Προφανώς, ο Νίκος Ανδρουλάκης, θα υπερψηφίσει τα μέτρα του Κυριάκου Μητσοτάκη. Δεν μπορεί να κάνει διαφορετικά. Εμμέσως αλλά εντελώς σαφώς θα παραδεχτεί πως τα μέτρα μείωσης των άμεσων φόρων συμφέρουν τους πολίτες/φορολογουμένους. Τα μέτρα θα επικυρωθούν στη Βουλή την εποχή που συζητείται ο προϋπολογισμός και τα σχετικά με τη φορολογία του επομένου έτους, άρα θα τεθούν εντός της «μεγάλης εικόνας» που οφείλει κάθε έντιμος πολίτης να εξετάζει προκειμένου να διαμορφώνει γνώμη πέραν εκείνης που έχει για το «τι συμφέρει τον ίδιο». Σε τελευταία ανάλυση, πρώτα πτώχευσε το κράτος και μετά ο καθένας μας ξεχωριστά. Καλόν είναι να μην το ξεχνούμε...
Αφού λοιπόν αυτά θα εγκριθούν και από το ΠΑΣΟΚ, είναι λογικό να υποθέσουμε πως ό,τι άλλο πρότεινε στη Θεσσαλονίκη ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, με όποιο κόστος για τον προϋπολογισμό έχει το καθένα, θα πρέπει να προστεθεί στον λογαριασμό Μητσοτάκη. Μια απλή πρόσθεση δείχνει ότι όλα μαζί είναι πάρα πολλά, άρα κάτι πρέπει να κρατήσουμε και κάποια όχι.
Μέχρις εδώ συμφωνούμε όλοι γιατί πρόκειται για κοινή λογική και το ΠΑΣΟΚ θέλει να αναγνωριστεί ως κόμμα εξουσίας και στοιχειώδους λογικής. Δεν έχει άλλωστε πει κανέναν από τα στελέχη του κάτι που να μοιάζει «δεν μας νοιάζει τι προβλέπουν οι δημοσιονομικοί κανόνες της Ευρωζώνης».
Ούτε έχει ισχυριστεί κάποιος πως «εμείς, στο ΠΑΣΟΚ» υποστηρίζουμε τα μέτρα κι ας μηδενίσουν ολόκληρο το πρωτογενές πλεόνασμα που πρέπει να πετυχαίνει η Ελλάδα για να διατηρεί το αξιόχρεο του χρέους, δηλαδή του κράτους.
Προφανώς, δεν υπάρχει κάποιος στο κόμμα της έστω μικρής αλλά πάντως αξιωματικής αντιπολίτευσης ότι δεν υπάρχει πρόβλημα αν ο κρατικός προϋπολογισμός χρειαστεί να στηριχθεί σε νέο δανεισμό, που θα μεγαλώσει το σημερινό δημόσιο χρέος, προκειμένου να χρηματοδοτηθούν τα μέτρα Ανδρουλάκη σε περίπτωση που η εφαρμογή τους προκαλέσει ελλείμματα στον προϋπολογισμό.
Υποθέτω ότι έχουν συμφωνήσει όλα τα στελέχη του κ. Ανδρουλάκη πως η χρησιμοποίηση της ρήτρας διαφυγής, που επιτρέπει σε ένα κράτος να ξεπεράσει το ετήσιο όριο αύξησης των δαπανών του, καλώς θα χρησιμεύσει στη χρηματοδότηση της αυξημένης αμυντικής/εξοπλιστικής προσπάθειας, άρα δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για άλλους σκοπούς όσο κι αν αυτοί θεωρούνται «κοινωνικώς δίκαιοι».
Τέλος, αλλά εξαιρετικά σημαντικό, είναι ότι το ΠΑΣΟΚ έχει συμφωνήσει πως, όπως προβλέπει τόσο ο ιδρυτικός νόμος του 2014 αλλά και ο τροποποιητικός του Ιουλίου 2025, το Ελληνικό Δημοσιονομικό Συμβούλιο «αξιολογεί και ποσοτικοποιεί τον δημοσιονομικό αντίκτυπο που αναμένεται να έχουν οι προτάσεις που περιλαμβάνονται στα προγράμματα των πολιτικών κομμάτων κατόπιν αιτήματός τους». Είναι προφανές ότι έχει ήδη αναλάβει την υποχρέωση να ζητήσει να κοστολογηθούν οι προτάσεις του, ώστε να έχουμε μια «τρίτη» έγκυρη γνώμη για το ρεαλιστικόν των προτάσεών του, πέραν εκείνης που δίνουν τα ίδια τα στελέχη του ΠΑΣΟΚ ή της κυβέρνησης.
Όλα αυτά θα πρέπει να γίνουν στη διάρκεια των επόμενων τριών μηνών, μέχρι δηλαδή την κρίσιμη ψήφιση του προϋπολογισμού για το 2026. Δεν είναι δύσκολο, αλλά θα είναι η πρώτη φορά που θα γίνει κάτι παρόμοιο. Ούτε είναι σίγουρο ότι και η ίδια η κυβερνητική πλειοψηφία, η οποία εισηγήθηκε και ενέκρινε τον σχετικό νόμο το καλοκαίρι ετούτο, θα τον εφαρμόσει με την αναμενόμενη αυστηρότητα.
Άλλωστε το ίδιο το Δημοσιονομικό Συμβούλιο παραμένει, δέκα χρόνια μετά την ίδρυσή του ένα αφανές και χωρίς μετρήσιμες δυνατότητες όργανο, όταν θα έπρεπε να είναι πανέτοιμο να δράσει προς όφελος των πολιτών. Ιδίως εκείνων που θέλουν να διαμορφώσουν ανεξάρτητη και εμπεδωμένη γνώμη για όσα λένε κόμματα και κυβέρνηση περί των δημοσιονομικών αντοχών και προτεραιοτήτων.