Την ώρα, που ο χώρος της αντιπολίτευσης και δη της κεντροαριστεράς προσομοιάζει με κινούμενη άμμο, τα λεγόμενα ποιοτικά χαρακτηριστικά, που προκύπτουν από τις δημοσκοπήσεις αποτελούν ίσως ένα πιο ενδεικτικό στοιχείο ακόμη και από τα ποσοστά των κομμάτων.
Κι αυτό, διότι το πολιτικό σκηνικό τελεί υπό διαμόρφωση, εν αναμονή της επόμενης κίνησης πολιτικών προσώπων, που δεν θα «ανακατέψουν» μόνο την «τράπουλα», αλλά ενδεχομένως να αλλάξουν τους βασικούς «παίκτες» του παιχνιδιού. Χαρακτηριστικότερη περίπτωση και ίσως η πιο βέβαια προς ώρας, η δημιουργία ενός νέου φορέα υπό τον Αλέξη Τσίπρα, που ήδη η δυναμική του επιχειρείται να αποτυπωθεί στις μετρήσεις, επηρεάζοντας τη στρατηγική των κομμάτων, ακόμη και πριν την επίσημη ανακοίνωσή του, που τοποθετείται μήνες αργότερα.
Η μόνιμη επωδός των κυβερνητικών στελεχών ότι «το κόμμα Τσίπρα δεν αφορά τον χώρο μας» είναι η μία όψη του νομίσματος και εν μέρει αλήθεια. Στην πραγματικότητα, τη σκέψη του Μεγάρου Μαξίμου, αντικατοπτρίζει η δήλωση του Κυριάκου Μητσοτάκη, στη συνέντευξή του στον ΣΚΑΙ ότι βασικός αντίπαλός του είναι αυτή τη στιγμή ο Νίκος Ανδρουλάκης, ως αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, με την υποσημείωση, όμως, ότι όταν προχωρήσει ο Αλέξης Τσίπρας σε μια κίνηση, τότε θα τη σχολιάσει.
Αυτό, που έως σήμερα, μελετά το κυβερνητικό επιτελείο, είναι το πού απευθύνεται ο Αλέξης Τσίπρας, από ποιο χώρο προέρχεται το περίπου 20-24% της δυνητικής ψήφου ή θετικών γνωμών που συγκεντρώνει στις μετρήσεις, ποια νέα δεδομένα μπορεί να επιφέρει στον χώρο της αντιπολίτευσης, ακόμη και σε επίπεδο αυτονομίας κομμάτων και τελικά, αφού όλα τα προηγούμενα διευκρινιστούν, η διαμόρφωση της στρατηγικής που η κυβέρνηση θα ακολουθήσει απέναντι στον πρώην πρωθυπουργό.
Η αλήθεια είναι ότι από τα έως σήμερα δεδομένα, το εκλογικό σώμα που ρίχνει θετική «ματιά» στις κινήσεις Τσίπρα, δεν ταυτίζεται με το εκλογικό ακροατήριο της Νέας Δημοκρατίας.
Απώλειες για την κυβερνητική παράταξη με κατεύθυνση προς ένα κόμμα Τσίπρα σε καμία μέτρηση δεν καταγράφονται, η διείσδυση στο κέντρο του πρώην πρωθυπουργού δεν φαίνεται να είναι αξιοσημείωτη έως τώρα, επομένως στο κυβερνητικό επιτελείο αναμένουν την επίσημη τοποθέτησή του και το «πρόσωπο» που θα επιχειρήσει να παρουσιάσει, ώστε να καθορίσουν και τους άξονες της αντιπαράθεσης μαζί του.
Έως τότε, με κάθε ευκαιρία και άμεσες ή έμμεσες αναφορές, τόσο ο ίδιος ο πρωθυπουργός, όσο και τα στελέχη της ΝΔ, υπενθυμίζουν το παρελθόν του κ. Τσίπρα, επιμένοντας στη διακυβέρνηση 2015-2019, το αποτύπωμά της στην οικονομία και τη διεθνή εικόνα της χώρας, τα εσωτερικά «μέτωπα» εκείνης της περιόδου, με έμφαση για παράδειγμα τη Δικαιοσύνη, αλλά και τα πρόσωπα, που τον πλαισίωναν ως οι πιο στενοί του συνεργάτες.
