδόσεών του στον αθλητισμό και το κυνήγι. Κέρδισε την εκτίμηση του βασιλιά και της γυναίκας του Βερενίκης, της οποίας η κόρη, η Αντιγόνη, έγινε η πρώτη του σύζυγος. 

Έχοντας στο πλευρό του τον Πτολεμαίο, ως πεθερό και δεύτερο πατέρα πια, επέστρεψε το 296 π.Χ., στην Ήπειρο, για να πάρει πίω τον θρόνο του. Είχε έρθει επιτέλους η ώρα, που θα χριζόταν βασιλιάς. 

Η χαρά του αυτή, διακόπηκε για λίγο από τον θάνατο της γυναίκας του Αντιγόνης, πιθανότατα στη γέννα του πρώτου του γιου, το 295 π.Χ. Μετά από αυτό το γεγονός, παντρεύτηκε άλλες τέσσερεις γυναίκες από διάφορα βασίλεια. Γάμους που μάλλον έκανε περισσότερο για πολιτικά συμφέροντα, τα οποία ήταν κρίσιμης σημασίας τα επόμενα χρόνια.

Οι στρατιωτικές του περιπέτειες, ξεκινούν λίγο μετά, όταν ο τότε βασιλιάς της Μακεδονίας Κάσσανδρος πεθαίνει και οι δύο γιοι του συγκρούονται για την διεκδίκηση του θρόνου. Ένας από αυτούς, ζητά την βοήθεια του βασιλιά της Ηπείρου. Ο Πύρρος ανταποκρίνεται και ζητά ως αντάλλαγμα διάφορες περιοχές της μακεδονικής γης. Πράγματι νικά, προσαρτά τα μακεδονικά εδάφη και εξασφαλίζει τον θρόνο της υπόλοιπης Μακεδονίας στον σύμμαχό του. Ο νέος, όμως, βασιλιάς της, ο Αλέξανδρος, ήρθε σε σύγκρουση με έναν Διάδοχο, ο οποίος θα απασχολούσε τον Πύρρο για πολύ καιρό. 

Ο Δημήτριος ο Πολιορκητής, είχε ήδη στα χέρια του την Αθήνα και την Θεσσαλία και τώρα στόχευε στην κατάκτηση της Μακεδονίας. Με την είσοδό του στην περιοχή, ακολούθησαν και πάλι πολλές μάχες μεταξύ των Διαδόχων, οι οποίοι φαίνεται να είχαν κάνει τους διαπληκτισμούς κοινό προσωπικό τους χόμπι. Ο Σέλευκος (κυβερνήτης του ασιατικού τμήματος της πρώην Περσικής Αυτοκρατορίας), ο Πτολεμαίος (κυβερνήτης της Αιγύπτου) και ο Λυσίμαχος (κυβερνήτης της Θράκης, μέρους της Μακεδονίας και μέρους της Μικράς Ασίας), συνασπίστηκαν εναντίον του Δημητρίου.

Ο Πύρρος είχε ήδη χτίσει φήμη γύρω από το όνομά του και ήταν γνωστό ότι ήταν ικανότατος στρατηγός και αεικίνητος στη μάχη. Είχε κερδίσει των σεβασμό πολλών στρατών, πριν ακόμα έρθουν σε σύγκρουση με τον δικό του. Έτσι, την στιγμή που ο στρατός του Δημητρίου κλήθηκε να αντιμετωπίσει τους Ηπειρώτες, ήταν πάρα πολλοί αυτοί που επέλεξαν να τον εγκαταλείψουν και να πάνε στο πλευρό του αντίπαλου, σεβαστού βασιλιά. Ο Δημήτριος έχασε τον θρόνο του. Σύμφωνα με διάφορους αρχαίους συγγραφείς, ο Πύρρος κράτησε τη Μακεδονία μέχρι το 287 ή το 285 π.Χ.

Την ίδια περίοδο, πέρα από την Αδριατική θάλασσα, η Κάτω Ιταλία κλονιζόταν από τις επιθέσεις των γρήγορα αυξανόμενων και αναπτυσσόμενων Ρωμαίων. Οι Έλληνες της περιοχής ζήτησαν βοήθεια από τον βασιλιά της Ηπείρου. Βλέποντας πιθανότητες πραγματοποίησης των μεγαλεπήβολων ονείρων του για μια αυτοκρατορία σαν του μακρινού συγγενή του, του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ο Πύρρος έσπευσε να μεταβεί στην Ιταλία. Τότε ήταν που πήρε τον ρόλο ενός άλλου Αλέξανδρου. Ενός Αλέξανδρου που παρά τις ικανότητες και την οξύνοια του στρατιωτικού μυαλού του, παρά την καταγωγή του από τον μυθικό Αχιλλέα, κινήθηκε κυριολεκτικά αντίθετα. Αντί για την Ανατολή, στράφηκε προς τη Δύση και αντί η Τύχη να είναι με το μέρος του, τον άφησε στα κρύα του λουτρού.

