Η Moody’s, το παγκόσμιο χρέος και οι σκελετοί στην ντουλάπα
Shutterstock
Shutterstock

Η Moody’s, το παγκόσμιο χρέος και οι σκελετοί στην ντουλάπα

Η αφαίρεση της κορυφαίας πιστοληπτικής βαθμολογίας ΑAA των ΗΠΑ από τη Μοοdy’s Ratings, παραμέρισε για λίγο την κυριαρχία των δασμών και του εμπορικού πολέμου, από την πρώτη θέση της παγκόσμιας οικονομικής ατζέντας. Ήρθε η καταστροφή; Όχι. Θα ξεμείνει από πιστωτές το Αμερικανικό κράτος; Ασφαλώς και όχι. Ωστόσο, το θέμα «παγκόσμιο χρέος», το οποίο αποτελεί τον ελέφαντα που ουδείς μέσα στο δωμάτιο θέλει να αντικρίσει, εμφανίστηκε εκ νέου ανάμεσά μας, όσο και να μην ασχολούμαστε μαζί του.

Ήταν κεραυνός εν αιθρία η υποβάθμιση του αξιόχρεου των ΗΠΑ, έστω και κατά μια μονάδα; Ασφαλώς και όχι. Ήδη από το 2011, η S&P Global Ratings έχει υποβιβάσει τις ΗΠΑ από την κορυφή της βαθμολόγησης. Είχε ακολουθήσει με υποβάθμιση των ΗΠΑ η Fitch Ratings τον Αύγουστο του 2023, επικαλούμενη ανησυχίες σχετικά με τις αλλεπάλληλες πολιτικές διαμάχες σχετικά με το ανώτατο όριο (ταβάνι) του ομοσπονδιακού χρέους. Αφού όποτε πλησίαζε το χρέος σε αυτό το όριο, προτού δοθεί η συγκατάθεση για την αύξηση του, η σύγκρουση ανάμεσα σε Ρεπουμπλικάνους και Δημοκρατικούς, έφερναν τις ΗΠΑ –θεωρητικά- στα πρόθυρα της χρεοκοπίας. Και κάθε φορά στο «παρά πέντε», βρισκόταν μια λύση.

Για να έχουμε μια καλύτερη εικόνα του τι γίνεται στις αγορές χρέους, ας δούμε τη χρυσή ενδεκάδα των χωρών που αξιολογούνται με ΑΑΑ από τη Moody’s. Είναι η Αυστραλία, η Γερμανία, η Δανία, η Ελβετία, ο Καναδάς, το Λουξεμβούργο, η Νέα Ζηλανδία, η Νορβηγία, η Ολλανδία, η Σουηδία και η Σιγκαπούρη.

Το ΑΑΑ δεν είναι μια τυπική βαθμολογία. Αποτελεί ένα πιστοποιητικό σχετικά με τρία βασικά χαρακτηριστικά των οικονομιών που αξιολογούνται. Το πρώτο είναι η εξαιρετική χρηματοπιστωτική σταθερότητα, το δεύτερο είναι τα ισχυρά οικονομικά θεμελιώδη δεδομένα και το τρίτο είναι ο χαμηλός βαθμός πιστωτικού ρίσκου. Χαρακτηριστικά με τα οποία είχαμε έρθει σε επαφή κατά τη διάρκεια της πτώχευσης της Ελλάδας. Την εποχή που η χώρα μας, δεν εκπλήρωνε με επάρκεια ούτε ένα από τα προαναφερθέντα στοιχεία.

Το ΑΑΑ δε επηρεάζει μόνο τις χώρες που δανείζονται, αλλά και τους πιστωτές και τους επενδυτές των αγορών χρέους. Το ΑΑΑ προσελκύει με ευκολία συντηρητικά κεφάλαια από πιστωτές που βασίζονται στην υψηλή επενδυτική εμπιστοσύνη. Οι συγκεκριμένοι επενδυτές συνήθως αποδέχονται χαμηλότερες αποδόσεις, αφού τα κεφάλαια που τοποθετούν είναι εξασφαλισμένα. Με αποτέλεσμα το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους να είναι χαμηλότερο για τους φορολογούμενους των χωρών αυτών. Τα νομίσματα των ΑΑΑ οικονομιών διακρίνονται από σταθερότητα, με αποτέλεσμα να μην υφίστανται κερδοσκοπικές πιέσεις από τις αγορές. Οι ΑΑΑ οικονομίες έχουν καλύτερη διαπραγματευτική ικανότητα στις διεθνείς εμπορικές συναλλαγές. Και τέλος, οι ΑΑΑ οικονομίες παρουσιάζουν υψηλές αντοχές απέναντι σε υφεσιακές τάσεις και σε ευρύτερες οικονομικές κρίσεις.

H αξιολόγηση Aa1 που συνοδεύει πλέον το αξιόχρεο των ΗΠΑ, δεν οδηγεί στο συμπέρασμα ότι οι ΗΠΑ θα αποκλειστούν από τις διεθνείς αγορές χρέους, ούτε ότι θα ψάχνουν να βρουν επενδυτές με το κυάλι. Άλλωστε το 77% του αμερικανικού χρέους, του οποίου το συνολικό μέγεθος υπερβαίνει πλέον τα $36 τρισ. βρίσκεται σε αμερικανικά χέρια. Και με τον άλφα ή βήτα τρόπο οι συγκεκριμένοι επενδυτές (θεσμικοί, κρατικοί, οργανισμοί και ταμεία) πάντα θα επιλέγουν τα αμερικανικά ομόλογα έναντι των ξένων ομολόγων. Κι ας έχουν τα τελευταία, καλύτερες αξιολογήσεις. Για το υπόλοιπο 23% του χρέους το οποίο βρίσκεται στα χαρτοφυλάκια ξένων επενδυτών, όπως της Ιαπωνίας που κατέχει το 3%, της Κίνας και του Ηνωμένου Βασιλείου από 2%, του Λουξεμβούργου και του Καναδά από 1%, και των υπολοίπων χωρών με μικρότερα ποσοστά, το πρόβλημα θα είναι υπαρκτό σε περίπτωση που το αμερικανικό δολάριο χάσει τον πρωταγωνιστικό ρόλο και τον πρωτεύοντα χαρακτήρα που διαθέτει σήμερα στις αγορές.

Κατά τη γνώμη μας, η προσοχή δεν πρέπει να εστιάζεται στην τελική βαθμολογία της πιστοληπτικής ικανότητας, αλλά στις παρατηρήσεις που διατύπωσε η Moody’s και στις πρώτες αντιδράσεις και τα σχόλια που ακολούθησαν μετά τη δημοσίευση της έκθεσης. Διότι οι παρατηρήσεις και τα σχόλια αφορούν γενικότερο τον τρόπο με τον οποίο τόσο οι οίκοι αξιολόγησης όσο και οι επενδυτές, αντιμετωπίζουν τα κρατικά χρέη, μετά από την αποκαθήλωση του αμερικανικού ΑΑΑ.

Η Moody’s αναφέρει ότι η υποβάθμιση κατά μία βαθμίδα στην κλίμακα αξιολόγησης αντανακλά την αύξηση, για περισσότερο από μια δεκαετία, του δημόσιου χρέους και των επιτοκίων σε επίπεδα σημαντικά υψηλότερα από αυτά άλλων κρατών με παρόμοια αξιολόγηση. Σημειώνοντας ταυτόχρονα πως αναμένει τα ομοσπονδιακά ελλείμματα να αυξηθούν σε σχεδόν 9% του ΑΕΠ έως το 2035, από 6,4% που ήταν το 2024, κυρίως λόγω της αύξησης των πληρωμών τόκων για το χρέος, των υψηλών δαπανών για κοινωνικές παροχές και των σχετικά χαμηλών εσόδων ως αποτέλεσμα της μείωσης της εταιρικής φορολογίας όπως έχει υποσχεθεί ο Λευκός Οίκος.

Το νομοσχέδιο Τραμπ, το οποίο προτείνει την παράταση των φορολογικών ελαφρύνσεων οι οποίες είχαν υιοθετηθεί από την προηγούμενη προεδρία Τραμπ και οι οποίες θα έληγαν το 2025, θα επιβαρύνει το έλλειμμα μέσα στην επόμενη δεκαετία κατά $4,2 τρισ.

Πριν από τη Moody’s, το καμπανάκι για το χρέος το είχε ήδη κτυπήσει ο υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ, Σκοτ Μπέσεντ, οποίος μπροστά στα νομοθετικά σώματα των ΗΠΑ είχε αναφέρει ότι οι ΗΠΑ βρίσκονται σε μια μη βιώσιμη πορεία, ότι οι αριθμοί του χρέους είναι πράγματι τρομακτικοί και μια ενδεχόμενη κρίση θα οδηγούσε μια ξαφνική στάση της οικονομίας, καθώς η εμπιστοσύνη των αγορών θα εξαφανιζόταν.

Η Υπηρεσία Προϋπολογισμού του Κογκρέσου (CBO) είχε προειδοποιήσει ήδη από την αρχή του έτους ότι οι ΗΠΑ βρίσκονται σε τροχιά να ξεπεράσουν τα ιστορικά επίπεδα χρέους του Β' Παγκοσμίου Πολέμου σε μόλις τέσσερα χρόνια, φτάνοντας στο 107% του ΑΕΠ έως το 2029. Και τότε η εκτίμηση αυτή δεν είχε λάβει υπ’ όψιν τις επιπτώσεις από μια ενδεχόμενη εκτεταμένη φορολογική μεταρρύθμιση των Ρεπουμπλικάνων, την οποία όπως προαναφέραμε αρκετοί αναλυτές θεωρούν ότι θα προσθέσει τρισεκατομμύρια στο έλλειμμα, μαζί με τις διογκούμενες δαπάνες για Κοινωνική Ασφάλιση και Medicare, λόγω της γήρανσης του πληθυσμού.

Στη συνάρτηση θα πρέπει να συνυπολογιστούν και τα υψηλότερα επιτόκια εξυπηρέτησης του χρέους, αφού οι επενδυτές θα απαιτήσουν υψηλότερες αποδόσεις στα κρατικά ομόλογα. Τα αυξανόμενα ελλείμματα και τα υψηλότερα επιτόκια θα επιδεινώσουν την κατάσταση στις διεθνείς αγορές χρέους. Διότι οι πιστωτές θα γίνουν πιο αυστηροί και πιο επιφυλακτικοί, ειδικά σε μια περίοδο όπου ο παγκόσμιος δασμολογικός ανταγωνισμός θα αυξήσει τα ελλείμματα και τις κρατικές δαπάνες και θα μειώσει τα φορολογικά έσοδα.

Όταν λοιπόν βλέπουμε ότι οι αγορές αντιμετωπίζουν με «στραβό μάτι» μια οικονομία όπως είναι η Αμερικανική, εύκολα μπορούμε να αντιληφθούμε τον τρόπο με τον οποίο θα προσεγγίζουν μικρές και ευάλωτες οικονομίες, που παλεύουν με τα ελλείμματα, που αγωνίζονται με την ανάπτυξη, που προσπαθούν για μεταρρυθμίσεις μέσα σε ένα περιβάλλον γενικευμένης αβεβαιότητας. Οικονομίες που μπορούν να εξαφανισθούν εάν δεν καταλήξει σε κάποιο βιώσιμο σενάριο ο εμπορικός πόλεμος. Οικονομίες που μπορούν να πληγούν εάν το κόστος εξυπηρέτησης των χρεών τους αυξηθεί υπέρμετρα. Οικονομίες που αντιμετωπίζουν υψηλά εμπορικά ελλείμματα. Καθώς και οικονομίες που δεν αλλάζουν, που δε μεταρρυθμίζονται και δεν προσαρμόζονται με δυναμικό τρόπο στις εξελίξεις. Οικονομίες που μπορούν κάλλιστα να βρεθούν εκτός αγοράς χρέους, αφού κανείς δε θα τους δανείζει.

Μπορεί η Moody’s να κτύπησε το καμπανάκι για τις ΗΠΑ. Ωστόσο, για πάρα πολλές οικονομίες που είναι εκτεθειμένες στις αγορές χρέους, ο ήχος είχε την ένταση της καμπάνας της Παναγίας των Παρισίων.