Καθ’ όλη τη διάρκεια της ιστορίας, το εμπόριο βρώσιμων προϊόντων βρισκόταν πάντα στην κορυφή των ανθρώπινων αναγκών παγκοσμίως. Από αυτό εξαρτιόταν η ανάπτυξη των πληθυσμών και η επακόλουθη εξέλιξη των πολιτισμών. Δύο, όμως, ήταν τα προϊόντα που άλλαξαν τον κόσμο. Το αλάτι και το πιπέρι.
Πλέον και τα δύο τόσο ευπρόσιτα αγαθά, των οποίων την αξία φαίνεται να ξεχνάμε. Ριζωμένα στην καθημερινότητά μας, πρωτίστως το αλάτι και έπειτα το πιπέρι, αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι του ανθρώπινου πολιτισμού. Τι είναι, όμως, το αλάτι και το πιπέρι και πως έχουν καταλήξει μόνιμοι μπάστακες στα τραπέζια μας;
Το αλάτι, το χλωριούχο νάτριο στην γλώσσα της χημείας, χωρίζεται σε δύο κατηγορίες. Στο ορυκτό αλάτι, το οποίο εξορύσσεται από ορυχεία και το θαλάσσιο αλάτι, το οποίο προμηθεύεται από τις αλυκές, φυσικές ή τεχνητές δεξαμενές από τις οποίες εξατμίζεται το θαλασσινό νερό και συγκεντρώνονται οι κρύσταλλοι αλατιού. Το πιπέρι αποτελεί φυτό. Οι καρποί του είναι αυτοί που συλλέγονται, αποξηραίνονται και έπειτα χρησιμοποιούνται ως μπαχαρικό και καρύκευμα.
Και τα δύο είναι γνωστά από την προϊστορική εποχή στους Εβραίους, τους Έλληνες, τους Κινέζους, τους Αιγύπτιους και άλλους αρχαίους λαούς. Στην Ελλάδα, αλυκές φαίνεται να υπήρχαν από την μυκηναϊκή εποχή (1.600-1.100 π.Χ.). Στην αρχαία Αθήνα, το αλάτι προερχόταν από τις αλυκές της Ραφήνας, της Βούλας και του Σουνίου.
Το πιπέρι από την άλλη, καλλιεργείται εδώ και χιλιάδες χρόνια στην Νότια Ασία και συγκεκριμένα στην Ταϊλάνδη, την Μαλαισία και κυρίως στην Ινδία. Το εμπόριό του είχε ξεκινήσει αρκετά νωρίς. Κόκκοι πιπεριού είχαν βρεθεί μέχρι και στα ρουθούνια του Αιγύπτιου Φαραώ Ραμσή Β’, οι οποίοι φαίνεται να είχαν τοποθετηθεί μετά την ταρίχευσή του. Στην Ελλάδα, χρησιμοποιούνταν από τον 4ο αιώνα π.Χ., αλλά περισσότερο το απολάμβαναν οι πιο εύρωστοι οικονομικά, καθώς ήταν ένα ασυνήθιστο και ακριβό προϊόν.
Περνάμε στην περίοδο ακμής της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και της Μεσογείου ως «mare nostrum» (στα λατινικά «η θάλασσα μας»), ενός πολυπληθούς πεδίου συγκερασμού διαφόρων διαφορετικών λαών. Στην περίοδο κατά την οποία κατασκευάστηκε ένα τεράστιο οδικό δίκτυο και διευρύνθηκαν περαιτέρω οι εμπορικοί δρόμοι του τότε γνωστού κόσμου. Μία συγκεκριμένη οδός μάλιστα, η λεγόμενη «Via Salaria», πήρε το όνομά της από το ίδιο το αλάτι (στα λατινικά «sal»), αφού από εκεί πραγματοποιούνταν η μεταφορά του μέχρι την ξακουστή Ρώμη.
Μετά την κατάκτηση της Αιγύπτου, δημιουργήθηκε δρόμος και για την διευκόλυνση της μεταφοράς του πιπεριού. Από την Κίνα και την Ινδία, τα ρωμαϊκά πλοία διέσχιζαν την Αραβική και την Ερυθρά θάλασσα, έφταναν στην Αίγυπτο και από εκεί στην Μεσόγειο. Αυτή η εμπορική οδός, κυριάρχησε για τα επόμενα 1.500 χρόνια.
