Η ηγεμονία του χρυσού δια στόματος J.P. Morgan
Shutterstock
Shutterstock

Η ηγεμονία του χρυσού δια στόματος J.P. Morgan

Η φράση του θρυλικού Αμερικανού τραπεζίτη J.P. Morgan (1837–1913), και ιδρυτή του ομώνυμου τραπεζικού κολοσσού, «Gold is money, everything else is credit», που αποτύπωνε την ουσία της αντίληψής του για το χρήμα, σε μια εποχή όπου ο χρυσός αποτελούσε το θεμέλιο του νομισματικού συστήματος, αποκτά ξεχωριστή επικαιρότητα σήμερα.

Ουσιαστικά ο J.P. Morgan υποστήριζε τότε ότι μόνο ο χρυσός είναι αληθινό χρήμα, καθώς δεν εξαρτάται από υποσχέσεις πληρωμής. Σε αντίθεση με τα νομίσματα και τα ομόλογα τα οποία στηρίζονται αποκλειστικά στην «υπόσχεση αποπληρωμής» ή στην «πίστωση» από τον εκδότη. Δηλαδή οτιδήποτε άλλο πέραν του χρυσού, εξαρτάται από την «εμπιστοσύνη» προς τον εκδότη της πίστωσης.  

Γι’ αυτόν τον λόγο σε εκείνη την ιστορικής σημασίας κατάθεση του στην Επιτροπή Pujo του Αμερικανικού Κογκρέσου το 1912, όταν είχε ερωτηθεί κατά πόσον η τραπεζική πίστωση, δηλαδή ο τραπεζικός δανεισμός βασίζεται στο χρήμα ή στην περιουσία, είχε απαντήσει με την εξ ίσου κλασσική ρήση «το πρώτο πράγμα είναι ο χαρακτήρας». Υπογραμμίζοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο ότι η αξιοπιστία ενός δανειολήπτη υπερισχύει της υλικής εξασφάλισης του δανείου.

Καμιά από τις δύο ρήσεις του, δεν αποτελούσε τότε υπερβολή. Το 1912, οι ΗΠΑ λειτουργούσαν υπό το καθεστώς του χρυσού κανόνα, όπου το δολάριο ήταν άμεσα μετατρέψιμο σε χρυσό. Ο J.P. Morgan, που είχε διασώσει το Υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ το 1895 παρέχοντας $62 εκατ. σε χρυσό κατά τη διάρκεια μιας κρίσης, γνώριζε από πρώτο χέρι το  πόσο εύθραυστο και ευάλωτο είναι το σύστημα. Μέσω των απαντήσεων του στο Κογκρέσο, υπογράμμιζε μια θεμελιώδη διαχρονική αλήθεια. Ότι σε περιόδους κρίσης, η εμπιστοσύνη στο νόμισμα εξανεμίζεται, ενώ ο χρυσός παραμένει η απόλυτη αποθετική αξία. Και ότι πάνω από όλα, η εμπιστοσύνη είναι η βάση της οικονομίας.

Περισσότερο από έναν αιώνα αργότερα, τα λόγια του J.P. Morgan εξακολουθούν να φαίνονται προφητικά. 

Η παγκόσμια προσφορά χρήματος M2, που περιλαμβάνει μετρητά, καταθέσεις όψεως και βραχυπρόθεσμες αποταμιεύσεις, πλησιάζει τα $140 τρισ., με αύξηση $8-11 τρισ. μόλις μέσα στο τελευταίο εξάμηνο. Σημειώνοντας δηλαδή μια ποσοστιαία άνοδο της τάξης του 8%. Την μεγαλύτερη από την εποχή της πανδημίας (2020-2021). 

Με το παγκόσμιο χρέος να κυμαίνεται μεταξύ $324 τρισ. και $338 τρισ. εμφανίζοντας μια ετήσια αύξηση της τάξης  του 4%-6%, και την αναλογία Χρέους/ΑΕΠ στο 235%, η πίεση για νομισματική επέκταση είναι συντριπτική. Με αποτέλεσμα, η εμπιστοσύνη τόσο απέναντι στο αμερικανικό δολάριο, όσο και στα υπόλοιπα νομίσματα να κλονίζεται. Οδηγώντας τον χρυσό και πάλι στον θρόνο του.

