Η πρόσφατη τριμερής συνάντηση Μητσοτάκη–Νετανιάχου–Χριστοδουλίδη στην Ιερουσαλήμ, σε συνδυασμό με τη συνάντηση του Έλληνα πρωθυπουργού με τον Μαχμούντ Αμπάς, στη Ραμάλα, αποτελεί ακόμη έναν κρίκο σε μια αλυσίδα επιλογών που συγκροτούν τα τελευταία χρόνια μια συνεκτική, ενεργητική και επί της ουσίας πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική.
Η οποία, ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο, προκαλεί δυσφορία σε αναθεωρητικές δυνάμεις - πρωτίστως στην Άγκυρα αλλά και στη Μόσχα - καθώς και μια δύσκολα ερμηνεύσιμη ενόχληση και αμηχανία σε κόμματα και πρόσωπα εντός της ελληνικής επικράτειας.
Η επίσκεψη του πρωθυπουργού ταυτόχρονα στα παλαιστινιακά εδάφη και στο Ισραήλ αποκαθιστά κάθε εντύπωση που επιχείρησαν να καλλιεργήσουν οι φλοτίλες, τα «free Palestine» και οι πληρωμένοι λογαριασμοί, οι οποίοι ξαφνικά σταμάτησαν να «πουλάνε» ευαισθησία για τα παιδάκια στη Γάζα. Σαν να εξαφανίστηκαν. Όχι τα παιδάκια, αλλά όσοι έχωναν μεροκάματα στους «ακτιβιστές» κατά παραγγελία.
Η κυβέρνηση τιμά και επενδύει στη δοκιμασμένη και αποδεδειγμένα πολύτιμη στρατηγική σχέση με το Ισραήλ και, ακριβώς λόγω αυτής της εγγύτητας, μπορεί να διεκδικεί ακόμη και διαμεσολαβητικό ρόλο στις περιφερειακές διεργασίες που αφορούν τη Γάζα και την ευρύτερη περιοχή.
Η τριμερής Μητσοτάκη–Νετανιάχου–Χριστοδουλίδη και ιδίως τα μηνύματα που εξέπεμψε ο Ισραηλινός πρωθυπουργός προκάλεσαν πολιτικό βέρτιγκο στην Άγκυρα, με τον τουρκικό Τύπο να κάνει λόγο για «συμμαχία του κακού», η οποία λειτουργεί σε βάρος της Τουρκίας. Με εύληπτο τρόπο, ο Μπ. Νετανιάχου κωδικοποίησε τη στρατηγική επιδίωξη της συμμαχίας: «Δεν αναζητούμε αντιπαράθεση με κανέναν. Και οι δύο εταίροι μου εδώ δεν αναζητούν αντιπαράθεση. Μαζί φέρνουμε σταθερότητα μέσω της ισχύος, ευημερία μέσω της ισχύος και, το σημαντικότερο, ειρήνη μέσω της ισχύος». Και παρότρυνε όσους το σκέφτονται να μην τεστάρουν την ισχύ της συγκεκριμένης Συμμαχίας.
Με την πυξίδα στραμμένη στη Δύση και στο διαυγές, απόλυτο δόγμα του Κωνσταντίνου Καραμανλή, η κυβέρνηση κινείται στην εξωτερική πολιτική στη βάση αρχών αλλά και της γεωπολιτικής πραγματικότητας που αναπροσαρμόζει το εθνικό συμφέρον και το εθνικό καλό.
Και ακριβώς γι’ αυτό ενοχλεί.
