Ο πληθωρισμός πέφτει, η ακρίβεια μένει: Eξήγηση

Ο δείκτης «εθνικού» πληθωρισμού, που ανακοινώθηκε χθες, έδειξε ότι οι τιμές καταναλωτή τρέχουν με ετήσιο ρυθμό 2%. Πέρυσι «έτρεχε» με ρυθμό 2,4%. Στη διάρκεια των δώδεκα τελευταίων μηνών (Νοέμβριος 2024-Οκτώβριος 2025) οι τιμές αυξήθηκαν κατά 2,5% ενώ στην αντίστοιχη περυσινή περίοδο έτρεχαν με 2,9%. Τον Οκτώβριο, σε σύγκριση με τον Σεπτέμβριο, δηλαδή στη διάρκεια ενός μηνός, η αύξηση ήταν 0,1%, αλλά πέρυσι ήταν 0%.

Ο πληθωρισμός είναι πλέον «υπό έλεγχο», όπως τουλάχιστον το περιγράφουν οι κανόνες της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, με την έννοια ότι δεν υπάρχει κίνδυνος απώλειας της αξίας του κοινού νομίσματος. Είναι αλήθεια ότι κατά την περίοδο που είχαμε απανωτά πληθωριστικά επεισόδια (2021-2024) το ευρώ έχει απωλέσει το περίπου 20% της αξίας του.

Πάμε καλύτερα; Όχι ακριβώς!

Πρώτον, το ευρώ έγινε πάλι ακριβότερο έναντι του δολαρίου και του κινεζικού γουάν, εξέλιξη που μειώνει την ανταγωνιστικότητα των ευρωπαϊκών προϊόντων, αφού τα αμερικάνικα και κινέζικα προϊόντα έγιναν φθηνότερα.

Ωραία όλα αυτά, αλλά πολύ μακριά μας. Εμείς εδώ έχουμε να παλέψουμε με το υψηλότερο επίπεδο τιμών, δηλαδή την ακρίβεια. Το ερώτημα όλων είναι απλό: αφού ο πληθωρισμός έπεσε σε «νορμάλ» επίπεδα, γιατί δεν πέφτουν οι τιμές; Πώς θα μειωθεί η ακρίβεια;

Η απάντηση στο πρώτο είναι γνωστή σε όλους. Για να πέσουν οι τιμές πρέπει να έχουμε αρνητικό πληθωρισμό. Αυτό συνέβη το 2013 και μέχρι το 2016 και συνέβη ξανά μεταξύ Μαρτίου 2020 και Απριλίου 2021. Δεν ξέρω ποια άποψη έχουν όσοι σήμερα δείχνουν την ακρίβεια ως το μεγαλύτερο πρόβλημα της χώρας, αλλά δεν θυμάμαι να είμαστε ευχαριστημένοι, κατά τις δύο ως άνω περιόδους, δεν λέγαμε «δεν υπάρχει ακρίβεια» ή πως όλα είχαν γίνει... φθηνότερα.

Λογικό, γιατί το μεγάλο πρόβλημα σε αυτές τις περιόδους ήταν η ύφεση και η αντίστοιχη μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος. Και γι' αυτό άλλωστε, οι πολλοί υπέφεραν και τότε από την ακρίβεια.

Με δύο λόγια, όσο σημαντικό είναι ότι ο πληθωρισμός έχει, πρακτικώς, πάψει να αποτελεί το υπ’ αριθμόν ένα πρόβλημα τουλάχιστον κατά τους τελευταίους 18 μήνες, άλλο τόσο σημαντικό είναι ότι η ακρίβεια παραμένει το πρώτο ζήτημα για τις ζωές των πολλών.

Ως γνωστόν, η αντίληψη για την ακρίβεια είναι μια σχέση μεταξύ επιπέδου τιμών και διαθέσιμου εισοδήματος. Το επίπεδο των τιμών, ανάλογα βεβαίως με την κατηγορία, αυξήθηκε κατά 20% μέχρι και 40%. Το κατά κεφαλήν εισόδημα σε τρέχουσες τιμές, που περιλαμβάνει την επίπτωση του πληθωρισμού, αυξήθηκε, στην πενταετία 2020-2025 πάνω από 40%. Υπ’ αυτή την έννοια, «στα χαρτιά» διατηρήθηκε η ισορροπία και, αν δεν είχε αλλάξει η όποια κατανομή των εισοδημάτων, τότε η αντίληψη για την ακρίβεια θα ήταν περίπου η ίδια με εκείνη που υπήρχε όταν βγήκαμε από την ύφεση της πανδημίας.

Επειδή, όμως, δεν πρέπει να υποτιμούμε την αίσθηση ακρίβειας τόσο πολλών, η μόνη εξήγηση είναι ότι η κατανομή του διαθέσιμου εισοδήματος έγινε πιο άδικη στα τελευταία αυτά χρόνια. Με άλλα λόγια, η ανάκαμψη της οικονομίας, πραγματική και σημαντική, ενίσχυσε το εισόδημα κάποιων τμημάτων του πληθυσμού ενώ κάποιες άλλες έμειναν πίσω.

Καλύτερα προφυλαγμένοι είναι οι περισσότεροι μισθωτοί που απασχολούνται περισσότερο από δέκα χρόνια, επιχειρηματίες και επαγγελματίες χωρίς μη εξυπηρετούμενα βάρη προς τράπεζες, εφορία κ.λπ.. Πιο εκτεθειμένοι έχουν βρεθεί οι αμειβόμενοι με τον βασικό μισθό (που είναι όμως πάρα πολλοί) και οι συνταξιούχοι, που είναι ακόμη περισσότεροι. Και αν υποθέσουμε ότι όσοι είναι παγιδευμένοι στο «βασικό» μπορεί να παλέψουν για κάτι καλύτερο, αυτό δεν μπορούν να το κάνουν οι συνταξιούχοι.

Η κατάσταση των δύο αυτών ομάδων θα χειροτερεύσει στους επόμενους μήνες αφού, ακόμη κι αν τα εισοδήματά τους προσαρμοστούν κατά τον πληθωρισμό, θα παραμείνουν ανεπαρκή.

Με δύο λόγια, η αντίληψη για την ακρίβεια ευρύτατων κοινωνικών ομάδων θα συνεχίσει να χειροτερεύει, παρόλο που ο πληθωρισμός είναι πλέον υπό έλεγχο. Δυστυχώς, αλλά η αναδιανομή εισοδήματος που θα μπορούσε να διορθώσει, έστω μερικώς, αυτή τη σκληρή πραγματικότητα δεν γίνεται μέσω κοινωνικών επιδομάτων και έκτακτων ενισχύσεων. Πραγματοποιείται μόνον όταν αυξάνεται ραγδαία η παραγωγικότητα της οικονομίας. Η οποία, όπως είναι γνωστό, σέρνεται...