Καλή η πρόθεση. Εύστοχη η προτεινόμενη θεραπεία;
Shutterstock
Shutterstock

Καλή η πρόθεση. Εύστοχη η προτεινόμενη θεραπεία;

Πριν από λίγες ώρες ο πρωθυπουργός ανακοίνωσε ένα πακέτο τριών μέτρων ενίσχυσης και ανακούφισης των ιδιαίτερα πιεσμένων και σχετικά αδύνατων οικονομικά συμπολιτών μας ως βιώσιμη ανταπόδοση της «υπεραπόδοσης» των φορολογικών εσόδων του κράτους και της δημιουργίας υπερπλεονάσματος για το δημόσιο ταμείο μας.

Δεν χωρά αμφιβολία πως η δημοσιονομική διαχείριση της χώρας πάει καλά, όπως άλλωστε το πιστοποιούν και επίσημα οι διαδοχικές αναβαθμίσεις της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας από τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης.

Σε συνολικούς όρους, μάλιστα, πολύ δύσκολα θα μπορούσε κάποιος να κάνει βάσιμη αρνητική κριτική στη μακροοικονομική εξέλιξη της οικονομίας μας τα τελευταία χρόνια, παρότι αυτά ήταν πολύ δύσκολα και ιδιαιτέρως τρικυμιώδη σε διεθνείς όρους – μην ξεχνάμε την τεράστια αρνητική παγκόσμια επίδραση της πανδημίας του covid 19 και στη συνέχεια της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία που κλόνισε – και συνεχίζει να ταλανίζει – ισχυρότατες οικονομίες σε παγκόσμιο επίπεδο. Η ελληνική οικονομία όχι μόνον άντεξε αλλά και αναπτύχθηκε πολύ πιο γρήγορα από ότι ο μέσος όρος των εταίρων μας στην ΕΕ.

Η σχέση χρέος προς ΑΕΠ βελτιώθηκε εντυπωσιακά, η ανεργία συνέχισε την πορεία γρήγορης αποκλιμάκωσης της, η φοροδιαφυγή περιορίστηκε σημαντικότατα και ο πληθωρισμός δείχνει πλέον πως τιθασεύτηκε, έως εδώ τουλάχιστον. Φυσικά τα προβλήματα και οι παθογένειες δεν έπαψαν να υπάρχουν σε μεσοοικονομικούς – περιφερειακούς και κλαδικούς – αλλά και μικροοικονομικούς όρους – χαμηλή ανταγωνιστικότητα, ανεπαρκής καινοτομικότητα και εξωστρέφεια της τυπικής μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας στην Ελλάδα, κυρίως. Η Ελλάδα, όχι δεν έγινε «οικονομικός παράδεισος» – δεν υπάρχουν άλλωστε θαύματα σε καμία οικονομία, δυστυχώς…– αλλά σίγουρα βελτιώθηκε σημαντικά σε πολλά επίπεδα.

Αλλά το θέμα μας σε αυτό το σχόλιο δεν είναι η γενική αξιολόγηση της πορείας της οικονομίας μας τα τελευταία χρόνια. Το θέμα μας είναι ποια η στόχευση και ποια η πιθανή επίπτωση των τριών μέτρων που εξήγγειλε χθες ο πρωθυπουργός και συγκεκριμένα:

1ον: Η επιστροφή από την πολιτεία, κάθε μήνα Νοέμβριο, στους ενοικιαστές ενός πλήρους ενοικίου, ώστε να ελαφρυνθούν τα έξοδά τους.

2ον: Η στήριξη των χαμηλοσυνταξιούχων, των ανασφάλιστων υπερήλικων και των ατόμων με αναπηρία, με 250 ευρώ καθαρά σε μόνιμη βάση, κάθε χρόνο στα τέλη Νοεμβρίου επιπλέον σε κάθε άλλο έσοδό τους.

3ον: Η αύξηση κατά 500 εκατομμύρια ετησίως του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων, με στόχο να επιταχυνθούν τα δημόσια έργα, καθώς και να ενισχυθούν οι κοινωνικού χαρακτήρα δράσεις σε ολόκληρη την επικράτεια.

Αλλά ας ξεκινήσουμε την αξιολόγηση μας με αντίστροφη φορά.

Το τρίτο μέτρο είναι απολύτως εύλογο και χρήσιμο κατά την άποψη μου. Οι δημόσιες επενδύσεις πρέπει να αυξηθούν δραστικά, τόσο με σκόπευση στις υλικές υποδομές όσο και στις άυλες τις οποίες συχνά – και πολύ κακώς – τις υποεκτιμούμε στην Ελλάδα (έρευνα βασική και εφαρμοσμένη, κατάρτιση, δια βίου μάθηση κλπ). Οι δημόσιες επενδύσεις συνολικά μπορούν να έχουν ένα σημαντικό αναπτυξιακό πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα αν δεν ακολουθήσουν τη λανθασμένη πορεία στο να βάλουν – ως συνήθως στην Ελλάδα – την κοινωνική στόχευση πριν την παραγωγική ενδυνάμωση, το κάρο μπροστά από το άλογο δηλαδή.