Η πρώτη καθαρή τομή στον τρόπο με τον οποίο η κυβέρνηση αντιλαμβάνεται την εθνική ασφάλεια και τη σχέση με την Τουρκία έγινε τον Μάρτιο του 2020 στον Έβρο. Απέναντι στην οργανωμένη υβριδική επίθεση, η κυβέρνηση στάθηκε προληπτικά και αποτρεπτικά, καθιστώντας σαφές ότι τα σύνορα της χώρας δεν είναι διαπραγματεύσιμα και ότι μπορούν να υπερασπιστούν χωρίς εκπτώσεις. Ο φράχτης είναι εκεί για να υπενθυμίζει στην Άγκυρα ότι η Αθήνα, σε συνεργασία με την ΕΕ, παράγει τετελεσμένα αποτροπής.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, αρέσει δεν αρέσει στους επικριτές του, έχει αποδείξει ότι μπορεί να «διαβάσει» πέντε κεφάλαια μπροστά από όσα εκτυλίσσονται στο γεωπολιτικό γίγνεσθαι. Η κυβέρνηση δρα ακόμη κι όταν φαίνεται ότι δεν αντιδρά. Με την οριοθέτηση της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (ΑΟΖ) μεταξύ Ελλάδας και Ιταλίας έκλεισε μια εκκρεμότητα 45 ετών και η Ελλάδα «μεγάλωσε», επεκτείνοντας τα χωρικά της ύδατα στο Ιόνιο στα 12 ναυτικά μίλια. Η συμφωνία βασίστηκε στη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας - μια κίνηση υψηλού συμβολισμού αλλά και ουσίας, που επιβεβαίωσε ότι η Ελλάδα ασκεί τα κυριαρχικά της δικαιώματα όταν, όπου και όπως κρίνει.
Το παράνομο τουρκολιβυκό μνημόνιο, παρά τις μεγαλοστομίες της Άγκυρας, ακυρώνεται στην πράξη. Η Ελλάδα επέλεξε τη στρατηγική της φθοράς μιας παράνομης κατασκευής αντί για μια επικοινωνιακή σύγκρουση χωρίς αποτέλεσμα. Η επίλυση της υπόθεσης της Μονής Σινά, σε συνεργασία με την Αίγυπτο, επιβεβαίωσε ότι η ελληνική διπλωματία μπορεί να προστατεύει ιστορικά και θρησκευτικά δικαιώματα με αποτελεσματικότητα, χωρίς περιττούς θεατρινισμούς και φωνασκίες.
Με τις μεγάλες ενεργειακές συμφωνίες με τις ΗΠΑ, η Ελλάδα ακυρώνει έμπρακτα τον ρόλο της Τουρκίας ως «αναγκαίου μεσάζοντα» και δυσχεραίνει το παιχνίδι της Μόσχας, η οποία τροφοδοτεί αναθεωρητισμούς και «γκρίζες» απαιτήσεις της γείτονος, με την οποία ταυτίζεται σε μεθόδους και συμφέροντα. Στην εξαετή διακυβέρνηση της ΝΔ, η Ελλάδα λειτουργεί ως ενεργό μέλος της δυτικής αρχιτεκτονικής ασφάλειας· δεν αρκείται σε δηλώσεις αρχών, αλλά παράγει πολιτική με απτό γεωπολιτικό αποτύπωμα - χωρίς φανφάρες και βαρύγδουπα βαφτίσια της ακινησίας ή της σπασμωδικής κινητικότητας χωρίς αποτέλεσμα.
Δεν είναι τυχαίο, τέλος, ότι η κριτική που ασκείται στο εσωτερικό της χώρας - από τμήματα της αντιπολίτευσης αλλά και από πρώην πρωθυπουργούς όπως ο Κώστας Καραμανλής, και ο Αντώνης Σαμαράς- παραμένει ένας αφορισμός χωρίς διά ταύτα. Κοινός παρονομαστής αυτής της κριτικής είναι συχνά η υπαινικτική ή ρητή εκτίμηση ότι η Ελλάδα «οφείλει» να αποκαταστήσει τους δεσμούς της με τη Ρωσία. Μια θέση που αγνοεί επιδεικτικά το γεγονός ότι η Ρωσία όχι μόνο απειλεί ευθέως την ευρωπαϊκή ασφάλεια και ενισχύει αντιευρωπαϊκές δυνάμεις, αλλά έχει εισβάλει σε κυρίαρχη χώρα, καταπατώντας κάθε έννοια διεθνούς δικαίου και αλλάζοντας διά της βίας τα σύνορα.
Σε έναν κόσμο αυξανόμενης αστάθειας, η εξωτερική πολιτική δεν μπορεί να είναι προϊόν νοσταλγικών μύθων, εξυπηρέτησης συμφερόντων που δεν τέμνονται με το εθνικό, γεωπολιτικής αμηχανίας ή ίσων αποστάσεων. Εκείνοι που ενοχλούνται - και οι μεταφορείς αυτής της ενόχλησης - ίσως αποτελούν την καλύτερη ένδειξη ότι κάτι κινείται προς τη σωστή κατεύθυνση.
