Συζήτηση στη βουλή: Κάντε συγκρίσεις, βγάλτε συμπεράσματα

Στις συζητήσεις των αρχηγών κομμάτων στη βουλή οι πολίτες, άμεσα ή έμμεσα, διαμορφώνουν τις απόψεις τους για το επίπεδο αυτών που συμμετέχουν. Είθισται οι πρωτολογίες να είναι ήπιες και στη συνέχεια να ανάβουν τα αίματα. Όμως αυτό που μετρά είναι στο τέλος αυτής της διαδικασίας τι μένει στον τηλεθεατή. Ποιος κερδίζει τις εντυπώσεις και κυρίως ποιος θεωρείται ο πιο ικανός για να κυβερνήσει.

Στις συζητήσεις που αφορούν την εξωτερική πολιτική πάντα συγκρούεται ο ρεαλισμός με τη συνθηματολογία. Ό,τιδήποτε κινείται ενδιαμέσως χάνεται. Και στη χθεσινή συζήτηση στη βουλή τον ρεαλισμό εξέφραζε η κυβέρνηση και τη συνθηματολογία το ΚΚΕ. Για τους υπόλοιπους δεν έχω να πω τίποτα διότι και αυτοί δεν είχαν να πουν τίποτα. 

Συνεπώς ο πρωθυπουργός έπαιξε χωρίς αντίπαλο. 

Θα πει κάποιος πως υπάρχουν και οι πρώην πρωθυπουργοί που έχουν τις δικές τους απόψεις για ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, καθώς κουβαλούν τα πεπραγμένα τους. Σωστό, μόνον που οι καταστάσεις όταν αυτοί κυβερνούσαν ήταν εντελώς διαφορετικές απ΄ότι σήμερα. Τότε, στη δεκαετία του 2000 στην Τουρκία ο Ερντογάν αγωνιζόταν να στερεώσει την εξουσία του απέναντι στο κεμαλικό κατεστημένο, ενώ υπήρχε το ενδιαφέρον για τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό της χώρας του. Η «γαλάζια πατρίδα» δεν υπήρχε. Έτσι και η πτώση του αεροπλάνου του Ηλιάκη δεν προσέλαβε τις διαστάσεις του θερμού επεισοδίου και ύπαρξη του casus belli δεν απέτρεψε την κουμπαριά του τότε Έλληνα πρωθυπουργού με τον Ερντογάν. 

Συνεπώς συγκρίσεις που συνοδεύονται με αιχμές για τον πατριωτισμό του σημερινού πρωθυπουργού είναι λίαν επιεικώς άστοχες, αν δεν αποβλέπουν στην υπονόμευσή του. 

Αυτό το καθεστώς των περιορισμένων ελληνοτουρκικών εντάσεων συνεχίστηκε μέχρι και την απόπειρα πραξικοπήματος στην Τουρκία τον Ιούλιο του 2016. Έτσι, για να μην πουλάνε κάποιοι τζάμπα μαγκιές τα ήρεμα νερά εκείνης της περιόδου 2000-2016 δεν οφειλόταν στην επίδειξη πυγμής των ελληνικών κυβερνήσεων αλλά στις ανάγκες της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής. Η πατρίδα μας σταθερά εκινείτο και εξακολουθεί να κινείται επάνω στην εθνική γραμμή της μιας και μοναδικής ελληνοτουρκικής διαφοράς. 

Από το αποτυχημένο πραξικόπημα και μετά ο Ερντογάν αναγκάστηκε να στηριχτεί στον εθνικιστή Μπαχτσελί καθώς θεώρησε υποκινητή της απόπειρας ανατροπής του τον μέντορά του Γκιουλέν. Τότε άλλαξε και η συμπεριφορά του απέναντι στην Ελλάδα. Έγινε επιθετική υιοθετώντας τα συνθήματα και τις πρακτικές του ακραίου κεμαλισμού. 

Μέσα σε αυτό το νέο περιβάλλον κινήθηκε η κυβέρνηση Μητσοτάκη. Έτσι οι εξοπλισμοί και η βελτίωση της διεθνούς εικόνας της πατρίδας μας ήταν τα απαραίτητα όπλα για να αντιμετωπιστούν οι τουρκικές προκλήσεις, πάντα σε συνδυασμό με την πανθομολογούμενη οικονομική ανάκαμψη. 

Οι πολιτικοί αντίπαλοι της κυβέρνησης έχουν μείνει από όπλα στα θέματα εξωτερικής πολιτικής. Η Ελλάδα είναι ένας απολύτως αξιόπιστος σύμμαχος απαραίτητος για κάθε πλανητάρχη, ο οποίος εστιάζει την προσοχή του πρωτίστως αυτή την περίοδο στη νοτιοανατολική Μεσόγειο. Μαζί με την Κυπριακή Δημοκρατία, η ελληνική κυβέρνηση έχει αποδείξει στην πράξη πως αποτελεί παράγοντα σταθερότητας και ασφάλειας σε αυτή την περιοχή. 

Το ερώτημα που μπαίνει κάθε φορά μετά από τέτοιες κοινοβουλευτικές συζητήσεις σε επίπεδο αρχηγών είναι ένα: ποιον εμπιστεύεστε στον χειρισμό των θεμάτων της εξωτερικής μας πολιτικής;