Το κρίσιμο σταυροδρόμι, το κυπριακό παζάρι και τα συμφέροντα που καθυστερούν το project
Shutterstock
Shutterstock
Καλώδιο Ελλάδας - Κύπρου

Το κρίσιμο σταυροδρόμι, το κυπριακό παζάρι και τα συμφέροντα που καθυστερούν το project

Τη βούληση όλων των πλευρών να προχωρήσουν το έργο επιβεβαίωσε η χθεσινή τηλεδιάσκεψη μεταξύ της Ελλάδας, της Κύπρου και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το καλώδιο Ελλάδας–Κύπρου, χωρίς ωστόσο να διαλύσει το «σύννεφο» αβεβαιότητας που το περιβάλλει εδώ και μήνες.

Στη σύσκεψη συμμετείχαν ο Έλληνας υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας Σταύρος Παπασταύρου, ο Κύπριος υπουργός Ενέργειας Γιώργος Παπαναστασίου και ο Επίτροπος Ενέργειας της Κομισιόν Νταν Γιόργκενσεν. Σύμφωνα με πληροφορίες, η τηλεδιάσκεψη είχε χαρακτήρα συνολικής αποτίμησης της προόδου, ενώ επαναβεβαιώθηκε η κοινή πρόθεση για συνεργασία σε «πνεύμα ενότητας και αμοιβαίας εμπιστοσύνης».

Ο Επίτροπος Ενέργειας, λίγες ώρες πριν από τη συνάντηση, υπογράμμισε τη στρατηγική σημασία του έργου για την Ε.Ε., τονίζοντας ότι «παραμένει προτεραιότητα» και πως «εργάζεται προσωπικά για την απεμπλοκή του», αφήνοντας σαφώς να εννοηθεί ότι, εάν η στασιμότητα συνεχιστεί, το ζήτημα θα φτάσει μέχρι την πρόεδρο της Κομισιόν, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν. Οι πρόσφατες δηλώσεις της ίδιας για τις «ενεργειακές λεωφόρους» της Ευρώπης δείχνουν άλλωστε το ειδικό βάρος του GSI για τις Βρυξέλλες.

Οι ανοιχτές εκκρεμότητες και η πίεση από την Κομισιόν

Παρά τη θετική ρητορική, το έργο εξακολουθεί να αντιμετωπίζει μια σειρά από τεχνικές και οικονομικές εκκρεμότητες. Ο ΑΔΜΗΕ, που έχει αναλάβει την υλοποίηση από το 2023, έχει ήδη καταβάλει περίπου 300 εκατ. ευρώ στην κατασκευάστρια Nexans, ωστόσο η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας Κύπρου (ΡΑΕΚ) έχει αναγνωρίσει προς το παρόν μόνο 82 εκατ. ευρώ ως επιλέξιμες δαπάνες. Το υπόλοιπο ποσό και η κατανομή του κόστους μεταξύ των δύο χωρών παραμένουν αντικείμενο διαπραγμάτευσης.

Σήμερα το πρωί πραγματοποιήθηκε νέα τηλεδιάσκεψη μεταξύ ΡΑΑΕΥ, ΡΑΕΚ και ΑΔΜΗΕ, υπό τον υφυπουργό Ενέργειας Νίκο Τσάφο, προκειμένου να καθοριστεί το πλαίσιο οικονομικής συνεισφοράς και να επιταχυνθεί η ολοκλήρωση των ρυθμιστικών εγκρίσεων. Η Κομισιόν, που έχει επιδοτήσει το έργο με 657 εκατ. ευρώ, ασκεί αυξανόμενη πίεση για επίλυση των διαφορών και αποφυγή καθυστερήσεων, καθώς σχεδιάζει ευρύτερη στρατηγική ενεργειακής ενοποίησης στην Ανατολική Μεσόγειο.

Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκε και ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, ο οποίος από το βήμα της Βουλής εξέφρασε την πλήρη στήριξη της ελληνικής κυβέρνησης, αναφέροντας ότι σε συνεννόηση με τον πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας έχει χαραχθεί συγκεκριμένος «οδικός χάρτης» για την υπέρβαση των εμποδίων.

Η «διγλωσσία» της Κύπρου και τα εσωτερικά συμφέροντα

Παρά το γεγονός ότι το GSI αναγνωρίζεται διεθνώς ως έργο–σταθμός για την ενεργειακή ασφάλεια της Κύπρου, η στάση της Λευκωσίας χαρακτηρίζεται από διστακτικότητα και εσωτερικές αντιφάσεις. Επισήμως, οι ενστάσεις εστιάζουν στο οικονομικό σκέλος – κυρίως στο πώς θα επιμεριστούν τα κόστη και τα οφέλη της επένδυσης. Ωστόσο, σύμφωνα με καλά πληροφορημένες πηγές, πίσω από την επιφυλακτικότητα κρύβεται ένα ισχυρό πλέγμα συμφερόντων που βλέπει το έργο ως απειλή.

Πρώτοι στη λίστα βρίσκονται οι εισαγωγείς καυσίμων, καθώς σήμερα, περίπου το 90% της κυπριακής ηλεκτροπαραγωγής βασίζεται σε πετρελαιοειδή, με εισαγωγές που ξεπερνούν τα 600 εκατ. ευρώ ετησίως. Η ηλεκτρική διασύνδεση με την Ελλάδα θα μπορούσε να μειώσει δραστικά αυτή την εξάρτηση, πλήττοντας τα έσοδα των επιχειρηματικών ομίλων που δραστηριοποιούνται στον τομέα.

Επιπλέον, η αγορά ηλεκτρισμού της Κύπρου χαρακτηρίζεται από ολιγοπωλιακή δομή, με κυρίαρχη την ΑΗΚ. Η είσοδος φθηνής ενέργειας από την Ελλάδα θα ενισχύσει τον ανταγωνισμό και θα πιέσει τα περιθώρια κερδοφορίας των σημερινών παικτών. Αντίστοιχα, και οι παραγωγοί Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας επωφελούνται σήμερα από υψηλές τιμές, που δύσκολα θα διατηρηθούν μετά τη διασύνδεση.

Τέλος, μέρος της ενεργειακής γραφειοκρατίας στη Λευκωσία προωθεί τη λύση του LNG ή της αξιοποίησης των εγχώριων κοιτασμάτων φυσικού αερίου, επιλογές που όμως συντηρούν τη χώρα σε ενεργειακή απομόνωση και εξάρτηση από ακριβές πρώτες ύλες.

Ένα έργο με στρατηγική σημασία και πολιτικό βάρος

Το Great Sea Interconnector δεν είναι απλώς ένα ενεργειακό έργο, αλλά μια υποδομή στρατηγικού χαρακτήρα για ολόκληρη την περιοχή. Αναμένεται να ενώσει ηλεκτρικά τρεις χώρες –Ελλάδα, Κύπρο και Ισραήλ– και εντάσσει την Κύπρο στο ευρωπαϊκό δίκτυο ηλεκτρικής ενέργειας, μειώνοντας την εξάρτησή της από τα ορυκτά καύσιμα και ενισχύοντας την ασφάλεια εφοδιασμού.

Ωστόσο, όσο οι εσωτερικές αντιστάσεις στη Λευκωσία παραμένουν, το έργο θα κινδυνεύει να παραμένει σε μια «γκρίζα ζώνη» ανάμεσα στη βούληση και την αμφιθυμία.

Και ενώ η Ευρώπη βλέπει στο GSI έναν κρίσιμο κρίκο των μελλοντικών «ενεργειακών λεωφόρων», η Κύπρος καλείται να αποφασίσει αν θα σταθεί στο ύψος αυτής της ιστορικής ευκαιρίας — ή αν θα παραμείνει εγκλωβισμένη στα ίδια συμφέροντα που την κρατούν ενεργειακά απομονωμένη.