Τώρα που άκουσα όσα είχε να πει ο Νίκος Ανδρουλάκης στη ΔΕΘ νοιώθω «καλύτερα». Ξέρω πως όταν κερδίσει, «με μια ψήφο διαφορά», τις προσεχείς βουλευτικές εκλογές, όλα στην Ελλάδα θα γίνουν καλύτερα σε μία και μόνον τετραετία.
Όλα; Όχι ακριβώς - ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, σε κάποια υπήρξε ρεαλιστής. Όπως ο στόχος της σταθεροποίησης του πληθυσμού σε 10 χρόνια από σήμερα, δηλαδή το 2035. Για να συμβεί βεβαίως αυτό πρέπει οι νέες γυναίκες να αποκτούν το πρώτο τους παιδί πριν κλείσουν τα τριάντα τους και το δεύτερο πριν κλείσουν τα 35 τους και, μην το ξεχνούμε, να δώσουμε την ελληνική υπηκοότητα σε μερικές εκατοντάδες χιλιάδες μετανάστες. Μάλλον απίθανο!
Μου άρεσαν όμως οι φιλο-επιχειρηματικές του προτάσεις. Όπως αυτή: «η παραγωγικότητα της εργασίας να φτάσει στο 75% του ευρωπαϊκού μέσου όρου σε δέκα χρόνια, από μόλις 56% που είναι σήμερα.» Εύκολο; Όχι ακριβώς, αλλά αυτό σημαίνει ότι το ΠΑΣΟΚ θέλει να τα δώσει όλα στην επιχειρηματικότητα και γενικότερα τη διευκόλυνση να πετύχουν πολύ υψηλές αποδόσεις οι ιδιωτικές επενδύσεις, άρα δεν μπορώ παρά να συμφωνήσω.
Άλλη φιλοεπιχειρηματική πρόταση είναι αυτή που αφορά στην άνοδο του βιοτικού επιπέδου, το οποίο λέει ο κ. Ανδρουλάκης με ΠΑΣΟΚ «θα φτάσουμε το 80% του ευρωπαϊκού μέσου όρου σε μια δεκαετία από 70% που είναι σήμερα». Κι αυτό καλό, αν και νομίζω πως με Μητσοτάκη μπορούμε να πάμε ακόμη καλύτερα, αλλά επειδή είναι θέμα γούστου δεν επιμένω. Σε κάθε περίπτωση, το ΠΑΣΟΚ καλεί σε πανστριατιά για ταχεία αύξηση της παραγωγής άρα συμφωνούμε.
Επίσης, φιλοεπιχειρηματική είναι, κι ας μη το κατανοεί κανείς με την πρώτη, η πρόταση Ανδρουλάκη που θέλει «μείωση του ποσοστού φτώχειας κατά 6 μονάδες σε πέντε χρόνια, ώστε να προσεγγίσουμε τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.» Προφανώς, οι οικονομολόγοι του ΠΑΣΟΚ γνωρίζουν άριστα πως το κράτος μόνον λίγο μειώνει τη φτώχεια, όσα επιδόματα κι αν δώσει, ενώ η δημιουργία υψηλότερων αμοιβών μεταξύ των μισθωτών και η αύξηση της απασχόλησης με κάθε μέσον, μειώνει ταχύτερα το ποσοστό εκείνων που αποφεύγουν την ατραπό της φτώχειας. Άρα και πάλι συμφωνούμε ότι η σωστή μέθοδος είναι να αυξηθεί το ειδικό βάρος της ιδιωτικής οικονομίας, αφού μόνον αυτή μπορεί να επιτύχει και στους δύο ως άνω συντελεστές που περιορίζουν τη σχετική φτώχεια.
Με λίγα λόγια, ο Νίκος Ανδρουλάκης, αν και πολύ ντροπαλός για να το παραδεχθεί ανοικτά επιθυμεί την πλήρη υποστήριξη της ιδιωτικής παραγωγικής οικονομίας. Γιατί όμως δεν το λέει; Ντρέπεται μήπως τον κατηγορήσουν οι «αριστεροί» στην πλευρά των οποίων πάντοτε κοιτάζει με προσμονή αποδοχής; Κακώς, γιατί ακόμη και ο Αλέξης Τσίπρας έδειξε τις προάλλες πως η λύση στα προβλήματα της χώρας, αυτό το νέο «παραγωγικό μοντέλο» που έγινε ξαφνικά πολιτική καραμέλα, περνά από τα χέρια των επιχειρηματιών. Ιδίως μάλιστα των μεγάλων επιχειρήσεων οι οποίες βελτιώνουν την παραγωγικότητα με ρυθμούς τριπλάσιους και βάλε της μικρής και μεσαίας επιχείρησης.
Με δύο λόγια, κάθε φορά που η αντιπολίτευση προσπαθεί να διατυπώσει ρεαλιστικές προτάσεις, υποχρεώνεται να παραδεχτεί πως όσα κάνει η κυβέρνηση Μητσοτάκη βρίσκονται στην σωστή κατεύθυνση. Υπάρχει βεβαίως και η αντιπολίτευση Φάμελλου και άλλων «προοδευτικών» αλλά αυτή δεν την λαμβάνει στα σοβαρά ούτε ο κ. Τσίπρας, ούτε ο κ. Ανδρουλάκης. Μπορεί, οδεύοντας προς τις εκλογές, να γίνει πιο ουσιαστική η συζήτηση περί των ουσιαστικών, εφόσον προσδιοριστούν ουσιαστικά οι συμμετέχοντες, εξέλιξη για την οποία ο Κυριάκος Μητσοτάκης χρειάζεται να αναλάβει την πρωτοβουλία.