Επομένως, από την μια πλευρά της ζυγαριάς βλέπουμε ότι η παγκόσμια ρευστότητα επεκτείνεται με πρωτοφανούς ρυθμούς, αντλώντας «καύσιμα» από τις πολιτικές των κεντρικών τραπεζών και από την άλλη πλευρά τα παγκόσμια χρέη καλπάζουν χάρη στις άφρονες δημοσιονομικές πολιτικές των κρατών. 

Η αύξηση της M2 δεν είναι τυχαία. Οι κεντρικές τράπεζες, όπως η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ (Fed), η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) και η Τράπεζα της Ιαπωνίας (BoJ), επιβραδύνουν την ποσοτική σύσφιξη ή ενισχύουν τη χαλαρή νομισματική πολιτική. Η Fed, για παράδειγμα, έχει μειώσει τον ισολογισμό της από το υψηλό των $9 τρισ., ωστόσο συντηρεί τη ρευστότητα. Στην Κίνα, τα μέτρα στήριξης της οικονομίας εν μέσω ασθενούς ανάπτυξης, έχουν συμβάλει εξ ίσου σημαντικά στην «υπερτροφία» των δεξαμενών ρευστότητας. 

Το παγκόσμιο χρέος, με την αναλογία του ως προς το ΑΕΠ να βρίσκεται όπως προαναφέραμε στο 235%, αναγκάζει τις κυβερνήσεις να προβαίνουν ολοένα και σε περισσότερες εκδόσεις ομολόγων, δηλαδή σε μεγαλύτερο και περισσότερο χρέος για να καλύψουν το κόστος των τόκων. Το χρέος των ΗΠΑ, για παράδειγμα, έχει ξεπεράσει τα $38 τρισ. τον Οκτώβριο του 2025.

Επιπρόσθετα, η ταχύτητα του χρήματος παραμένει χαμηλή (1,2 παγκοσμίως), πράγμα που δείχνει ότι η νέα ρευστότητα δεν τροφοδοτεί ακόμα τον πληθωρισμό των καταναλωτικών τιμών,  με τον CPI να είναι στο 0,2% μηνιαίως, αλλά κατευθύνεται στην απόκτηση περιουσιακών στοιχείων. Τροφοδοτώντας ένα εκρηκτικό ράλι διαρκείας στα χρηματιστήρια. Αποδεικνύοντας ότι η υψηλή ρευστότητα δεν στρέφεται στην ανάπτυξη και στις πραγματικές επενδύσεις, αλλά στην κερδοσκοπία και στην παραγωγή υπεραξιών.

Η πιο ανησυχητική πτυχή του προβλήματος είναι η πλήρης διάβρωση της νομισματικής εμπιστοσύνης. Όχι μόνο οι επενδυτές, αλλά και οι απλοί πολίτες ανησυχούν για τα δολάρια, τα ευρώ, ή τις στερλίνες που έχουν στην τσέπη τους και στους τραπεζικούς λογαριασμούς τους. Ταυτόχρονα το υπέρμετρο ύψος του παγκόσμιου χρέους και οι ακολουθούμενες πολιτικές από τις κυβερνήσεις σε όλον τον κόσμο, καθιστούν τη «λιτότητα» και την «χρεωκοπία», μη επιθυμητές και μη βιώσιμες επιλογές. Με αποτέλεσμα η συνέχιση της νομισματικής επέκτασης να φαντάζει ως ο μοναδικός δρόμος με την μικρότερη αντίσταση.

Επομένως, δικαίως οι επενδυτές αγοράζουν με ανεξέλεγκτο τρόπο περιουσιακά στοιχεία, με την υπερβολική ζήτηση να εκσφενδονίζει τις τιμές στην στρατόσφαιρα. Καθώς πιθανότατα να μην είναι μόνο η προσδοκία του κέρδους που καθοδηγεί αυτές τις επενδυτικές επιλογές, αλλά η επιθυμία «να μην χάσουν τα λεφτά την αξία τους», μέσω της συνεχούς υποτίμησης των νομισμάτων και της παγκόσμιας παγίδας χρέους.

Και έτσι όσοι επιθυμούν «να μην χάσουν τα λεφτά την αξία τους», επενδύουν στον χρυσό, παρέα με τις κεντρικές τράπεζες που και αυτές αυξάνουν τα αποθεματικά τους σε χρυσό, ρευστοποιώντας ομόλογα.