Μεταφερόμενοι στην εποχή κυριαρχίας των Βυζαντινών αυτοκρατόρων, το αλάτι ταξίδευε από τις αλυκές του Αιγαίου, της Αδριατικής και της Μαύρης θάλασσας, οι οποίες ανήκαν είτε στον ίδιο τον αυτοκράτορα είτε σε μοναστήρια. Το πιπέρι το κουβαλούσαν οι αμέτρητες καμήλες που σχημάτιζαν τα εμπορικά καραβάνια με όλα τα υπόλοιπα πολύτιμα και εξωτικά ήδη της Ανατολής.
Στους χρόνους του «σκοτεινού» Μεσαίωνα, το αλάτι και το πιπέρι είχαν γίνει είδη πολυτελείας και είχαν αποκτήσει εξέχουσα θέση στον χώρο της ευρωπαϊκής κουζίνας, αλλά και της ιατρικής. Η εμπορική τους αξία έφτασε στα ύψη και οι διάφορες δυνάμεις της εποχής ανταγωνίζονταν για το ποια θα είχε το μονοπώλιο ή έστω τον έλεγχο των θαλάσσιων και χερσαίων εμπορικών οδών. Στην Ανατολή έκανε κουμάντο ο ισλαμικός κόσμος, ενώ στη Μεσόγειο τα πρωτεία κατείχαν οι ιταλικές ναυτικές δυνάμεις της Βενετίας και της Γένοβας.
Η εκμετάλλευσή τους από συγκεκριμένες χώρες της Ευρώπης και η αύξηση της δύναμής τους από αυτήν, οδήγησαν άλλες στην ανησυχία για το μέλλον τους. Η ανησυχία αυτή, σε συνδυασμό με την περιέργεια για το άγνωστο, ώθησαν στην αναζήτηση και χάραξη νέων δρόμων εμπορίου και έπειτα στις Ανακαλύψεις, με επίκεντρο τον λεγόμενο τότε «Νέο Κόσμο».
Το αλάτι και το πιπέρι, έφτασαν στο σημείο να χρησιμοποιηθούν από κάποιους πολιτισμούς και ως συνάλλαγμα, ως υποκατάστατο του νομίσματος. Απέκτησαν υψηλότατη εμπορική και ανταλλακτική αξία και κάποια στιγμή στο παρελθόν έφτασαν να συναγωνίζονται ακόμα και τον χρυσό. Γι’ αυτό και τότε αναφέρονταν και στα δύο ως «λευκός» και «μαύρος χρυσός». Σε κάποιες αυτοκρατορίες και στην νεότερη Γαλλία και Ινδία, είχε καθιερωθεί φόρος αλατιού.
Μετά τις Ανακαλύψεις, την εύρεση νέων εδαφών, λαών και οικοσυστημάτων, το κέντρο βάρους του εμπορίου, για πρώτη φορά μετά από τόσους αιώνες, άλλαξε. Η αξία τους άρχισε να πέφτει. Η μακρινή Δύση, στην Αμερική και τα ενδότερα της Ανατολής και της Ασίας, δεν σταματούσαν να βομβαρδίζουν τον κόσμο με νέα, άγνωστα μέχρι τότε, προϊόντα και καινούργιες, ανατρεπτικές γεύσεις. Έτσι, μπήκαν στο παιχνίδι, το τσάι, ο καφές, η σοκολάτα και η ζάχαρη.
Το αλάτι και το πιπέρι, μπορεί να έπεσαν στα μάτια του κόσμου τότε και πλέον όλοι μας να τα βρίσκουμε με ευκολία στο κοντινό σούπερ μάρκετ χωρίς να χρειάζεται να περιμένουμε πότε θα φτάσουν οι καμήλες, τα καράβια και τα άλογα μέχρι τις αγορές, αλλά παραμένουν τα κεντρικά συστατικά κάθε κουζίνας σε όλο τον κόσμο.
Βιβλιογραφία
https://chem.noesis.edu.gr/greece-salts-history-dyk
https://ekkairo.org/2023/07/22/%CF%84%CE%BF-%CE%B1%CE%BB%CE%AC%CF%84%CE%B9/