Ο Πύρρος, ετοίμασε τα πλοία του. Τα γέμισε με οπλίτες, τοξότες, ιππείς και έπλευσε προς δυσμάς. Με το που πάτησε το πόδι του, ξεκίνησαν οι πολλαπλές συγκρούσεις που χαρακτηρίζουν την διαμονή του στην Ιταλία. Η μάχη στην περιοχή της Λουκανίας (η σημερινή ιταλική επαρχία της Μπασιλικάτα), στην πόλη της Ηράκλειας, ήταν μακρά και αμφίρροπη. Τελείωσε, όμως, με νικητές τους Ηπειρώτες. 

Από εκεί κι έπειτα, ο Πύρρος πήρε θάρρος. Κίνησε φόρτσα προς τον Βορρά και έφτασε μέχρι και τα τείχη της Ρώμης. Αδυνατώντας, όμως, να την κατακτήσει με τόσο λίγο στρατό, άρχισε τις διαπραγματεύσεις με τους Ρωμαίους. Ακολούθησε η μάχη στο Άσκλο, το 279 π.Χ., η οποία ήταν σκληρή και αιματηρή. Αυτό που γονάτισε τους Ρωμαίους, ήταν ένα πρωτοφανές όπλο του ελληνικού στρατού, το οποίο εγκαινίασε ο Μέγας Αλέξανδρος. Αυτό το όπλο, ήταν οι πολεμικοί ελέφαντες! 

Οι πολλαπλές απώλειες, όμως, σε ζώα και στρατιώτες, η καταστροφή του στρατοπέδου και οι πολλαπλοί τραυματίες, οδήγησε στον χαρακτηρισμό αυτής και από τότε και άλλων νικών με μεγάλο τίμημα, ως «Πύρρειας νίκης».

Μετά από αυτήν την πύρρεια νίκη, λοιπόν, την επιστροφή των δριμύτερων Ρωμαίων και την άρνηση των συμμάχων να συνεχίσουν τις συγκρούσεις, ο βασιλιάς της Ηπείρου ήταν έτοιμος να γυρίσει στην πατρίδα του. Η Ιταλία, όμως, δεν θα τον άφηνε να φύγει τόσο εύκολα. Για άλλη μια φορά στράφηκαν σε αυτόν για βοήθεια. 

Στην Σικελία, οι πόλεις του Ακράγαντα, των Συρακουσών και των Λεοντίνων, δέχονταν σφοδρές επιθέσεις από την Καρχηδόνα, ισχυρή αρχαία πόλη της Τυνησίας. Εκεί, λοιπόν, αφού κατέλαβε εύκολα τις Συρακούσες, επιδόθηκε σε πολλές άλλες μάχες, σε διάφορες πόλεις και σημείωσε πολλαπλές επιτυχίες εναντίον των Καρχηδονίων. Τόσες μάλιστα, που του δόθηκε ο τίτλος «Βασιλεύς της Σικελίας». Σε εκείνη τη φάση, μάλλον ο Πύρρος το πήρε λίγο πάνω του. Άρχισε να ονειρεύεται την κατάκτηση της αφρικανικής ηπείρου με πρώτο στόχο την Λιβύη. Ήρθε σε αντιπαράθεση με τους τοπικούς Έλληνες άρχοντες και δημιουργήθηκε παράταξη αντιπολίτευσης εναντίον του. 

Αναγκάστηκε, λοιπόν, να φύγει από την Σικελία και να εγκαταλείψει τόσο το νέο του όνειρο όσο και το παλιό. Μετά από την τελευταία του μάχη στην Ιταλία, στην πόλη Μπενεβέντο, το 275 π.Χ., μετά από έξι χρόνια ασταμάτητων συγκρούσεων, γύρισε στην Ήπειρο. Κι εκεί, όμως, δεν ηρέμησε. Ρίχτηκε και πάλι σε νέες μάχες.

Επιτέθηκε δεύτερη φορά στη Μακεδονία, εναντίον του βασιλιά Αντιγόνου και κατέλαβε την αρχαία πρωτεύουσά της, τις Αιγές. Το 272 π.Χ., με αφορμή την παρότρυνση του Κλεώνυμου, ενός Σπαρτιάτη αριστοκρατικής καταγωγής, να επιτεθεί στη Λακωνία, θέλησε να κατακτήσει όλη την Πελοπόννησο. Πολέμησε αρκετές φορές με την Σπάρτη, χωρίς επιτυχία, έχοντας και πάλι ως αντίπαλο τον Αντίγονο. 