Και το δεύτερο μέτρο είναι σαφέστατα δικαιολογημένο και εύστοχο, στα μάτια μου. Στην προστασία των πραγματικά αδύνατων και των αναξιοπαθούντων κρίνεται η σύγχρονη δημοκρατία αλλά και η ενιαία κοινωνικοοικονομική ανάπτυξη μιας σύγχρονης χώρας. Μια κυβέρνηση αδιάφορη για την απάλυνση του καθημερινού δράματος κάποιων άτυχων συνανθρώπων μας, αναίσθητη απέναντι στην ανάγκη συμπερίληψης και ανακούφισης των αδικημένων από τη μοίρα, θα ήταν μια εξ' ορισμού αποτυχημένη λόγω χαμηλής δημοκρατικής ενσυναίσθησης κυβέρνηση.

Αλλά στη στόχευση και στην πιθανή επίπτωση του τρίτου μέτρου εγώ έχω κάποιες διαφωνίες. Ο πρωθυπουργός ήταν βέβαια ξεκάθαρος στη δήλωσή του: «Γιατί, όπως σας είπα, γνωρίζω πόσο πράγματι επιβαρύνονται εκείνοι που σήμερα νοικιάζουν σπίτι, αναλώνοντας εκεί ένα μεγάλο μέρος του εισοδήματός τους. Γνωρίζω πόσο δύσκολο είναι ειδικά για τα νέα παιδιά να φύγουν από το σπίτι των γονιών τους και να αποκτήσουν τη δική τους στέγη».

Μπορεί να διαφωνήσει κανείς με αυτό; Δεν νομίζω. Η πρόθεση του μου φαίνεται αναμφίβολα καλή. Αλλά είναι και εύστοχο το μέτρο ως προτεινόμενη θεραπεία στο ήδη οξύτατο αλλά και διογκούμενο πρόβλημα; Δεν το νομίζω, δυστυχώς…

Ήδη στα πρώτα έτη εκπαίδευσης του κάθε οικονομολόγος διδάσκεται τον ακόλουθο αναπότρεπτο κανόνα στη λειτουργία κάθε αγοράς: Όταν επιδοτείται η ζήτηση κάθε αγαθού, η τιμή του τείνει να αυξάνεται. Ειδικά όταν η προσφορά του είναι ανελαστική, δηλαδή όταν δύσκολα αυξάνεται βραχυπρόθεσμα. Με απλά λόγια, αν η ζήτηση αυξάνεται λόγω επιδότησης και η προσφορά δεν ακολουθεί, τότε η τιμή ανεβαίνει…

Ε, δυστυχώς, αυτό φαίνεται πως θα «επιτύχει» τελικώς και η επιδότηση ενός πλήρους ενοικίου ετησίως στους ενοικιαστές. Θα αυξήσει σε κάποιο βαθμό τα νοίκια και τις τιμές των ακινήτων. Θα ρίξει «λάδι» – περισσότερο ή λιγότερο, θα το δούμε…– στη «φωτιά» της γρήγορης αύξησης των ενοικίων και της συνακόλουθης περαιτέρω αύξησης της τιμής των ακινήτων, σπρώχνοντας προς τα πάνω και τον συνολικό πληθωρισμό. Η επίδραση αυτή θα είναι «καταιγιστική»; Δεν το νομίζω. Αλλά το μέτρο σίγουρα δεν λειτουργεί προς τη σωστή κατεύθυνση κατά τη γνώμη μου…

Τι θα έπρεπε λοιπόν να γίνει; Το ανάποδο κατά την άποψη μου. Να επιδοτηθεί η προσφορά. Επιδότηση προσφοράς κατοικίας θα σήμαινε ότι το κράτος θα έδινε πόρους και ελαφρύνσεις στους παραγωγούς για να παράγουν περισσότερο, μειώνοντας το κόστος παραγωγής της κατοικίας, όσο αυτό θα ήταν δυνατό βέβαια με τους περιορισμένους πόρους που έχει το κράτος μας στη διάθεση του.

Θα μπορούσε, για παράδειγμα, να βοηθήσει ένα νέο ζευγάρι, ας πούμε, να δανειστεί επιδοτώντας το επιτόκιο του δανείου του ή να μειώσει τη φορολογία για την κατασκευή μια νέας κατοικίας. Ή ακόμα και να σχεδιάζονταν εκ μέρους της πολιτείας μας χωροταξικά, με ολιστικό τρόπο, νέες περιοχές οικοδόμησης μακριά από το επιβαρυμένο πληθυσμιακά κέντρο, με απαλλαγή από τον ΕΝΦΙΑ και με μείωση και άλλων τελών στα νέα ζευγάρια που θα έχτιζαν εκεί ένα νέο σπίτι.

Έτσι θα τονωνόταν και θα αυξανόταν η προσφορά κατοικίας στην αγορά. Έτσι τα νοίκια και οι τιμές των ακινήτων θα μπορούσαν να υποχωρήσουν ή έστω να φρενάρουν στην άνοδο τους, όπως γίνεται άλλωστε σε κάθε αγορά. Και, συγχρόνως, θα δινόταν κι ένα αξιοσημείωτο πουσάρισμα και στον κλάδο της οικοδομής στην Ελλάδα – και όλων των συμπληρωματικών κλάδων και επαγγελμάτων, φυσικά – που καιρός είναι να ξανασηκωθεί στα πόδια του, υπό την προϋπόθεση όμως αναμφίβολα πως θα αρθούν κάποιες στενώσεις και ελλείψεις δυναμικού και στη σχετική αγορά εργασίας – στον βαθμό βέβαια που δεν «απεχθανόμαστε» και τη μετανάστευση αλλά άλλο θέμα αυτό…

*Δρ. Βλάδος Χάρης, Οικονομολόγος, Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης