Θα αντέξουν οι αγορές μια δεύτερη μεγαλύτερη κρίση;

Θα αντέξουν οι αγορές μια δεύτερη μεγαλύτερη κρίση;

Θα αντέξουν οι αγορές δεύτερη και πιθανότατα μεγαλύτερη κρίση μέσα σε διάστημα δύο χρόνων; Το ερώτημα του 1.000.000 που αναζητάει την απάντηση από τους απανταχού επενδυτές του πλανήτη. Η στήλη μας με μία σειρά άρθρων κατόρθωσε να δώσει απαντήσεις κατά τη δύσκολη περίοδο της πανδημίας αλλά και να φωτογραφίσει άμεσα τη διαφαινόμενη κρίση στην εφοδιαστική αλυσίδα και φυσικά στην ενεργειακή και επισιτιστική κρίση. Σε προηγούμενα μας άρθρα δώσαμε και απαντήσεις σχετικά με βασικά μέτρα που θα πρέπει να υιοθετήσουν οι αγορές (όπως κλείσιμο της αγοράς παραγώγων σε τρόφιμα και ενέργεια στους ιδιώτες επενδυτές-κερδοσκόπους, για όσο διατηρείται η εμπόλεμη κατάσταση στην Ουκρανία κ.ο.κ..

Προς αναζήτηση των απαντήσεων για την πορεία της παγκόσμιας οικονομίας, που τις έτυχε και ένας επιπλέον κίνδυνος, (μέσα στο διάστημα που προσπαθούσε να επανέλθει αναίμακτα), καλούμαστε να εξετάσουμε την πιθανή εξέλιξη της μεγάλης εικόνας. Όπως αναφέραμε σε παλαιότερα άρθρα μας, σχετικά με την επίδραση των εικόνων και των νέων που επηρεάζουν τους δείκτες, είχαμε τονίσει, τότε, ότι οι εικόνες από τους πρώτους εμβολιασμούς θα είναι ικανές να δώσουν την πολυπόθητη διέξοδο από την πτωτική πορεία στις αγορές. Κάτι που συνέβει.

Σήμερα, οι εικόνες του πολέμου και η καταστροφή μιας χώρας επηρεάζουν τον πλανήτη, σε σχέση με τις επιπτώσεις από αυτόν, ως προς το βιοτικό επίπεδο των πολιτών, το ΑΕΠ, το χρέος αλλά και ως προς την πιθανότητα μιας γενικευμένης παγκόσμιας σύρραξης. Η επόμενη εικόνα που θα περιμένουν οι αγορές είναι η χειραψία του Πούτιν με τον Ζελένσκι ή η απόλυτη καταιγίδα με εικόνες από τις υποανάπτυκτες χώρες όπου η πείνα θα θερίζει και οι πολίτες θα πεθαίνουν, ενώ σε καλύτερη μοίρα οι υπόλοιποι θα κρυώσουμε τον χειμώνα και θα χάσουμε και κανένα κιλό. Βέβαια, οι κερδοσκόποι θα κερδίζουν από την άνοδο των τιμών στο σιτάρι και το καλαμπόκι και οι δυτικές οικονομίες θα πληγωθούν λιγότερο, καθώς το βιοτικό επίπεδο θα υποχωρήσει μεν αλλά σύμφωνα με τα στοιχεία που θα εξετάσω στη συνέχεια αναίμακτα, καθώς το μυστικό λέγεται καταθέσεις.

Το ξέσπασμα της πανδημίας τον Μάρτιο του 2020 βρήκε τις καταθέσεις στη χώρα μας στα 145,1 δισ. ευρώ, από τα οποία τα 117,6 δισ. ευρώ ήταν οι καταθέσεις των νοικοκυριών και άλλα 27,5 δισ. ευρώ ήταν η ρευστότητα που είχαν στις τράπεζες οι επιχειρήσεις. Στο τέλος Αυγούστου του τρέχοντος έτους, η ρευστότητα των επιχειρήσεων είχε ανέλθει στα 41,7 δισ. ευρώ και οι καταθέσεις των νοικοκυριών στα 131,4 δισ. ευρώ, καταγράφοντας άνοδο κατά 14,2 δισ. ευρώ 13,8 δισ. ευρώ αντίστοιχα. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, το υπόλοιπο των καταθέσεων επιχειρήσεων και νοικοκυριών τον περασμένο Ιούλιο, διαμορφώθηκε σε 171,64 δισ. ευρώ, έναντι 142,24 δισ. ευρώ, που ήταν στο τέλος του Φεβρουαρίου του 2020. Πρόκειται για μια αύξηση της τάξης των 29,34 δισ. ευρώ ή 20,7%. Οι καταθέσεις των επιχειρήσεων αυξήθηκαν τον Ιούλιο του 2021 σε σχέση με τον Φεβρουάριο του 2020 κατά 14,31 δισ. Ευρώ ή κατά 55,1% και το υπόλοιπό τους ανήλθε στο ποσό των 40,26 δισ. ευρώ, από 25,96 δισ. ευρώ, που ήταν τον Φεβρουάριο του 2020.

Με μια ματιά και στις υπόλοιπες χώρες βλέπουμε ότι παντού υπάρχει μια τάση προς αποταμίευση. Θα μπορέσει άραγε η εν λόγω αποταμίευση να βοηθήσει τις οικονομίες και τους πολίτες να διατηρήσουν το υψηλό προηγούμενο βιοτικό τους επίπεδο ή θα καούν μέσω του πληθωρισμού; Πόσα από αυτά τα ποσά θα αναζητήσουν εναλλακτικές διεξόδους ώστε να κερδίσουν τις απώλειες από την άνοδο του πληθωρισμού. Θα οδηγηθούν στις αγορές, σε κρατικά ομόλογα, σε εταιρικά ομόλογα, σε εμπορεύματα, σε κρυπτονομίσματα κ.ο.κ..

Στην Αντίπερα όχθη του Ατλαντικού, μελετώντας τα στοιχεία που έδωσε στη δημοσιότητα η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ, συμπεράναμε ότι ο καθαρός πλούτος στο 1% των πιο εύπορων νοικοκυριών αυξήθηκε κατά σχεδόν 35 ποσοστιαίες μονάδες του διαθέσιμου εισοδήματος σε σύγκριση με μια μέτρια αύξηση 5 ποσοστιαίων μονάδων για το 50% των νοικοκυριών στα κατώτατα κλιμάκια.

Ωστόσο σύμφωνα με τα επιπλέον στοιχεία που μελετήσαμε τα προγράμματα στήριξης που προώθησε η αμερικανική κυβέρνηση υπό τη μορφή απευθείας επιδομάτων ή ενίσχυσης επιχειρήσεων, ευνόησαν τις αποταμιεύσεις των πλούσιων νοικοκυριών σε σύγκριση με τα φτωχότερα, τα οποία ήταν πολύ πιθανότερο να δαπανήσουν το επιπλέον ρευστό που έλαβαν. Να σημειώσουμε σε αυτό το σημείο ότι λόγω της ιδιαιτερότητας των αμερικανών πολιτών και τις σχέσεις τους με τη Wall Street, ένα σημαντικό, αν όχι όλο το ποσό των επιδομάτων, κατευθύνθηκε στις αγορές των ΗΠΑ σε κάθε λογής προϊόντα. Σε πολλές περιπτώσεις πολλά ποσά δεκαπλασιάστηκαν, σε άλλες χάθηκαν, ωστόσο ένα σημαντικό μέρος παραμένει ζωντανό και αναμένει την επόμενη κίνηση των αγορών.

Συμπερασματικά, την απάντηση θα μας τη δώσει η κατεύθυνση των καταθέσεων και εάν αποφασίσουμε όλοι ότι θα δαπανήσουμε το επιπλέον ποσό της αύξησης των τροφίμων από τα διαθέσιμά μας ή εάν θα αποφασίσουμε να επενδύσουμε σε εταιρείες με υψηλές μερισματικές αποδόσεις και σε ακίνητα για να πάρουμε πίσω τη ζημία από την άνοδο του πληθωρισμού. Επίσης, οι κυβερνήσεις παραμένουν στην πολιτική του «whatever it takes», καθώς το μεγαλύτερο μέρος των ανατιμήσεων καλύπτεται από τους κρατικούς προϋπολογισμούς και την αύξηση των απανταχού επιδομάτων. Βέβαια με επίπτωση στο χρέος των χωρών.

Εδώ τίθεται και το επόμενο μεγάλο ερώτημα, εάν λοιπόν αυξηθεί το χρέος και κατορθώσω να έχω και ανάπτυξη τότε ο λόγος χρέος προς ΑΕΠ πιθανότατα δε θα είναι και τόσο απαγορευτικός, εκτός φυσικά εάν ως χώρα δεν παράγω τίποτε (ξέρετε που πάει αυτό). Το επιπλέον όμως χρήμα που δίνεται από τις κυβερνήσεις δε θα ενισχύει τον πληθωρισμό. Επίσης, εάν συνεχίσουν να ανεβαίνουν οι αγορές θα έχω και πάλι επιπλέον κέρδη, αλλά ακόμα και αν πέσουν οι αγορές πάλι θα έχω κέρδη, καθώς μπορώ να βγάλω εισόδημα από κερδοσκοπικές κινήσεις σε παράγωγα. Και αυτά που μάθαμε για το τέρας του πληθωρισμού; Στην ουσία αυτό που διαφαίνεται είναι ότι οι βασικοί κανόνες μπορούν να αλλάξουν και πάλι και όλα αυτά έχουν να κάνουν με τις κοινωνικοπολιτικές συνθήκες κάθε λαού. Εξάλλου, όπως έχω αναφέρει και σε παλαιότερα άρθρα μου η άνοδος του πληθωρισμού θα διαγράψει έμμεσα το πραγματικό χρέος των χωρών και φυσικά την ψευδαίσθηση του χρήματος.

Μελετώντας πως ανταποκρίνονται σε κάθε κρίση οι πολίτες μπορούμε να καταλάβουμε πως θα αντιδράσουν και οι οικονομίες των χωρών. Οι αμερικάνοι πολίτες για παράδειγμα δεν πρόκειται να μην επενδύσουν χρήματα στην Wall Street, καθώς αυτό κάνουν αιώνες τώρα. Oι γερμανοί είναι πιο συντηρητικοί (δεν έχουν ούτε ένα πακέτο μακαρόνια στην αποθήκη τους-πρέπει να τους το πούνε για να αγοράσουν). Οι έλληνες έχουμε επιβιώσει με έναν μαγικό τρόπο και συνεχώς βρίσκουμε τρόπους να διατηρούμε το βιοτικό μας επίπεδο με διάφορες αλχημείες και με τις συντάξεις των παππούδων μας (το πρόβλημα θα αμβλυνθεί στη χώρα μας όταν αποβιώσουν και οι τελευταίοι συνταξιούχοι και μείνουμε με βασικό μισθό στα 700 ευρώ, κάτι όχι πολύ μακρινό).

Στο προηγούμενο μας άρθρο με τίτλο,«Πόσο μας επηρεάζει η επισιτιστική κρίση» αναφέρουμε αναλυτικά το πρόβλημα που αντιμετωπίζει η παγκόσμια κοινότητα και περισσότερο η χώρα μας που αποτελεί το «μαύρο πρόβατο» του πλανήτη με το τεράστιο χρέος της να αυξάνεται αλματωδώς έπειτα από τις τεράστιες οικονομικές επιδοματικές πολιτικές, λόγω των δύο απανωτών κρίσεων. Παρά το γεγονός ότι η Ελλάδα έλαβε 100 δισ. Ευρώ από τα χρέη της, το χρέος εξακολούθησε να αυξάνεται. Το 2007, πριν από την κρίση, ο δείκτης χρέους προς ΑΕΠ του έθνους ήταν 103,7%. Αυτό θα μπορούσε να θεωρηθεί τότε αρκετά υψηλό σε σχέση με τις υπόλοιπες οικονομίες του πλανήτη.

Ωστόσο, μετά την περικοπή από τον πιστωτή, τη βοήθεια από το ΔΝΤ και τα δάνεια της ΕΚΤ, ο δείκτης χρέους προς ΑΕΠ της Ελλάδας ανήλθε στο 178,6%, φθάνοντας το 180,8% το 2016 και σήμερα φιγουράρει εκ νέου σε νέα υψηλά, στο 233,4%, καθώς το ΑΕΠ μας επιδεινώνεται και αν συνεχίσει και άλλο ή σχέση του με το χρέος θα εκτιναχθεί. Σύμφωνα με τις αισιόδοξες εκτιμήσεις της κυβέρνησης η ελληνική οικονομία θα αναπτύσσεται συνεχώς, με αποτέλεσμα να μειώνεται ο λόγος χρέος προς ΑΕΠ. Συγκεκριμένα, το οικονομικό επιτελείο προβλέπει χρέος 180,2% του ΑΕΠ το 2022(μάλλον αδύνατο με τα σημερινά δεδομένα), 168,6% το 2023, 155,2% το 2024 και 146,5% το 2025.

Η χώρα μας αντιμετωπίζει μια ακόμα μεγάλη κρίση μέσα σε δύο χρόνια. Οι προκλήσεις είναι πολλές και πρέπει άμεσα να ξεφύγουμε από τις πολιτικές που επιδείνωσαν την εικόνα μας ανά τους αιώνες. Σίγουρα όποια κατάληξη και αν έχουν οι εικόνες, που θα ρυθμίσουν την επόμενη ημέρα των αγορών και των οικονομιών του πλανήτη, το ερώτημα που τίθεται είναι πόσο έτοιμοι είμαστε να δουλέψουμε ως χώρα και με ποιούς, για την ενεργειακή μας αυτάρκεια, την επισιτιστική μας επάρκεια και την ασφάλεια μας σε σχέση με τους γεωπολιτικούς κινδύνους που προκύπτουν ανά πάσα στιγμή. Το whatever it takes μας στηρίζει, αλλά πρέπει και εμείς να είμαστε προετοιμασμένοι για την επόμενη ημέρα, που εάν δεν πέσει ένας κομήτης, δεν έρθουν να μας καταλάβουν οι εξωγήινοι και δεν πέσει η πυρηνική βόμβα, θα κληθούμε και πάλι να πληρώσουμε τον λογαριασμό, όσοι έχουμε απομείνει ενεργοί στην χώρα μας προσδοκώντας ότι κάτι επιτέλους θα αλλάξει.

* Ο Μιχάλης Τουτζιάρης είναι χρηματιστηριακός αναλυτής