Ο Ευάγγελος Βενιζέλος χαρακτήρισε πρόσφατα την Ελλάδα «μη κυβερνήσιμη χώρα». Λόγω της έλλειψης εμπιστοσύνης των πολιτών προς τους βασικούς θεσμούς, αλλά και της πλήρους αδυναμίας μας να συνομιλήσουμε μεταξύ μας. Εγώ (δίχως να είμαι Βενιζέλος) προσθέτω έναν ακόμα λόγο. Η Ελλάδα δεν είναι κυβερνήσιμη διότι οι Έλληνες έχουν καταληφθεί από ένα μαζικό συναίσθημα αυτολύπησης, αυτοοικτιρμού και αυτομαστιγώματος, που μετατρέπει κάθε απόπειρα διακυβέρνησης τους και σταδιακής επίλυσης των προβλημάτων τους σε ματαιότητα. Δεν το λέω εγώ, το λένε τα στοιχεία της Eurostat.
Υποθέτω ότι κάτι έχετε ήδη διαβάσει για την έκθεση της Eurostat
αναφορικά με τον περίφημο «δείκτη υποκειμενικής φτώχειας» που βγάζει κάθε χρόνο. (Η «υποκειμενική φτώχεια» προκύπτει από την άποψη που έχουν οι ίδιοι οι ερωτώμενοι περί της οικονομικής τους κατάστασης, ανεξαρτήτως αντικειμενικών στοιχείων.)
Δημοσιεύτηκε την προηγούμενη βδομάδα η έκθεση για το 2024, από την οποία προκύπτει ότι εμείς οι Έλληνες είμαστε οι υπερπρωταθλητές της Ευρώπης στην υποκειμενική φτώχεια. Το 66,8% των Ελλήνων κατατάσσει τον εαυτό του στους φτωχούς, σ’ αυτούς που αδυνατούν να τα βγάλουν πέρα. Στην ίδια έκθεση, ο ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι στο 17,4%.
Αν το εκλαϊκεύσουμε, θεωρούμε τον εαυτό μας τέσσερις φορές πιο φτωχό από τον ευρωπαίο εταίρο μας. Ή για να ακριβολογήσω, στους 10 Έλληνες οι 7 αυτοκατατάσσονται στους φτωχούς, ενώ στους 10 Ευρωπαίους το κάνουν λιγότεροι από 2. Η απόσταση είναι χαοτική, αν σκεφτούμε ότι μια πολιτική που ανεβάζει οικονομικό σκαλί στο μόλις 0,5% ενός πληθυσμού, θεωρείται εξαιρετικά επιτυχημένη. Είμαστε άρα, οι μακράν πιο δυστυχισμένοι μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, καθώς δεύτεροι στην «υποκειμενική φτώχεια» είναι οι Βούλγαροι με ποσοστό 37,4%, δηλαδή στο μισό δικό μας.
Θα πείτε, είναι λογικό να είμαστε οι πιο δυστυχισμένοι, αφού είμαστε οι μακράν φτωχότεροι. Μισό λεπτό. Άλλο τι νιώθουμε και δηλώνουμε, κι άλλο τι είμαστε (πάντα με βάση τα στοιχεία). Η ΕΛΣΤΑΤ (που είναι παράρτημα της Eurostat, με την ίδια ακριβώς μεθοδολογία) τοποθετεί το ποσοστό του ελληνικού πληθυσμού που αντικειμενικά διαβιεί σε συνθήκες φτώχειας στο 19,6%. Ένας στους πέντε. Δεν είναι λίγο. Από το 19,6% της αντικειμενικής φτώχειας μέχρι το 66,8% της υποκειμενικής, το χάντικαπ είναι πραγματικά εξωφρενικό.
Αν παρατηρήσετε τον πίνακα, υπάρχουν ευρωπαϊκοί λαοί που δηλώνουν φτωχοί πάνω από τον μέσο όρο της φτώχειας και λαοί που δηλώνουν πολύ κάτω απ’ αυτόν. Σαν να λέμε (με όλες τις απλουστεύσεις που εμπεριέχει το συμπέρασμα αυτό), ότι υπάρχουν λαοί που νιώθουν φτωχότεροι κι άλλοι που αισθάνονται πλουσιότεροι, απ’ όσο πραγματικά είναι. Αν το πάρουμε ψυχαναλυτικά, υπάρχουν λαοί που προτιμούν ή χαίρονται να νιώθουν φτωχοί, και λαοί που χαίρονται να νιώθουν πλούσιοι. Πάει και αντίστροφα. Υπάρχουν λαοί που ντρέπονται να δηλώνουν φτωχοί, όπως και λαοί που αποφεύγουν όπως ο διάολος το λιβάνι να πουν ότι είναι καλά, ακόμα κι αν η κατάσταση τους είναι ικανοποιητική.
Ξέρω ότι κάποιοι εξοργίζεστε μ’ αυτά που γράφω. Λογικό το θεωρώ. Η χειρότερη βρισιά για κάποιον που νιώθει φτωχός, είναι να του πεις είτε ότι δεν είναι, είτε ότι δεν είναι τόσο φτωχός όσο πιστεύει. Πλην αντί να τα βάζετε μαζί μου, κάντε μήνυση στην Eurostat και στην ΕΛΣΤΑΤ. Και μην μου επιχειρηματολογείτε υπέρ του δικού μας 66,8% έναντι του 37,4% των Βουλγάρων, διότι δεν υπάρχουν διπλάσιοι Έλληνες φτωχοί (σε ποσοστό του πληθυσμού) από Βούλγαρους φτωχούς. Δείτε όποιον δείκτη γουστάρετε ή απλώς κάντε μια βόλτα ως εκεί πάνω. Πρόσφατα είδα μια ανταπόκριση από την Σόφια, για μια έρευνα στην οποία το 71% των Βουλγάρων θεωρούν την Ελλάδα «χώρα των ονείρων τους». Το γράφω για να αντιληφθούμε πόσο αντιφατικά είναι τα «υποκειμενικά».
Μήπως επίσης να αναρωτηθούμε τι διάολο έκαναν οι πρώην Ανατολικοί που ως το 1990 ψωμολυσσούσαν και 35 χρόνια αργότερα είναι (και νιώθουν) πολύ πλουσιότεροι από μας; Μην και έκαναν μεταρρυθμίσεις; Μην και στηρίχθηκαν στον ιδιωτικό τομέα, αντί για τον κρατικό; Ρωτώ απλώς.
Όμως συμφωνούμε σ’ ένα πράγμα. Ότι ένας λαός που στο 66,8% του νιώθει άπορος, δεν είναι κυβερνήσιμος. Καθότι ο άπορος είναι οργισμένος. Και ο οργισμένος, δεν θέλει να κυβερνηθεί, να τα σπάσει θέλει. Κι αφού τα σπάσει, τι; Ε, καλά, θα δούμε…

