Η παρέμβαση του κράτους επιβάλλεται. Όταν κρίνεται απαραίτητη. Είτε για την εξισορρόπηση της οικονομίας, είτε, ακόμη καλύτερα, για τη θεραπεία ανισορροπιών που ταράζουν την κοινωνία.
Προκαλεί, όμως, ερωτηματικά, όταν εξηγείται κυρίως με κριτήρια εντυπωσιασμού, δηλαδή επιρροής της κοινής γνώμης. Σε κάθε περίπτωση, η κυβέρνηση οφείλει να εξηγεί το σχέδιό της και τις όποιες διορθώσεις επιχειρεί στον εγκεκριμένο από τη Βουλή κρατικό προϋπολογισμό. Υπό κανονικές συνθήκες, ο υπουργός Οικονομικών οφείλει να απευθύνεται στις αρμόδιες επιτροπές του Κοινοβουλίου, τόσο για να τις ενημερώσει, όσο και για να ζητήσει την έγκρισή της για τα σκοπούμενα μέτρα.
Η αντίληψη ότι τα χρήματα του δημόσιου ταμείου «ανήκουν» στην εκάστοτε κυβέρνηση, αυτό το εισαχθέν επί αυταρχικού παπανδρεϊσμού «ό,τι θέλω τα κάνω», δεν αρμόζει σε όσα περιμένει κανείς από τη φιλελεύθερη και σώφρονα διακυβέρνηση Μητσοτάκη.
Ας είναι! Σε τελευταία ανάλυση, κανείς δεν ασχολείται στη χώρα μας με παρόμοια ζητήματα. Εδώ ο Τσακαλώτος «έπεισε» την τρόικα να ξοδεύει κάτι τις από το υπερπλεόνασμα για να κρατά ήσυχο το ποίμνιο.
Φάνηκε άλλωστε περίτρανα στις ανακοινώσεις των κομμάτων της αντιπολίτευσης. Απλώς εξέφρασαν το άγχος τους επειδή δεν είναι εκείνα στο κυβερνητικό κουμάντο να κάνουν τα πολύ χειρότερα που προωθούν δημοσίων και υποκρύπτουν τεχνηέντως.
Κατά τα λοιπά όμως αξίζουν συγχαρητήρια στους συνειδητούς πολίτες. Ιδίως στους μισθωτούς, που συνεχίζουν να ζουν κάτω από το όριο της άνετης διαβίωσης, αλλά και στις επιχειρήσεις, που δημιουργούν πρόσθετη κερδοφορία. Βεβαίως όμως και στο τημ του υπουργείου υπό τον Κωστή Χατζηδάκη. Είναι αυτή μια καλή βάση για την προεξοφλημένη ικανότητα του Κυριάκου Πιερρακάκη να συνεχίσει δημιουργικά στον ίδιο ασφαλή δρόμο.
Πέραν των ίδιων των μέτρων, που είναι απλά και καλώς ζυγισμένα, υπάρχουν τρία πολύ σημαντικά γεγονότα που πρέπει να σημειώσουμε μήπως και δεν χαθούν στον εντυπωσιασμό που προκαλεί το πολιτικό πάρε - δώσε με το δημόσιο χρήμα.
Πρώτον, οι επιδόσεις της πραγματικής οικονομίας υπερακοντίζουν τις ρεαλιστικές δυνατότητές της στη βάση των πραγματοποιημένων επενδύσεων. Αυτό σημαίνει ότι οι επιχειρήσεις, ιδιοκτήτες, στελέχη και εργαζόμενοι, τα καταφέρνουν καλύτερα από όσο τους επιτρέπουν τα μέσα που διαθέτουν. Φαίνεται στην άνοδο του τζίρου, στις βελτιώσεις των αμοιβών, στην αύξηση των κερδών, στοιχεία όλα αυτά που οδηγούν στο πολύ καλύτερο εθνικό προϊόν (ΑΕΠ).
Δεύτερον, οι επιδόσεις της φορολογικής διοίκησης δημιουργούν ένα νέο πρότυπο κρατικής υπευθυνότητας. Ο εκσυγχρονισμός των συναλλαγών, η εισαγωγή αυστηρών ποινών και, τελικά, ο περιορισμός της φοροδιαφυγής υπήρξαν αρκούντως επιδραστικοί παράγοντες για να καμφθεί η δυσαρέσκεια που προκαλεί η αυθαιρεσία της τεκμαρτής φορολόγησης και ο περιορισμός μαύρων εσόδων.
Τρίτον και εξαιρετικά σημαντικό, μια πλειοψηφική μερίδα πολιτών και επιχειρήσεων συμμετέχει πλέον στην ομαλή και αποκαλυπτική συναλλαγή, χρησιμοποιώντας μαζικά τα ηλεκτρονικά μέσα και τις υπηρεσίες οργανωμένων λογιστικών γραφείων. Το κράτος οφείλει πολλά σε αυτή τη μεταστροφή και γι' αυτό πρέπει να δώσει πρόσθετα κίνητρα στην πάντοτε δύσκολη και ακόμη παρούσα μάχη εναντίον της φοροδιαφυγής.
Σε κάθε περίπτωση, η κυβέρνηση αποκτά πλέον την αυτοπεποίθηση αλλά και τα πολιτικά εργαλεία για να πείσει αποτελεσματικότερα τους πολίτες για την καλή δουλειά που γίνεται στα δημοσιονομικά πράγματα και, μέσω αυτής της εμπειρίας, να συνεχίσουν να υποστηρίζουν την εθνική προσπάθεια.
Δεκαπέντε χρόνια μετά, μέρα προς μέρα, από την ελαφρά την καρδία αναγγελία της επερχόμενης καταστροφής στο όμορφο Καστελόριζο, η κατανομή ενισχύσεων μέσω της αναδιανομής δημοσίων εσόδων έχει ιδιαίτερη ηθική και συμβολική αξία. Πρόσθετος λόγος να μην υποβαθμίζονται παρόμοιες πρωτοβουλίες σε ψηφοθηρική παγίδα αλά γκρέκα.
Το υπερπλεόνασμα ανήκει στους φορολογουμένους και το πρώτο που τους οφείλει η κυβέρνηση είναι μια ειλικρινής ευχαριστία.