Η χθεσινή απόφαση της Πολιτικής Γραμματείας του ΣΥΡΙΖΑ αναμένεται να αποτελέσει ένα ακόμη κομμάτι του παζλ, που θα χρησιμοποιηθεί στην κυβερνητική επιχειρηματολογία με στόχο την αποδόμηση του εγχειρήματος Τσίπρα, προς απόδειξη ότι ακόμη και μετά το πολυσυζητημένο «rebranding», ο πρώην πρωθυπουργός θα στηριχθεί τα γνωστά και παλιά «συστατικά» για το πολιτικό «come back» που θα κάνει.
Η απόφαση του ΣΥΡΙΖΑ αναφέρει χαρακτηριστικά «ακόμη και αν υπάρχουν διαφορετικές οπτικές, η σχέση του ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ με τον Αλέξη Τσίπρα δεν μπορεί να είναι αντιπαραθετική. Οι παράλληλες πορείες μας οφείλουν να συγκλίνουν στον κοινό στόχο ενός ισχυρού προοδευτικού πόλου, με συγκρότηση προγραμματικής πρότασης και υπέρβαση των διαχωριστικών γραμμών συνολικά στον προοδευτικό χώρο, με γνώμονα τα συμφέροντα της μεγάλης λαϊκής πλειοψηφίας και στη βάση των Αριστερών ιδεών και αξιών».
Το πλέον οξύμωρο είναι ότι στην Κουμουνδούρου αποφάσισαν συμπόρευση με έναν άνθρωπο, ο οποίος επέλεξε να αποχωρήσει από το κόμμα, διαχωρίζοντας προφανώς τη θέση του και μιλώντας για απελευθέρωση από κομματικούς μηχανισμούς.
Έως τώρα, ο Αλέξης Τσίπρας δεν έχει σχολιάσει με κανέναν τρόπο την πρόθεση των παλαιών «συντρόφων» του κι αυτό έχει ίσως τη σημασία του. Μια κίνηση αποδοχής της πρότασης συνεργασίας από τον ΣΥΡΙΖΑ, θα σήμαινε ουσιαστικά την «αυτοδιάψευση» του ίδιου του κ. Τσίπρα και την αποδόμηση του ίδιου του «rebranding» από τον ίδιο.
Η απόφαση της Πολιτικής Γραμματείας του ΣΥΡΙΖΑ προέκυψε μετά από μια ταραχώδη συνεδρίαση, βασίστηκε στην εισήγηση του προέδρου του Σωκράτη Φάμελλου και στηρίχθηκε από στελέχη όπως ο Νίκος Παππάς - για τον οποίο από την κυβέρνηση πάντα υπενθυμίζουν ότι πρόκειται για τον αμετάκλητα καταδικασμένο με 13-0 υπουργό του ΣΥΡΙΖΑ - με τον Παύλο Πολάκη να διαφωνεί και να κατηγορεί τον πρώην πρωθυπουργό για μια ακόμη διάσπαση του κόμματος.
Στο κυβερνητικό επιτελείο αναμένουν, όμως, τις επόμενες κινήσεις Τσίπρα, όχι τόσο για τις επιπτώσεις, που θα επιφέρουν στην εξαιρετικά περιορισμένη, σε κάθε περίπτωση, δυναμική του ΣΥΡΙΖΑ ή της Νέας Αριστεράς, που έως τώρα φαίνεται να είναι οι δύο βασικοί χώροι από τους οποίους «αντλεί» δυνάμεις, αλλά στο αν μπορεί να επηρεάσει και σε ποιο βαθμό τον χώρο του ΠΑΣΟΚ.