Οι δύο βασιλιάδες συναντήθηκαν για άλλη μια φορά στο Άργος. Δύο πολιτικοί αντίπαλοι, ο Αρίστιππος και ο Αριστέας, κατέφυγαν στην ωμή βία για την απόκτηση εξουσίας και είχαν την ανάγκη στρατιωτικής υπεράσπισης. Ο πρώτος είχε στον πλευρό του τον Αντίγονο, ενώ ο δεύτερος τον Πύρρο. Η μάχη που ακολούθησε στην πόλη, πραγματοποιήθηκε νύχτα και ήταν χαώδης. Οι στρατιώτες του Πύρρου δεν μπορούσαν να μπουν στην πόλη, γιατί τους εμπόδιζε ένα χαντάκι που είχαν σκάψει οι άμαχοι κάτοικοι, γυναίκες και ηλικιωμένοι. Αφού κατάφεραν να περάσουν την αντίστασή τους, μπλέχτηκαν μέσα στα στενά της πόλης. Μετά από λάθος συνεννόηση με τον τρίτο του γιο, τον Έλενο, που είχε αναλάβει μέρος του στρατού, τα πράγματα έγιναν χειρότερα.

Δεν ήταν, όμως, κανένα από όλα αυτά ο λόγος που ηττήθηκε τελικά ο βασιλιάς της Ηπείρου. Για το τέλος του, μας πληροφορεί ο Πλούταρχος. Ο Πύρρος, αφού ίσως αφαίρεσε το κράνος του, όρμησε στη μάχη με το άλογό του. Ξαφνικά, χτυπήθηκε από ένα ακόντιο, το οποίο δεν τον λάβωσε σοβαρά. Γύρισε, λοιπόν, να αντιμετωπίσει αυτόν που το εκτόξευσε εναντίον του. Ήταν ένας νεαρός Αργείος στρατιώτης. Αυτό που δεν ήξερε ο Πύρρος, και δεν θα φανταζόταν και κανείς, ήταν ποιος παρακολουθούσε εκείνα τα δευτερόλεπτα την σκηνή. Η μητέρα του στρατιώτη, είχε καταφύγει στην στέγη ενός οικήματος και παρακολουθούσε την μάχη. Όταν είδε τον βασιλιά να κατευθύνεται προς τον γιο της, άρπαξε μια κεραμίδα και την πέταξε στο κεφάλι του. 

Ο Πύρρος λιποθύμησε και έπεσε από το άλογό του. Άντρες του Αντίγονου, βλέποντας και αναγνωρίζοντας τον, τον σκότωσαν άνανδρα, την στιγμή που άρχισε να ανακτά τις αισθήσεις του. Ο γιος του βασιλιά Αντίγονου, ο Αλκιονεύς, πήγε το σώμα του Πύρρου και τον γιο του τον Έλενο, μπροστά του. Εκείνος, σεβόμενος τον Πύρρο ως άξιο αντίπαλο, σπουδαίο βασιλιά και στρατηγό, παρέδωσε τα λείψανά του στον γιο του, τον οποίο δεν πείραξε και άφησε ελεύθερο να γυρίσει στην πατρίδα του και να θάψει τον πατέρα του με τις απαραίτητες τιμές. 

Μετά από περίπου 2.000 χρόνια, σε μια τυχαία ανασκαφή στο Προδρόμι, στην Θεσπρωτία, βρέθηκε ένας ασύλητος τάφος (δηλαδή, ένας τάφος που δεν είχε παραβιαστεί). Σε αυτόν τον τάφο βρέθηκαν ανεκτίμητα κτερίσματα (αντικείμενα που εναποθέτονται δίπλα στον νεκρό κατά την ταφή του). Βρέθηκε ολόκληρος οπλισμός. Ένα ασημένιο κράνος, ένας ορειχάλκινος θώρακας, χρυσές πόρπες (καρφίτσες), ένα ακόντιο και σπαθιά. Με βάση την περιγραφή της ταφής από τον Πλούταρχο και τις υποθέσεις τοπικού μελετητή, έχει δημιουργηθεί η φήμη  (χωρίς να είναι απόλυτα σίγουρο) ότι ο τάφος ανήκει στον βασιλιά της Ηπείρου, τον Πύρρο Α’.

 

Βιβλιογραφία:

https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A0%CF%8D%CF%81%CF%81%CE%BF%CF%82_%CF%84%CE%B7%CF%82_%CE%97%CF%80%CE%B5%CE%AF%CF%81%CE%BF%CF%85#

https://dit.uoi.gr/files/pyrros.pdf

https://www.mixanitouxronou.gr/o-ipirotis-vasilias-pirros-agnoi-tous-kakous-ionous-ke-epitithete-sto-argos-o-aetos-vrike-to-thanato-otan-ton-chtipise-mia-gria-me-ena-keramidi/