Το γεγονός ότι σε όλες τις δημοσκοπήσεις, η Χαριλάου Τρικούπη εμφανίζεται με καθηλωμένα ποσοστά, χωρίς ούτε να έχει αποκτήσει ιδιαίτερη δυναμική μετά την παρουσίαση του προγράμματός της στη ΔΕΘ, όπως ευελπιστούσαν τα στελέχη της, ούτε να πιστώνεται την κυβερνητική φθορά, αλλά ούτε και ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ να εμφανίζεται ως εναλλακτική πρόταση για την πρωθυπουργία, δημιουργούν ένα πρώτο πλαίσιο το οποίο το κυβερνητικό επιτελείο αξιολογεί.
Κυβερνητικά στελέχη σημειώνουν, μάλιστα, ότι η επιλογή του Νίκου Ανδρουλάκη να ταυτίζεται με τη θεματολογία και τον τόνο της πολιτικής αντιπαράθεσης για σειρά ζητημάτων, με πρόσωπα όπως η Ζωή Κωνσταντοπούλου, είναι ένας από τους λόγους που το ΠΑΣΟΚ παραμένει σε στασιμότητα, ενισχύοντας την «ορίτζιναλ» έκδοση μιας τέτοιας τακτικής πόλωσης, δηλαδή κόμματα όπως η Πλεύση Ελευθερίας.
Ένα από τα χαρακτηριστικά δεδομένα, που αναφέρουν, είναι μάλιστα η «ισοβαθμία» Νίκου Ανδρουλάκη, Ζωής Κωνσταντοπούλου και Κυριάκου Βελόπουλου στη δημοσκόπηση της Μetron Analysis και την ερώτηση καταλληλότητας για την πρωθυπουργία, όπου και οι τρεις βρίσκονται στη δεύτερη θέση με ποσοστό 6%, όταν ο Κυριάκος Μητσοτάκης προηγείται με 19 μονάδες ή στην δημοσκόπηση της Marc όπου στην ίδια ερώτηση, ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ βρίσκεται πίσω όχι μόνο από τον πρωθυπουργό, αλλά οριακά και από την κ. Κωνσταντοπούλου.
Μπορεί στη Χαριλάου Τρικούπη να δηλώνουν ότι δεν τους αφορά η δημιουργία ενός νέου κόμματος υπό τον Αλέξη Τσίπρα, ωστόσο στο ερώτημα ποιος μπορεί να εκφράσει καλύτερα τον χώρο της Κεντροαριστεράς, στη μέτρηση της Marc, ο πρώην πρωθυπουργός προηγείται με 24%, με τη Ζωή Κωνσταντοπούλου να βρίσκεται στην δεύτερη θέση με 12,8% και τον Νίκο Ανδρουλάκη στην τρίτη, με 12,6%.
Ένα δεδομένο που προμηνύει ανακατατάξεις ή τουλάχιστον διεργασίες στον χώρο, αν τελικά επιβεβαιωθεί η επόμενη κίνηση Τσίπρα.
Στο Μέγαρο Μαξίμου αναμένουν να αποσαφηνιστεί ο βασικός τους «αντίπαλος» στις επόμενες εθνικές εκλογές, με τον πολιτικό χρόνο έως τότε να είναι εξαιρετικά πυκνός.
Αν η αντιπολίτευση παραμείνει κατακερματισμένη, όπως εμφανίζεται σήμερα, τότε στο κυβερνητικό επιτελείο εκτιμούν ότι η κυβέρνηση θα αναμετρηθεί μόνο με τα πεπραγμένα της, την υλοποίηση των δεσμεύσεών της και τα προβλήματα των πολιτών, που και στην τελευταία δημοσκόπηση της Pulse σημαντικότερο αναδεικνύεται η ακρίβεια, με ένα ποσοστό της τάξεως του 87%.
Αν τα δεδομένα αλλάξουν και συγκροτηθεί ένας νέος πόλος, τότε η εναλλακτική πρόταση διακυβέρνησης που θα προταθεί, θα μπει στο μικροσκόπιο, επαναφέροντας νέα διλήμματα και διακυβεύματα και για το κυβερνητικό επιτελείο.
